.
5. INTERVALLUM
.
5. INTERVALLUM
.
Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.
.
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.
Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.
Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.
Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι. Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο. [...]
(…) κάθε ἐρωτικὴ ἀναζήτηση ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαπλοκὴ προσωπικῆς σχέσης καὶ φυσικῆς ἀνάγκης, τὴ διαλεκτικὴ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ πόθος τῆς ζωῆς σημαίνεται πάντα στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, στὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας. Ὁ τρόπος ὑπερβαίνει τὴ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς τροφῆς, καθολικεύεται στὴ «γενετήσια» σχέση. Ὁλόκληρη σχέση, καθολικὴ ἀμεσότητα, μίξη ψυχῶν καὶ σωμάτων ποιητικὴ ζωῆς. Ἀμφίστομη καθολικότητα ἀνάγκης καὶ σχέσης, ἰδιοτέλειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς.
Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη» τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.
(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς: Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση. Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας, μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)
Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου. Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.
Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.
Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα. Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ, τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα - διεύρυνση καὶ διάνοιξη τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.
Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς, ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.
Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα -ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.
Χρήστου Γιανναρᾶ: Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (Ἐκδόσεις Δόμος, 2003)
users.uoa.gr
ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.
Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.
Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.
Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι. Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο. [...]
(…) κάθε ἐρωτικὴ ἀναζήτηση ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαπλοκὴ προσωπικῆς σχέσης καὶ φυσικῆς ἀνάγκης, τὴ διαλεκτικὴ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ πόθος τῆς ζωῆς σημαίνεται πάντα στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, στὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας. Ὁ τρόπος ὑπερβαίνει τὴ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς τροφῆς, καθολικεύεται στὴ «γενετήσια» σχέση. Ὁλόκληρη σχέση, καθολικὴ ἀμεσότητα, μίξη ψυχῶν καὶ σωμάτων ποιητικὴ ζωῆς. Ἀμφίστομη καθολικότητα ἀνάγκης καὶ σχέσης, ἰδιοτέλειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς.
Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη» τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.
(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς: Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση. Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας, μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)
Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου. Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.
Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.
Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα. Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ, τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα - διεύρυνση καὶ διάνοιξη τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.
Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς, ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.
Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα -ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.
Χρήστου Γιανναρᾶ: Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (Ἐκδόσεις Δόμος, 2003)
users.uoa.gr
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής Φιλοσοφίας, Θεολογίας και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και το Παρίσι. Είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, είναι επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το 1982 μέχρι το 2002 υπήρξε τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας και της πολιτιστικής διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών της Αθήνας, αρχικά στο τότε ενιαίο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών και μετά στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Δίδαξε φιλοσοφική ορολογία, και μέθοδο, πολιτική φιλοσοφία και πολιτιστική διπλωματία. Επίσης έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια: Παρίσι, Γενεύη, Λωζάννη και το Ρέθυμνο Κρήτης.
Έχει επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο με θεματολογία που σχετίζεται με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στην δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 10 τουλάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Χρήστος Γιανναράς και ο ακαδημαϊκός Ιωάννης Ζηζιούλας θεωρούνται σήμερα οι επικρατέστεροι σύγχρονοι ορθόδοξοι Έλληνες θεολόγοι που είναι γνωστοί μέσα από μεταφράσεις του πλούσιου συγγραφικού τους έργου στο δυτικό χριστιανικό κόσμο.
Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Υποτροφιών "Alexander von Hamboldt Stiftung". Είναι εκλεγμένο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, καθώς επίσης και της Academie International des Sciences Humaines (Βρυξέλλες). Παρέμβαινε και συνεχίζει να παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα μέσω τακτικής αρθρογραφίας στις εφημερίδες, "Το Βήμα", παλαιότερα, επί 13 χρόνια, και από το 1993 μέχρι σήμερα στην "Καθημερινή", με παράλληλες τηλεοπτικές εμφανίσεις.
(el.wikipedia.org)
Συμβίωση ως αμοιβαία χρήση
ΑπάντησηΔιαγραφήTου Xρηστου Γιανναρα (Καθημερινή, 16/3/2008)
Ας μου επιτραπεί να εκφέρω γνώμη (όχι αρτιωμένη άποψη) για το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταθέσει στη Βουλή.
Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις αντιδράσεις ανθρώπων που νομίζουν ότι εκφράζουν την Εκκλησία αρνούμενοι εκ προοιμίου ένα τέτοιου είδους νομοθέτημα της πολιτείας. Μοιάζει να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, νομίζοντας ότι η σημερινή ελλαδική κοινωνία, στο σύνολό της, είναι και «πλήρωμα» της Εκκλησίας, επομένως το εκκλησιαστικό Μυστήριο του Γάμου μπορεί να λειτουργεί και ως νομικός θεσμός της πολιτείας για τη ρύθμιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ανδρόγυνης συμβίωσης.
Βέβαια, το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, θέλει να είναι κάτι διαφορετικό ακόμα και από τον θεσμό του Πολιτικού Γάμου: να μειώσει στο ελάχιστο δυνατό την ανάληψη ευθύνης που συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους διαπροσωπική σχέση, να κατοχυρώσει τη συμβίωση μόνο ως γυμνή σύμβαση. Σε αυτό το επίπεδο θα μπορούσε ο πολίτης, άσχετα με τη μετοχή του ή όχι στην Εκκλησία, να έχει αντιρρήσεις σοβαρές. Βέβαια, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι το νομοθέτημα υπακούει στη λογική του καθολικού σήμερα «τρόπου του βίου», δηλαδή του κυρίαρχου μοντέλου «πολιτισμού»: του φυσιοκρατικού ατομοκεντρισμού που διαμορφώνει και την παραμικρή πτυχή της οργανωμένης συλλογικότητας.
Το κυρίως θλιβερό είναι ότι η πολιτεία στην Ελλάδα σήμερα (αν κρίνει κανείς από τα κείμενα των «θεωρητικών» που εκφράζουν την εξουσία, όποιο κόμμα και αν τη διαχειρίζεται) αναλαμβάνει σε κοινωνικά θέματα νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν μοιάζει να απηχούν ρεαλιστικές συλλογικές ανάγκες. Μάλλον πιθηκίζουν ό,τι «μοδέρνο» και «προοδευτικό» λιμπίζεται η επαρχιωτίλα των καφενείων του Κολωνακίου. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η προκλητική αδιαφορία που χαρακτηρίζει τα κείμενα των «θεωρητικών» της «προόδου» για τη γνησιότητα ή την αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε συνθήκες άκριτου μιμητισμού.
Στον φυσικό θεσμό του γάμου, που οι απαρχές του χάνονται στα βάθη της Προϊστορίας, το τελετουργικό τυπικό, οποιοδήποτε, δηλώνει μπροστά στην κοινότητα την ανάληψη από το ζευγάρι μιας αμοιβαίας ευθύνης, η οποία ιδρύει και υπηρετεί τη σχέση: Θέλω να μοιραστώ τη ζωή με τον συγκεκριμένο «άλλον», δέχομαι δημόσια την ευθύνη και τη διακινδύνευση της σχέσης. Διότι, σχέση δεν είναι η παράλληλη και ασύμπτωτη συνύπαρξη δύο θωρακισμένων εγωισμών, δεν είναι η δυαδική μοναξιά. Η σχέση είναι εκούσιο άθλημα ελεύθερης αντίστασης στον ατομοκεντρισμό, στις ενστικτώδεις ορμές της αυτοσυντήρησης, της επιβολής της κυριαρχίας. Μοιράζονται τη θέλησή τους οι άνθρωποι στη σχέση, διαφορετικά αλλοτριώνουν τη σχέση σε εξάρτηση, υποταγή, εκμετάλλευση του ενός από τον άλλον.
Ενα νομικό πλαίσιο μπορεί να συμβάλλει στην προστασία από την αλλοτρίωση, αλλά η σύμβαση δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει το άθλημα της σχέσης, να αποκλείσει τη στεγασμένη μοναξιά, τη δραματική ακοινωνησία. Ειδικά, πάντως, το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» αλλοτριώνει εξ ορισμού τη διαπροσωπική σχέση σε συμφωνημένη αμοιβαία χρήση του άλλου. Ακριβώς όπως όριζε τον γάμο ο Καντ: «Αμοιβαία χρήση ιδιοτήτων του άλλου φύλου» (wechselseifigen Besitz ihrer Oeschlechtseigenschaften)! Με τα αντικείμενα χρήσης δεν σχετίζεται, απλώς τα χρησιμοποιεί. Είναι ιδιοκτησία σου (Besitz) νομικά κατοχυρωμένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εξαρτάται μόνο από τους όρους της σύμβασης να επιλέξει κανείς ετερόφυλο ή ομόφυλο αντικείμενο χρήσης. Το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» είναι ένα «επικοινωνιακό» εύρημα για τη νομιμοποίηση και κατοχύρωση δικαιωμάτων σε περιπτώσεις που η σεξουαλική ιδιαιτερότητα αποκλείεται να παραγάγει σχέση γονεϊκής δημιουργίας και ευθύνης. Η σύμβαση υπερισχύει και των σκοπιμοτήτων της φύσης κατοχυρώνοντας το άτομο, με τις ηδονικές επιλογές του, αποκλειστικά.
Θα θεωρούσα αυτονόητο, όσοι μετέχουν στο εκκλησιαστικό γεγονός να είναι ένθερμοι υποστηρικτές του πολιτικού γάμου αλλά και του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, από το 1896 κιόλας, ζητούσε να καθιερωθεί ο πολιτικός γάμος. Σήμερα, θα υποστήριζε, νομίζω, και το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Ακριβώς για να είναι σαφής και θεσμοθετημένη η καισαρική διαφορά που χωρίζει τις συμβάσεις της οργανωμένης συλλογικότητας από τους όρους-όρια ζωής της εκκλησίας.
Οταν η εκκλησία μιλάει για «μυστήριο» αναφέρεται στην ανυπότακτη σε αντικειμενοποιήσεις υπαρκτική δυναμική «εγκεντρισμού» των αναγκαιοτήτων της φύσης στην ελευθερία της σχέσης: η ενστικτώδης, ορμέμφυτη ανάγκη εντάσσεται, ως άθλημα ελευθερία, στη σκόπευση της ζωής ως αγαπητικής κοινωνίας. Το μυστήριο της Ευχαριστίας, για παράδειγμα, θέλει να ελευθερώσει τη ζωτική ανάγκη της τροφής και του ποτού από τη φυσική αναγκαιότητα της ατομικής αυτοσυντήρησης να την αναδείξει σε ελευθερία αγαπητικής κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης. Αντίστοιχα, και το μυστήριο του Γάμου εντάσσει τη σεξουαλική σχέση και τη συμβίωση στη δυναμική του αθλήματος αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς που εικονίζεται στην ερωτική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο («εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», όπως λέει το τελετουργικό).
Οι Χριστιανοί που μετέχουν στο μυστήριο του ευχαριστιακού δείπνου δεν ζητάνε να ακυρωθεί κάθε άλλο δείπνο, κάθε άλλη λήψη τροφής. Και όσοι χριστιανοί μετέχουν στο μυστήριο του Γάμου δεν απαιτούν να θεωρείται μόνο ο δικός τους γάμος νόμιμος και κάθε άλλος γάμος «παλλακεία και πορνεία». Δυστυχώς, υπάρχουν και τραγικά αθεολόγητοι επίσκοποι, όπως και μικρονοϊκού ηθικισμού ζηλωτές, που θεωρούν τον εκκλησιαστικό γάμο σαν θρησκευτική νομιμοποίηση της «αμαρτωλής» καθεαυτήν σεξουαλικότητας. Γι' αυτό και μάχονται να καταστήσουν υποχρεωτικό για όλους το ευτελισμένο θρησκευτικό φολκλόρ της φιέστας με το νυφικό και τα κουφέτα, το ρύζι και τον χαβαλέ.
Δεν θα ήταν αυθαίρετο να ισχυριστεί κανείς ότι η χρεοκοπία του θεσμού του γάμου σήμερα και η σαρωτική αύξηση των διαζυγίων οφείλονται, σε σημαντικό ποσοστό, στην αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού Μυστηρίου του Γάμου: Ο ασκητικός χαρακτήρας του έρωτα, το άθλημα της αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, δεν λειτουργεί σαν μέτρο και κριτήριο ποιοτικής αποτίμησης της σχέσης.
Tόσες περισπωμένες και δασείες και τόσες πομφόλυγες για να μας πει ότι ο έρωτας ταυτίζεται με τη βιολογική λειτουργία της αναπαραγωγής και οτιδήποτε άλλο είναι "μίμηση".
ΑπάντησηΔιαγραφήKαι πόσο παράδοξο ένας υποτίθεται "νεορθόδοξος" διανοητής να υποτάσσει πλήρως την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση στην υπόθεση της διαιώνισης του είδους με περισσότερο φανατισμό κι από ένα δαρβινιστή...
"Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιός: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων"
Αναρωτιέμαι αν τα λαγουδάκια και τα κουνελάκια θεωρούνται από τον κ. καθηγητή "υποκειμενικές" υπάρξεις. Κατά τα άλλα η υπόλοιπη πρόταση θα ταίριαζε μια χαρά στο πως περνούν τη σύντομη ζωή τους...
Ας τα ενημερώσει κάποιος ότι την ώρα που ζευγαρώνουν "συστήνουν υποκείμενο" :-Ρ
Φίλε μου , σκεφτόμουν να γράψω πολλά , όμως πραγματικά δεν αξίζει τον κόπο , όχι γιατί πιστεύω ότι δεν θα κερδίσω κάτι , αλλά επειδή θεωρώ πολύ σοφότερο να παραθέσω απλά ένα κείμενο του Γιανναρά ( δυστυχώς σε μονοτονικό ) . Πλατιάζω λίγο αλλά μόνο έτσι θα αποδόσω όσο καλύτερα μπορώ το νόημα του κειμένου του .
ΑπάντησηΔιαγραφή( Μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει )
Και οπωσδήποτε η λογική επιχειρηματολογία , η αποδεικτική των λαθών μας , έστω και θεμελιωμένη σε ολοφάνερα γεγονότα , δεν είναι ένας από τους δρόμους αυτούς . Γιατί σε κάθε λογική μπορεί πάντοτε να αντιπαρατεθεί μια κάποια άλλη , και ισχυρότερη λογική είναι για τον καθένα μας εκείνη που διασφαλίζει τις μύχιες εγωκεντρικές του οχυρώσεις [...........] Δεν υπάρχουν περιθώρια διαφωνίας , διαλόγου , κριτικής αντιπαράθεσης ή επιχειρηματολογίας , όταν ο άλλος νιώθει - έστω και ασυνείδητα - ότι του αμφισβητείς τα ερείσματα που τον δικαιώνουν στα ίδια του τα μάτια .
Αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι διαβάζοντας το σχόλιό σου , είναι ότι τρομάζεις που προσπαθεί να σε θίξει αυτό που υποστηρίζεις . Και για αυτό το λόγο , ούτε στιγμή δεν κάθισες να αναρωτηθείς << Μήπως έχει δίκιο ; >> . Αμέσως τάχθηκες στο << αντίπαλο στρατόπεδο >> , αμέσως σκέφτηκες ότι σε επιτίθεται και πρέπει κάπως να αντιδράσεις . Αυτό βιώνω εγώ διαβάζωντας το σχόλιό σου . Ίσως και να κάνω λάθος αλλά εξακολουθώ να νομίζω ότι ούτε για μια στιγμή δεν αναρωτήθηκες τα δίκια εκείνης της πλευράς , αφού βλέπω ότι απορρίπτεις ολόκληρο το κείμενο επειδή θεωρείς παράδοξο αυτό που κάνει ο << νεορθόδοξος >> , λες και έχει κάποιο νόημα ο διαχωρισμός τον ανθρώπων σε κατηγορίες ( δαρβινιστές , νεορθόδοξοι , ομοφυλόφιλοι , ετεροφυλόφιλοι , καλοί , κακοί ) .