24.3.10

ΟΤΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΒΗΝΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΘΑΛΑΜΟΥΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ


Όταν το ίδιο βράδυ ο κύριος Διοικητής κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του δωματίου του, είδε πόσες άσπρες τρίχες είχαν φυτρώσει στα γένια του και στα μαλλιά του, απειλώντας και τα φρύδια του, και σκέφτηκε πόσο ξανθά και φωτεινά ήταν τα μαλλιά του στρατιώτη και πόσο απαλό το χνούδι στο πρόσωπό του. Πήγε και στάθηκε στο παράθυρο, όπως έκανε συχνά όταν κάτι τον ενοχλούσε. Από κει είχε άπλετη θέα στο στρατόπεδο, τυλιγμένο όπως ήταν στο σκοτάδι, με μοναδικό φως τους θαλάμους των φαντάρων. Μπορούσε να τους φανταστεί μισόγυμνους, με τα τριχωτά πόδια τους παραμορφωμένα στα δάχτυλα από τ’ άρβυλα, με τις σκελέες και τα φανελάκια πάνω στα ηλιοκαμένα μέλη τους, να τριγυρνούν πίνοντας κρυφά ουίσκι που το έκρυβαν κάτω από τα κρεβάτια τους. Έλεγαν χαζομάρες και χασκογελούσαν. Καμιά φορά κιόλας μάλωναν κι αρπάζονταν στα χέρια. Πράγματα αδιανόητα γι’ αυτόν, ένα χωριατόπαιδο, που από νωρίς είχε μπει στην πειθαρχία της Σχολής. Πολλές φορές, καθώς στεκόταν στο παράθυρο, κι αφού τα φώτα απέναντι στους θαλάμους είχαν πια σβήσει, εκείνος εξακολουθούσε να στέκεται εκεί και να φαντάζεται τους άντρες ξαπλωμένους στα κρεβάτια τους να μιλάνε ψιθυριστά. Άραγε, τι μπορούσε να λένε;

Μένης Κουμανταρέας: Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (Κέδρος, 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου