Ένας Ποιητής
Είναι πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου εδιάβασα εις κάποιον Ημερολόγιον το πρώτον του ποίημα. Επεγράφετο «Ταραντίνοι». Μία σύντομος, ταχυτάτη εικών λαού διασκεδάζοντος υπό την απειλήν των τυράννων του, και τίποτε άλλο. Το ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον αλλά πρέπει να είχε κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον -Κωνσταντίνος Π. Καβάφης- μου εκαρφώθη από τότε. Και από τότε αγαπούσα να διαβάζω ό,τι απαντούσα με αυτό το όνομα, ποιήματα πάντοτε, πολύ αραιά, πολύ σύντομα, μια φορά το χρόνο, από δέκα είκοσι στίχους, πότε εις το «Άστυ», πότε εις το «Ημερολόγιον» Σκόκου, πότε εις τον «Αιγυπτιακόν Λωτόν», και μία φοράν εις τα «Παναθήναια».
Τα χρόνια περνούσαν, και καθένα κάτι επρόσθετεν εις την μικράν αυτήν και σκόρπιαν συλλογήν· αλλά συγχρόνως κάτι επρόσθετε και μέσα μου. Σιγά-σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν· κι' έξαφνα, μίαν ημέραν, παρετήρησα μ' έκπληξιν, με φόβον, ότι η εκτίμησις είχε φθάση τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είναι ολωσδιόλου ακίνδυνον πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε ένα ποιητήν που ονομάζεται Καβάφης, και είναι Αλεξανδρινός, και δεν έγραψεν έως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, -και αυτά χωρίς ποτέ να μαζευτούν και να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί,- και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι' αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη τόνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.
Ό,τι με ανησυχεί προπάντων εις αυτήν την περίστασιν, είναι η ισχνότης του χαρτοφυλακίου. Ηξεύρω καλά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θαμβώνονται από το ποσόν, και πολύ δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι μέσα σ' ένα γυάλινο μπουκαλάκι εγκλείεται κάποτε ολόκληρος ροδόκηπος. Αλλά το αίσθημα δεν τους ερωτά αυτούς. Και σας είπα εις ποίον σημείον ευρίσκετο το ιδικόν μου αίσθημα, το μυστικόν, όταν έλαβα την εξαφνικήν ευχαρίστησιν να γνωρίσω και προσωπικώς τον κ. Κωνστ. Π. Καβάφην, επισκεπτόμενον τας Αθήνας μας, δια πρώτην φοράν νομίζω, προ δύο ετών.
Είναι νέος, αλλ' όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ' ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως έναν Αθηναίον, συνειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. Ο κ. Καβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είναι ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, δια να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θαναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν -δόξα σοι, ο Θεός!- τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυϊας.
Ομολογώ ότι δεν επερίμενα την αποκάλυψιν αυτήν, δια να εκφράσω το αίσθημά μου εις τον κ. Καβάφην. Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν. Δύο πράγματα απαιτούνται δια να μη πάη χαμένον ένα τέτοιο διάβημα: να πιστεύσουν την ειλικρίνειάν σας και νανταποκριθούν. Φαίνεται ότι οι ποιηταί είναι πλέον φιλάρεσκοι και πλέον εύπιστοι από τα γυναίκας. Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είναι ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής, που να μην έχη την βεβαιότητα ότι είναι μεγάλος. Ο κ. Καβάφης λοιπόν δεν εδυσκολεύθη καθόλου να πιστεύση την ειλικρίνειαν του αισθήματός μου, κ' επειδή έτυχε -τι καλή σύμπτωσις!- να μ' εκτιμά ολίγον και αυτός ως πεζογράφον, εκολακεύθη και ανταπεκρίθη. Μου επέτρεψε δηλαδή και μ' εβοήθησε μάλιστα να ... τον θαυμάζω. Και όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Αλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Και όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλ' εφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, -φυσικά αφού επέρασαν δύο χρόνια,- και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Το ελυπήθηκα πολύ, αλλ' επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Ταραντίνοι».
Τώρα μου μένουν ένα, δύο, τρία ... δώδεκα ποιήματα. Και οι «Ταραντίνοι» δεκατρία. Αυτό είναι όλον το έργον του Καβάφη. Έγραψε και μερικά άλλα, αλλ' ή τα παρέδωσεν εις τον Ήφαιστον ή τα θεωρεί «ανάξια της τιμής». Οπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. Η έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είναι στιγμιαία· αλλ' εις τον Καβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς και επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών. Τώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ηξεύρει καλά τι θα ειπή. Αλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ' αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν ολ' αυτά; Υποθέτω, ότι δια τον Καβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύν χρόνον. Αλλ' αφού τελειώση, το ποίημα, κατ' ουσίαν, είναι έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Να εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν' αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν. Και η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Τώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση -με όλον του το δικαίωμα πλέον- και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Μιχαήλ Αγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είναι «μικρόν πράγμα»... Και από το απελπιστικόν εκείνον χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσην μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν, καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν -αν το κατορθώση- θα τους υπογράψη.
Έτσι γίνεται ένα ποίημα το χρόνον... Αλλά το ποίημα αυτό είναι πολλάκις θαυμασία μικρογραφία. Κλείει μέσα του κόσμον ολόκληρον. Και ενώ το βλέπεις και λέγεις ότι αυτό είναι όλον, το ξαναβλέπεις και κάτι υποπτεύεσαι... και έξαφνα ανακαλύπτεις -θαύμα!- ότι με το μικροσκόπιον σου παρουσιάζει πράγματα που δεν εφαντάζεσο, και μετά την υποψίαν σου ακόμη, ότι θα τα έχη. Κάτι το απείρως συγκεντρωμένον και απείρως μεστόν. Όλα τα ποιήματα όσα θα έγραφεν εις τον ίδιον καιρόν, σφικτοδεμένα, συμπιεσμένα, εις τους πέντε-δέκα αυτούς στίχους. Και το ποιηματάκι, το μικροσκοπικόν, απλώνει, απλώνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει και σου γεμίζει την ψυχήν.
[...]
Γρηγόριος Ξενόπουλος (1903)
Τα χρόνια περνούσαν, και καθένα κάτι επρόσθετεν εις την μικράν αυτήν και σκόρπιαν συλλογήν· αλλά συγχρόνως κάτι επρόσθετε και μέσα μου. Σιγά-σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν· κι' έξαφνα, μίαν ημέραν, παρετήρησα μ' έκπληξιν, με φόβον, ότι η εκτίμησις είχε φθάση τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είναι ολωσδιόλου ακίνδυνον πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε ένα ποιητήν που ονομάζεται Καβάφης, και είναι Αλεξανδρινός, και δεν έγραψεν έως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, -και αυτά χωρίς ποτέ να μαζευτούν και να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί,- και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι' αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη τόνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.
Ό,τι με ανησυχεί προπάντων εις αυτήν την περίστασιν, είναι η ισχνότης του χαρτοφυλακίου. Ηξεύρω καλά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θαμβώνονται από το ποσόν, και πολύ δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι μέσα σ' ένα γυάλινο μπουκαλάκι εγκλείεται κάποτε ολόκληρος ροδόκηπος. Αλλά το αίσθημα δεν τους ερωτά αυτούς. Και σας είπα εις ποίον σημείον ευρίσκετο το ιδικόν μου αίσθημα, το μυστικόν, όταν έλαβα την εξαφνικήν ευχαρίστησιν να γνωρίσω και προσωπικώς τον κ. Κωνστ. Π. Καβάφην, επισκεπτόμενον τας Αθήνας μας, δια πρώτην φοράν νομίζω, προ δύο ετών.
Είναι νέος, αλλ' όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ' ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως έναν Αθηναίον, συνειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. Ο κ. Καβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είναι ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, δια να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θαναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν -δόξα σοι, ο Θεός!- τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυϊας.
Ομολογώ ότι δεν επερίμενα την αποκάλυψιν αυτήν, δια να εκφράσω το αίσθημά μου εις τον κ. Καβάφην. Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν. Δύο πράγματα απαιτούνται δια να μη πάη χαμένον ένα τέτοιο διάβημα: να πιστεύσουν την ειλικρίνειάν σας και νανταποκριθούν. Φαίνεται ότι οι ποιηταί είναι πλέον φιλάρεσκοι και πλέον εύπιστοι από τα γυναίκας. Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είναι ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής, που να μην έχη την βεβαιότητα ότι είναι μεγάλος. Ο κ. Καβάφης λοιπόν δεν εδυσκολεύθη καθόλου να πιστεύση την ειλικρίνειαν του αισθήματός μου, κ' επειδή έτυχε -τι καλή σύμπτωσις!- να μ' εκτιμά ολίγον και αυτός ως πεζογράφον, εκολακεύθη και ανταπεκρίθη. Μου επέτρεψε δηλαδή και μ' εβοήθησε μάλιστα να ... τον θαυμάζω. Και όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Αλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Και όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλ' εφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, -φυσικά αφού επέρασαν δύο χρόνια,- και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Το ελυπήθηκα πολύ, αλλ' επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Ταραντίνοι».
Τώρα μου μένουν ένα, δύο, τρία ... δώδεκα ποιήματα. Και οι «Ταραντίνοι» δεκατρία. Αυτό είναι όλον το έργον του Καβάφη. Έγραψε και μερικά άλλα, αλλ' ή τα παρέδωσεν εις τον Ήφαιστον ή τα θεωρεί «ανάξια της τιμής». Οπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. Η έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είναι στιγμιαία· αλλ' εις τον Καβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς και επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών. Τώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ηξεύρει καλά τι θα ειπή. Αλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ' αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν ολ' αυτά; Υποθέτω, ότι δια τον Καβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύν χρόνον. Αλλ' αφού τελειώση, το ποίημα, κατ' ουσίαν, είναι έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Να εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν' αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν. Και η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Τώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση -με όλον του το δικαίωμα πλέον- και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Μιχαήλ Αγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είναι «μικρόν πράγμα»... Και από το απελπιστικόν εκείνον χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσην μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν, καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν -αν το κατορθώση- θα τους υπογράψη.
Έτσι γίνεται ένα ποίημα το χρόνον... Αλλά το ποίημα αυτό είναι πολλάκις θαυμασία μικρογραφία. Κλείει μέσα του κόσμον ολόκληρον. Και ενώ το βλέπεις και λέγεις ότι αυτό είναι όλον, το ξαναβλέπεις και κάτι υποπτεύεσαι... και έξαφνα ανακαλύπτεις -θαύμα!- ότι με το μικροσκόπιον σου παρουσιάζει πράγματα που δεν εφαντάζεσο, και μετά την υποψίαν σου ακόμη, ότι θα τα έχη. Κάτι το απείρως συγκεντρωμένον και απείρως μεστόν. Όλα τα ποιήματα όσα θα έγραφεν εις τον ίδιον καιρόν, σφικτοδεμένα, συμπιεσμένα, εις τους πέντε-δέκα αυτούς στίχους. Και το ποιηματάκι, το μικροσκοπικόν, απλώνει, απλώνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει και σου γεμίζει την ψυχήν.
[...]
Γρηγόριος Ξενόπουλος (1903)
.
cavafis.compupress.gr
Eξαιρετικό, πανέμορφο κείμενο. Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή