24.4.10

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΖΑΝ-ΠΟΛ ΓΚΟΤΙΕ

Ζαν - Πολ Γκοτιέ. Ο εικονοκλάστης σχεδιαστής
Τάνια Μποζανίνου (Το Βήμα)
Το μικρό κοινό που παρακολούθησε την πρώτη επίδειξη του 24χρονου Ζαν - Πολ Γκοτιέ στο Παρίσι το 1976 ήταν μάλλον αδιάφορο προς τα αχυρένια (κυριολεκτικά) ρούχα που παρήλασαν μπροστά του, μη θεωρώντας τα άξια για να τους αφιερώσει την παραμικρή προσοχή μετά την απομάκρυνσή του από την πασαρέλα. Σήμερα ωστόσο οι επιδείξεις του Γκοτιέ είναι από τις πιο δημοφιλείς στο Παρίσι και προσελκύουν από νεαρά θύματα της μόδας ως τη Μαντόνα αυτοπροσώπως.
Αν ο Γκοτιέ είχε γεννηθεί 10 χρόνια νωρίτερα ίσως να μην είχε μπορέσει να επιβληθεί στον χώρο της μόδας ως το «τρομερό παιδί» της (αναμασημένο, πλέον, κλισέ). Αλλά στα μέσα της δεκαετίας του '70 η υψηλή ραπτική έμοιαζε προσκολλημένη στα περασμένα μεγαλεία της καθώς χιλιόμετρα ολόκληρα οργάντζας επιστρατεύονταν για να κρύψουν (ή και να τονίσουν) το γεγονός ότι είχε αποκοπεί εντελώς από τις αλλαγές που συντελούνταν στις συνήθειες και στις απαιτήσεις του κοινού.
Η Ευρώπη προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την πετρελαϊκή κρίση καθώς οι τελευταίες ελπίδες για κοινωνική αλλαγή, μέσω του κινήματος των χίπι και του Μάη του '68, είχαν σβήσει προ πολλού. Εν τω μεταξύ στην απέναντι πλευρά της Μάγχης οι πρωτοεμφανιζόμενοι πανκ και οι Σεξ Πίστολς διεκήρυτταν ότι «δεν υπάρχει μέλλον».
Για την υπόλοιπη κοινωνία, η Κινγκς Ρόουντ του Λονδίνου, ο δρόμος όπου συγκεντρώνονταν όλοι αυτοί οι νέοι με τα πράσινα μαλλιά και τις παραμάνες, ήταν ο ορισμός της αντικοινωνικότητας. Για τον Γκοτιέ όμως ήταν μια θαυμάσια πηγή έμπνευσης. Η πασαρέλα του έγινε το σημείο όπου διασταυρώθηκε η μόδα του δρόμου με τα ατελιέ της υψηλής ραπτικής. Ετσι η μόδα ξανάγινε της μόδας.
Οι δημιουργίες του Γκοτιέ κατάφεραν να θολώσουν τα όρια μεταξύ της κομψότητας και της χυδαιότητας, του ωραίου και του αποκρουστικού. Η κολεξιόν του 1983, λ.χ., εμπνευσμένη από τους ντανταϊστές, αποτελούνταν από ρούχα που ταλαντεύονταν πάνω στο σώμα σαν να ήταν έτοιμα να πέσουν. Αλλες φορές διάλεγε μοντέλα από τον δρόμο ή ανάμεσα στους φίλους του, επιλέγοντάς τα ακριβώς γιατί η σωματική τους διάπλαση ήταν αταίριαστη με τις αδυσώπητες απαιτήσεις της πασαρέλας: η μικροκαμωμένη με τα ευτραφή οπίσθια ή η πανύψηλη σανίδα με τα πεταχτά αφτιά λειτουργούσαν ως αντιηρωίδες αντί για «πρότυπα».
Τα πρώτα βήματα
Ο Γκοτιέ γεννήθηκε το 1952 σε ένα προάστιο του Παρισιού. Τα περιοδικά και η γιαγιά του, η γυναίκα που τον επηρέασε πιο βαθιά από όλες στη ζωή του, ήταν η πρώτη του επαφή με τη θηλυκότητα. Οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία σημαδεύτηκαν από τις ιστορίες που του διηγιόταν η γιαγιά του για τη ζωή των γυναικών στις αρχές του αιώνα, όπου η μεγαλύτερη μέριμνά τους ήταν μήπως δεν έχουν σφίξει αρκετά τον κορσέ για να λεπτύνουν τη μέση τους. Εφηβος πια, χρησιμοποιούσε τη φαντασία του για να γλιτώνει το σχολείο και να μένει σπίτι να σχεδιάζει ρούχα και να μαθαίνει τα μυστικά του μακιγιάζ και της κομμωτικής από τη γιαγιά του.
Στα 18 τού παρουσιάστηκε η πρώτη ευκαιρία να μπει στον κόσμο της μόδας: τον προσέλαβε ο Πιερ Καρντέν ως βοηθό σχεδιαστή. Από τον Καρντέν ο Γκοτιέ διδάχθηκε ότι τα πάντα είναι δυνατά στη μόδα. «Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος γιατί να μη μαζέψεις από το δρόμο ένα πεταμένο κομμάτι ύφασμα και να το μετατρέψεις σε παπούτσι» του έλεγε ο Καρντέν, εισάγοντάς τον στην έννοια της «ανακύκλωσης», βασική αρχή των δημιουργιών του Γκοτιέ.
Αφού πέρασε για λίγο από τον Ζακ Εστερέλ το 1971, έπιασε δουλειά στον Πατού για δύο χρόνια ¬ εφιαλτικά εφόσον προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις επιταγές ενός οίκου που παρέμενε πεισματικά προσκολλημένος στο παρελθόν (και που δεν χρησιμοποιούσε «έγχρωμα» μοντέλα για να μην προσβάλει τις αμερικανίδες πελάτισσές του). Απογοητευμένος επέστρεψε στον Καρντέν, ο οποίος τον έστειλε στη Μανίλα να σχεδιάσει μάλλον ασήμαντα ρούχα για την αγορά των ΗΠΑ.
Οταν αποφάσισε να παρουσιάσει την πρώτη προσωπική κολεξιόν του το 1976, αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το κατεστημένο της μόδας τον αγνόησε και, ανίκανος να βρει χρηματοδότη στη Γαλλία, στράφηκε (επιτυχώς) στην Ιαπωνία. Η πρώτη του επίδειξη με θέμα «Τζέιμς Μποντ», για φθινόπωρο / χειμώνα 1979-80, πραγματοποιήθηκε χάρη στα γεν. Και αυτός, θαρρείς για να δηλώσει ότι προσχώρησε στο στρατόπεδο του εχθρού, παρουσίασε τα ρούχα υπό τους ήχους του «Destroy» των Σεξ Πίστολς.
Εκτοτε, με το ένα μάτι στραμμένο στην ευφάνταστη μόδα του δρόμου και με το άλλο στη ραπτική τέχνη που είχε διδαχθεί ως μαθητευόμενος στους κλασικούς δημιουργούς, δεν έχει πάψει να εκπλήσσει: μάνικες δεμένες στη μέση που παριστάνουν τις ζώνες, φακελάκια τσαγιού που κρέμονται από τα αφτιά μασκαρεμένα σε σκουλαρίκια, καουμπόικες μπότες με τακούνια στιλέτο ¬ όλα συνδυασμένα με τρόπο αναπάντεχο.
Το 1984 παρουσίασε την πρώτη αντρική κολεξιόν του με τίτλο «Ο άντρας - αντικείμενο», ως μια παρωδία της γυναίκας - αντικείμενο. Την επόμενη χρονιά, στην επίδειξη «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», ο Γκοτιέ έπλασε το ανδρόγυνο, πρωτοπαρουσιάζοντας τις φούστες για άντρες. Πολλοί ερμήνευσαν την αντρική φούστα ως αμφισβήτηση της παράδοσης που θέλει τις γυναίκες να δανείζονται ελεύθερα παντελόνια, σακάκια, γιλέκα, ακόμη και γραβάτες από την αντρική γκαρνταρόμπα αλλά απαγορεύει στους άντρες να σπάνε τα ταμπού της αρσενικής εμφάνισης. Αλλοι θεώρησαν ότι η αντρική φούστα ¬ στην πραγματικότητα ένα κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τη μέση ώστε να δίνει την εντύπωση φούστας ¬ ήταν απλώς ένα τέχνασμα του Γκοτιέ για να τραβήξει την προσοχή. Πάντως ακόμη και αν στόχευε μόνο στο πρώτο, πέτυχε συγχρόνως και το δεύτερο.
Αναγνωρισμένος πλέον σχεδιαστής μόδας, ο Γκοτιέ μπορούσε να αφήσει ελεύθερη την αχαλίνωτη φαντασία του. Κορσέδες από δαντέλα φορεμένοι με διχτυωτά καλσόν, νεαρές Τιρολέζες με ξανθές κοτσίδες, δερμάτινες φιγούρες, τατουάζ, σκουλαρίκια σε όλα τα πιθανά σημεία του σώματος, γκέισες, μεταφεμινίστριες καμαρωτές μέσα σε εσώρουχα από μαύρο δέρμα και κόκκινη δαντέλα, σουτιέν φορεμένα έξω από τα ρούχα (άλλο ένα σήμα κατατεθέν του Γκοτιέ), μεταφαλοκράτες τυλιγμένοι σε γούνες και ισορροπώντας αβέβαια πάνω στα τακούνια - πλατφόρμα των αθλητικών παπουτσιών τους παρελαύνουν διαδοχικά στην πασαρέλα του. Το κοινό, «εκπαιδευμένο» πια στην εκζήτηση, χειροκροτεί τη σκόπιμη έλλειψη γούστου του Γκοτιέ, πότε με ειλικρινή ενθουσιασμό, πότε με χιουμοριστική διάθεση. Ο σκηνοθέτης Πίτερ Γκρίναγουεϊ του αναθέτει να σχεδιάσει τα κουστούμια της ταινίας του «Ο μάγειρος, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της».
Το 1990 η περιοδεία «Blond Ambition» της Μαντόνα δίνει την ευκαιρία στον σχεδιαστή να δημιουργήσει ένα ακόμη κλασικό κομμάτι: το κωνικό σουτιέν. «Το μπούστο τρυπάει σχεδόν το σακάκι» λέει ο Γκοτιέ. «Είναι ένας συνδυασμός δύναμης και αισθησιασμού». Φυσικό ήταν ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ να στραφεί σε αυτόν για να ντύσει την ανατρεπτική «Κίκα» στην ομώνυμη ταινία του.
Ο Γκοτιέ θα μείνει στην ενδυματολογική ιστορία ως ο πρώτος εικονοκλάστης σχεδιαστής μόδας. Από όλους τους δημιουργούς της γενιάς του είναι αναμφισβήτητα αυτός που μπόρεσε να αποδώσει καλύτερα την ένταση ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό. Ο Γκοτιέ δημιούργησε μια φιγούρα που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο, μη μπορώντας να αποφασίσει πού ανήκει.
Ισως όμως η απήχησή του να οφείλεται απλώς στο ότι μπόρεσε να οσμιστεί και να μεταφέρει στη μόδα δύο τάσεις οι οποίες μόλις που διαφαίνονταν την εποχή όπου ξεκινούσε την καριέρα του: την απαγκίστρωση από το φεμινιστικό κίνημα (δηλαδή την επιστροφή στα σέξι ρούχα) και την εμφάνιση της γκέι κουλτούρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου