2.4.10

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ



Επιτάφιος χωρίς νεκρό

Πικραίνομαι λέγοντας διαφορετικά το ίδιο πράγμα.
Τώρα που επιστρέφει η βραδιά και συνοδεύουμε
μες σ' εκκλησιές και δρόμους το ίδιο σώμα
παραδομένο σε κλωνάρια αμυγδαλιάς, σπάταλα μοιρασμένο
σε μίσχους από φλόγες και κεριά, απάνθρωπα βιασμένο
μέσα σε όχλο αδιάφορο, μέσα μας δυσπιστούμε
γιατί το σώμα, ανύπαρχτο, αρνείται να ταφεί
κι αφήνεται σε ομοιώματα ασήμαντα. Αγρυπνούσα
την τελευταία νύχτα σε κορμί ζεστό ακόμη, αφοπλισμένο
μέσα στον ύπνο και στη θάλασσα που ξάπλωνε
πίσω απ' τα κλειστά θυρόφυλλα. Ήμουνα τόσο μόνος
καθώς η κίνηση, ο ήχος κι ο χορός είχαν κοπάσει
και λίμναζαν στο σώμα που ετοίμαζε το χωρισμό. Μα ύστερα

τα σταυροδρόμια έγλειφαν μυριάδες φλόγες όσο εμείς
σιμώναμε στον Πειραιά και η κίνηση, ο ήxος κι ο xορός
σα να μέθυσαν ξαφνικά κι αλλόφρονα xτυπούσαν
xέρια και πρόσωπο και πόδια μες στα λεωφορεία
στα φώτα, στον ηλεxτρικό, στα μέγαρα, ώσπου έγειρα
κι είδα ερημιά στην κίνηση, σιωπή μέσα στον ήxο
και ο xορός στα εξαρθρωμένα μέλη που έτρεμαν
ήταν σπασμωδικός

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

(συλλ. Ο θάνατος του Μύρωνα)
Ο δύσκολος Θάνατος – Νεφέλη, 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου