.
..Λαπαθιώτης αυτοβιογραφούμενος
Από τη Μ. Θεοδοσοπούλου (Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 27/11/2009)
Από τη Μ. Θεοδοσοπούλου (Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 27/11/2009)
...Ναπολέων Λαπαθιώτης: Η ζωή μου
...Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας
...φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα
...Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας
...φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα
Με την επανέκδοση της αυτοβιογραφίας του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη συναντιούνται και πάλι στην αγορά δύο βιβλία που φέρουν τον ίδιο τίτλο, «Η Ζωή μου». Του Λαπαθιώτη, που είχε πρωτοεκδοθεί το 1986 και ήταν από καιρό εξαντλημένο, δίπλα στου Βικέλα, που έχει εκδοθεί πολλαπλώς και από διαφορετικούς εκδότες.
Συμπτωματικά, και οι δύο συγγραφείς, στις αυτοβιογραφίες τους, πρόλαβαν να καλύψουν τα 29 πρώτα χρόνια της ζωής τους. Τον πρώτο τον ανέκοψε η κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τον δεύτερο ο θάνατός του. Πάντως, και οι δύο κατά τη συγγραφή είναι προφανές πως έχουν κατά νου ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γράφουν, ωστόσο, τις αυτοβιογραφίες τους σε διαφορετική ηλικία. Περασμένα τα 65 ξεκίνησε τη συγγραφή ο Βικέλας, συνεχίζοντας μέχρι τον θάνατό του, στα 72 του. Ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν στα 52. Και οι δύο αυτοβιογραφίες δημοσιεύτηκαν κοντά στον χρόνο της συγγραφής τους. Αμέσως μετά τον θάνατό του, στις 7 Ιουλίου 1908, μέσα στον ίδιο χρόνο, του Βικέλα. Το 1940, ενόσω γραφόταν, του Λαπαθιώτη, σε συνέχειες, από τις 28 Απριλίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Μπουκέτο».
Κατά τ' άλλα, οι βίοι του Βικέλα και του Λαπαθιώτη διαφέρουν. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί απέχουν οι κοινωνικές συνθήκες και γενικότερα, οι εποχές που έζησαν, αλλά και γιατί πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, με μοναδικό ίσως κοινό σημείο την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή τους, την οποία και αναδεικνύει η αυτοβιογράφηση. Παρ' όλα αυτά, μέσα από την ανάγνωση των αυτοβιογραφιών προβάλλουν ορισμένες ομοιότητες, που δείχνουν ότι στάθηκαν καθοριστικές, και ακόμη, κάποιες συμπτώσεις, που μας φαίνονται «νόστιμες», για να χρησιμοποιήσουμε ένα επίθετο που αρέσει στον Λαπαθιώτη. Και οι δύο ήταν γόνοι καλών οικογενειών κι έτυχαν ιδιαίτερα προσεγμένης παιδείας. Και οι δύο έγραφαν παιδιόθεν στίχους και επέδειξαν από νωρίς αγάπη για τη λογοτεχνία, αλλά δεν σπούδασαν φιλολογία. Κυρίως, όμως, και οι δύο υπεραγαπούσαν τη μητέρα τους, μένοντας διά βίου εξαρτημένοι από αυτήν. Κατά σύμπτωση, πέθαναν και οι δύο εφτά χρόνια μετά τον δικό της θάνατό. Πρόκειται για τη Σμαράγδα Μελά και τη Βασιλική Παπαδοπούλου. Η πρώτη συνδέεται με εξ αίματος συγγένεια με τη γνωστή οικογένεια Μιχαήλ Μελά, ενώ η δεύτερη είναι εγγονή του μεσολογγίτη αγωνιστή Γιαννάκη Ραζηκότσικα, που πρωτοστάτησε στην Εξοδο της πόλης, δίπλα στον μεγάλο του αδελφό Θανάση, τον ηρωικώς πεσόντα «Αρχηγό των εντοπίων». Είναι δύο γυναίκες με καλή μόρφωση, που λάτρευαν τους γιους τους: τον πρωτότοκο της οικογένειας Βικέλα και το μοναχοπαίδι που ήταν ο Λαπαθιώτης. Οι αυτοβιογραφίες δείχνουν τον βαθμό που οι δύο γυναίκες συνέβαλαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.
Εκτός, όμως, από τη μητρική παρουσία, στον παιδικό κόσμο πρωτοστατούν οι συγγενείς από την πλευρά της, που τυχαίνει να ανήκουν σε ισχυρές οικογένειες. Ο Λαπαθιώτης, μάλιστα, από την πλευρά της μητέρας του συγγενεύει και με τους Τρικούπηδες, αφού ο Γιαννάκης Ραζηκότσικας είχε παντρευτεί την αδελφή του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιγραφές της αυτοβιογραφίας του είναι το προσκύνημα του νεκρού Χαρίλαου Τρικούπη, στην οικία Τρικούπη, ένα από τα πολλά αρχοντικά της Αθήνας που ανασταίνει. Και οι δύο αυτοβιογράφοι έτρεφαν ιδιαίτερη αδυναμία στις «μεγάλες» θείες τους, τις αδελφές της γιαγιάς τους, και πάλι από την πλευρά της μητέρας τους. Στις αναμνήσεις του ο Βικέλας επανέρχεται συχνά στην Ευφροσύνη Μαύρου, ενώ ο Λαπαθιώτης γράφει πως γεννήθηκε στα χέρια της «θείτσας» του και πως, μεγαλώνοντας, περνούσε πολύ καιρό στο σπίτι της. Μόνον που εκ παραδρομής -αν δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος του περιοδικού- την αναφέρει ως πρώτη εξαδέλφη του Σπυρίδωνα Τρικούπη αντί του Χαρίλαου. Ενα άλλο αγαπητό του πρόσωπο είναι ο νουνός του, ο ναύαρχος Γιάννης Ραζηκότσικας, στον οποίο οφείλει και την πρώιμη ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Με τις δύο μηχανές Κόντακ, μια μικρή και μια με φυσαρμόνικα, που του έφερε δώρο από την Αγγλία, και δάσκαλο έναν οικογενειακό φίλο, εξελίχτηκε σε παθιασμένο ερασιτέχνη φωτογράφο. Αλλωστε, πάθος επιδείκνυε ο Λαπαθιώτης σε ό,τι κι αν καταπιανόταν, αρκεί αυτό να μην ήταν επιβεβλημένο.
Και για να επικεντρωθούμε στον Λαπαθιώτη, στην αυτοβιογραφία του δεν πρωταγωνιστεί μόνον η μητέρα του αλλά και ο πατέρας του, ο κυπριακής καταγωγής Λεωνίδας Λαπαθιώτης. Καθόλου απόμακρος, όπως εκείνος του Βικέλα, διηγείται παραμύθια στον γιο του, τον γεμίζει δώρα και υποχωρεί στα καπρίτσιά του. Για να τον υπερασπιστεί, φτάνει να τραβήξει το αυτί του διευθυντή του σχολείου, προκαλώντας σκάνδαλο. Καίτοι στρατιωτικός, συνεργεί στην απαλλαγή του γιου του από το μάθημα της γυμναστικής και σε ευνοϊκή μεταχείριση κατά τη στρατιωτική του θητεία. Ο Λαπαθιώτης δίνει στοιχεία για τη σταδιοδρομία και την πολιτική ανάμειξη επί Βενιζέλου του πατέρα του, ο οποίος υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία στρατιωτικού. Είναι προφανές πως, με κάθε ευκαιρία, τον εξαίρει. Γενικότερα, όμως, στέκεται γενναιόδωρος με τα πρόσωπα της ζωής του, ιδιαίτερα τους οικείους του και τους στενούς του φίλους.
Οπως και να έχει, ακριβολόγος και διαθέτοντας καλή μνήμη, γίνεται με την αυτοβιογραφία του πολύτιμος μάρτυρας της εποχής του. Ιδίως του λογοτεχνικού χώρου, καθώς περιγράφει εν εκτάσει τις συντροφιές κάποιων βραχύβιων περιοδικών και τις λογοτεχνικές παρέες ορισμένων, κεντρικών, τότε, καφενείων. Εκείνο που αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σημασία είναι η συγχρονική εικόνα των προσώπων, που σκιαγραφεί, συχνά διαφορετική της καθιερωμένης, αφού τους περισσότερους, που είναι και συνομήλικοί του, τους γνώρισε σε ένα πρώιμο στάδιο, πριν από την καθιέρωσή τους. Πάντως, όταν αναφέρεται σε λογοτεχνικά σκάνδαλα, στα οποία ο ίδιος αναμείχθηκε, δείχνει προσεκτικός. Φροντίζει να δημιουργεί εντυπώσεις, αν όχι ευνοϊκές, σίγουρα όμως συμβατές με τους κρατούντες στην εποχή του ηθικούς κανόνες.
Στο πρώτο, το εισαγωγικού χαρακτήρα κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας, ο Λαπαθιώτης δίνει τον τίτλο «Το παραμύθι». Και πράγματι, σαν σε παραμύθι συνεχίζει, στρογγυλεύοντας όσα μπορεί να ενοχλήσουν. Ανάλαφρο και ανεπαίσθητα ειρωνικό το ύφος της αυτοβιογράφησης, κινείται σε τόνο εκμυστήρευσης. Σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζει τη μελαγχολική διάθεση, που τον κατέχει μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 1937. Μόνο στην τελευταία παράγραφο, που δείχνει σαν μια εσπευσμένη κατακλείδα, δηλώνει τη ματαίωση των ελπίδων και την παραίτησή του από τη ζωή.
Ενα στοιχείο της ψυχοσύνθεσής του, έκδηλο στην αυτοβιογραφία, είναι η υπερβολική του ευαισθησία, που δεν φαίνεται να ατονεί με τα χρόνια. Συγκινείται εύκολα, συχνά μέχρι δακρύων. Κατατρύχεται από αίσθημα κινδύνου, στα όρια να τον καταλαμβάνει τρόμος. Αγαπά τα λουλούδια και τα ζώα, στο σημείο να μισεί το Πάσχα και την Πρωτομαγιά λόγω των βάρβαρων εθίμων του σφαγιασμού αμνών και ανθέων. Ως επιτομή της ευαισθησίας του θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ισχυρός δεσμός του με τη μουσική, την οποία και ανακηρύσσει κορυφαία των Τεχνών. Εχοντας κατά νου το αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, δεν αναπτύσσει τις αισθητικές του θεωρίες. Διατυπώνει μόνο, κι αυτό επιγραμματικά, το ποιητικό του «πιστεύω», δηλώνοντας ότι ο στίχος του ανέκαθεν υπήρξε περισσότερο μια μουσική προσπάθεια, μια ηχητική υποβολή, παρά ειρμός και λογική συνέπεια. Καλό είναι η διατύπωση να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ποικίλους μελετητές, που κρατούν ανοιχτούς λογαριασμούς και τακτοποιούν φιλολογικά το θέμα της μεσοπολεμικής ποίησης.
Η αυτοβιογραφία του πιστεύουμε πως αποκαλύπτει και ένα πεζογραφικό ταλέντο, διαφορετικό από εκείνο των πεζών του. Κι αυτό διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, στις περιγραφές της Αθήνας και των ταξιδιών του στην υπόλοιπη Ελλάδα και την Αίγυπτο, ακολουθώντας τις μετακινήσεις του πατέρα του.
Συνεργάτης του «Μπουκέτου» από το πρώτο του τεύχος, ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε σε αυτό την αυτοβιογραφία, καθώς και ένα μέρος του ποιητικού και πεζογραφικού του έργου. Ομως, οι συνομήλικοί του λόγιοι όσο και οι κατοπινοί φιλόλογοι φαίνεται πως σνόμπαραν το «Μπουκέτο», θεωρώντας το αμιγώς λαϊκό και ουδόλως λογοτεχνικό περιοδικό. Ισως γι' αυτό, από τον Λαπαθιώτη του «Μπουκέτου» έχουν εκδοθεί μόνον η αυτοβιογραφία και η νουβέλα του «Το τάμα της Ανθούλας». Και τα δύο από τον Γιάννη Παπακώστα, που βρίσκεται κοντά μία τριακονταετία «επί τα ίχνη» παλαιότερων συγγραφέων, από την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου μέχρι τον Μανώλη Μαγκάκη, φίλο τού Λαπαθιώτη. Περισσότερα, αλλού και με άλλη ευκαιρία.
Συμπτωματικά, και οι δύο συγγραφείς, στις αυτοβιογραφίες τους, πρόλαβαν να καλύψουν τα 29 πρώτα χρόνια της ζωής τους. Τον πρώτο τον ανέκοψε η κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τον δεύτερο ο θάνατός του. Πάντως, και οι δύο κατά τη συγγραφή είναι προφανές πως έχουν κατά νου ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γράφουν, ωστόσο, τις αυτοβιογραφίες τους σε διαφορετική ηλικία. Περασμένα τα 65 ξεκίνησε τη συγγραφή ο Βικέλας, συνεχίζοντας μέχρι τον θάνατό του, στα 72 του. Ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν στα 52. Και οι δύο αυτοβιογραφίες δημοσιεύτηκαν κοντά στον χρόνο της συγγραφής τους. Αμέσως μετά τον θάνατό του, στις 7 Ιουλίου 1908, μέσα στον ίδιο χρόνο, του Βικέλα. Το 1940, ενόσω γραφόταν, του Λαπαθιώτη, σε συνέχειες, από τις 28 Απριλίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Μπουκέτο».
Κατά τ' άλλα, οι βίοι του Βικέλα και του Λαπαθιώτη διαφέρουν. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί απέχουν οι κοινωνικές συνθήκες και γενικότερα, οι εποχές που έζησαν, αλλά και γιατί πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, με μοναδικό ίσως κοινό σημείο την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή τους, την οποία και αναδεικνύει η αυτοβιογράφηση. Παρ' όλα αυτά, μέσα από την ανάγνωση των αυτοβιογραφιών προβάλλουν ορισμένες ομοιότητες, που δείχνουν ότι στάθηκαν καθοριστικές, και ακόμη, κάποιες συμπτώσεις, που μας φαίνονται «νόστιμες», για να χρησιμοποιήσουμε ένα επίθετο που αρέσει στον Λαπαθιώτη. Και οι δύο ήταν γόνοι καλών οικογενειών κι έτυχαν ιδιαίτερα προσεγμένης παιδείας. Και οι δύο έγραφαν παιδιόθεν στίχους και επέδειξαν από νωρίς αγάπη για τη λογοτεχνία, αλλά δεν σπούδασαν φιλολογία. Κυρίως, όμως, και οι δύο υπεραγαπούσαν τη μητέρα τους, μένοντας διά βίου εξαρτημένοι από αυτήν. Κατά σύμπτωση, πέθαναν και οι δύο εφτά χρόνια μετά τον δικό της θάνατό. Πρόκειται για τη Σμαράγδα Μελά και τη Βασιλική Παπαδοπούλου. Η πρώτη συνδέεται με εξ αίματος συγγένεια με τη γνωστή οικογένεια Μιχαήλ Μελά, ενώ η δεύτερη είναι εγγονή του μεσολογγίτη αγωνιστή Γιαννάκη Ραζηκότσικα, που πρωτοστάτησε στην Εξοδο της πόλης, δίπλα στον μεγάλο του αδελφό Θανάση, τον ηρωικώς πεσόντα «Αρχηγό των εντοπίων». Είναι δύο γυναίκες με καλή μόρφωση, που λάτρευαν τους γιους τους: τον πρωτότοκο της οικογένειας Βικέλα και το μοναχοπαίδι που ήταν ο Λαπαθιώτης. Οι αυτοβιογραφίες δείχνουν τον βαθμό που οι δύο γυναίκες συνέβαλαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.
Εκτός, όμως, από τη μητρική παρουσία, στον παιδικό κόσμο πρωτοστατούν οι συγγενείς από την πλευρά της, που τυχαίνει να ανήκουν σε ισχυρές οικογένειες. Ο Λαπαθιώτης, μάλιστα, από την πλευρά της μητέρας του συγγενεύει και με τους Τρικούπηδες, αφού ο Γιαννάκης Ραζηκότσικας είχε παντρευτεί την αδελφή του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιγραφές της αυτοβιογραφίας του είναι το προσκύνημα του νεκρού Χαρίλαου Τρικούπη, στην οικία Τρικούπη, ένα από τα πολλά αρχοντικά της Αθήνας που ανασταίνει. Και οι δύο αυτοβιογράφοι έτρεφαν ιδιαίτερη αδυναμία στις «μεγάλες» θείες τους, τις αδελφές της γιαγιάς τους, και πάλι από την πλευρά της μητέρας τους. Στις αναμνήσεις του ο Βικέλας επανέρχεται συχνά στην Ευφροσύνη Μαύρου, ενώ ο Λαπαθιώτης γράφει πως γεννήθηκε στα χέρια της «θείτσας» του και πως, μεγαλώνοντας, περνούσε πολύ καιρό στο σπίτι της. Μόνον που εκ παραδρομής -αν δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος του περιοδικού- την αναφέρει ως πρώτη εξαδέλφη του Σπυρίδωνα Τρικούπη αντί του Χαρίλαου. Ενα άλλο αγαπητό του πρόσωπο είναι ο νουνός του, ο ναύαρχος Γιάννης Ραζηκότσικας, στον οποίο οφείλει και την πρώιμη ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Με τις δύο μηχανές Κόντακ, μια μικρή και μια με φυσαρμόνικα, που του έφερε δώρο από την Αγγλία, και δάσκαλο έναν οικογενειακό φίλο, εξελίχτηκε σε παθιασμένο ερασιτέχνη φωτογράφο. Αλλωστε, πάθος επιδείκνυε ο Λαπαθιώτης σε ό,τι κι αν καταπιανόταν, αρκεί αυτό να μην ήταν επιβεβλημένο.
Και για να επικεντρωθούμε στον Λαπαθιώτη, στην αυτοβιογραφία του δεν πρωταγωνιστεί μόνον η μητέρα του αλλά και ο πατέρας του, ο κυπριακής καταγωγής Λεωνίδας Λαπαθιώτης. Καθόλου απόμακρος, όπως εκείνος του Βικέλα, διηγείται παραμύθια στον γιο του, τον γεμίζει δώρα και υποχωρεί στα καπρίτσιά του. Για να τον υπερασπιστεί, φτάνει να τραβήξει το αυτί του διευθυντή του σχολείου, προκαλώντας σκάνδαλο. Καίτοι στρατιωτικός, συνεργεί στην απαλλαγή του γιου του από το μάθημα της γυμναστικής και σε ευνοϊκή μεταχείριση κατά τη στρατιωτική του θητεία. Ο Λαπαθιώτης δίνει στοιχεία για τη σταδιοδρομία και την πολιτική ανάμειξη επί Βενιζέλου του πατέρα του, ο οποίος υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία στρατιωτικού. Είναι προφανές πως, με κάθε ευκαιρία, τον εξαίρει. Γενικότερα, όμως, στέκεται γενναιόδωρος με τα πρόσωπα της ζωής του, ιδιαίτερα τους οικείους του και τους στενούς του φίλους.
Οπως και να έχει, ακριβολόγος και διαθέτοντας καλή μνήμη, γίνεται με την αυτοβιογραφία του πολύτιμος μάρτυρας της εποχής του. Ιδίως του λογοτεχνικού χώρου, καθώς περιγράφει εν εκτάσει τις συντροφιές κάποιων βραχύβιων περιοδικών και τις λογοτεχνικές παρέες ορισμένων, κεντρικών, τότε, καφενείων. Εκείνο που αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σημασία είναι η συγχρονική εικόνα των προσώπων, που σκιαγραφεί, συχνά διαφορετική της καθιερωμένης, αφού τους περισσότερους, που είναι και συνομήλικοί του, τους γνώρισε σε ένα πρώιμο στάδιο, πριν από την καθιέρωσή τους. Πάντως, όταν αναφέρεται σε λογοτεχνικά σκάνδαλα, στα οποία ο ίδιος αναμείχθηκε, δείχνει προσεκτικός. Φροντίζει να δημιουργεί εντυπώσεις, αν όχι ευνοϊκές, σίγουρα όμως συμβατές με τους κρατούντες στην εποχή του ηθικούς κανόνες.
Στο πρώτο, το εισαγωγικού χαρακτήρα κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας, ο Λαπαθιώτης δίνει τον τίτλο «Το παραμύθι». Και πράγματι, σαν σε παραμύθι συνεχίζει, στρογγυλεύοντας όσα μπορεί να ενοχλήσουν. Ανάλαφρο και ανεπαίσθητα ειρωνικό το ύφος της αυτοβιογράφησης, κινείται σε τόνο εκμυστήρευσης. Σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζει τη μελαγχολική διάθεση, που τον κατέχει μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 1937. Μόνο στην τελευταία παράγραφο, που δείχνει σαν μια εσπευσμένη κατακλείδα, δηλώνει τη ματαίωση των ελπίδων και την παραίτησή του από τη ζωή.
Ενα στοιχείο της ψυχοσύνθεσής του, έκδηλο στην αυτοβιογραφία, είναι η υπερβολική του ευαισθησία, που δεν φαίνεται να ατονεί με τα χρόνια. Συγκινείται εύκολα, συχνά μέχρι δακρύων. Κατατρύχεται από αίσθημα κινδύνου, στα όρια να τον καταλαμβάνει τρόμος. Αγαπά τα λουλούδια και τα ζώα, στο σημείο να μισεί το Πάσχα και την Πρωτομαγιά λόγω των βάρβαρων εθίμων του σφαγιασμού αμνών και ανθέων. Ως επιτομή της ευαισθησίας του θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ισχυρός δεσμός του με τη μουσική, την οποία και ανακηρύσσει κορυφαία των Τεχνών. Εχοντας κατά νου το αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, δεν αναπτύσσει τις αισθητικές του θεωρίες. Διατυπώνει μόνο, κι αυτό επιγραμματικά, το ποιητικό του «πιστεύω», δηλώνοντας ότι ο στίχος του ανέκαθεν υπήρξε περισσότερο μια μουσική προσπάθεια, μια ηχητική υποβολή, παρά ειρμός και λογική συνέπεια. Καλό είναι η διατύπωση να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ποικίλους μελετητές, που κρατούν ανοιχτούς λογαριασμούς και τακτοποιούν φιλολογικά το θέμα της μεσοπολεμικής ποίησης.
Η αυτοβιογραφία του πιστεύουμε πως αποκαλύπτει και ένα πεζογραφικό ταλέντο, διαφορετικό από εκείνο των πεζών του. Κι αυτό διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, στις περιγραφές της Αθήνας και των ταξιδιών του στην υπόλοιπη Ελλάδα και την Αίγυπτο, ακολουθώντας τις μετακινήσεις του πατέρα του.
Συνεργάτης του «Μπουκέτου» από το πρώτο του τεύχος, ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε σε αυτό την αυτοβιογραφία, καθώς και ένα μέρος του ποιητικού και πεζογραφικού του έργου. Ομως, οι συνομήλικοί του λόγιοι όσο και οι κατοπινοί φιλόλογοι φαίνεται πως σνόμπαραν το «Μπουκέτο», θεωρώντας το αμιγώς λαϊκό και ουδόλως λογοτεχνικό περιοδικό. Ισως γι' αυτό, από τον Λαπαθιώτη του «Μπουκέτου» έχουν εκδοθεί μόνον η αυτοβιογραφία και η νουβέλα του «Το τάμα της Ανθούλας». Και τα δύο από τον Γιάννη Παπακώστα, που βρίσκεται κοντά μία τριακονταετία «επί τα ίχνη» παλαιότερων συγγραφέων, από την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου μέχρι τον Μανώλη Μαγκάκη, φίλο τού Λαπαθιώτη. Περισσότερα, αλλού και με άλλη ευκαιρία.
.
Ημερολόγιο νυχτερινής ανάγνωσης της ζωής του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη
Από τον Φώτη Θαλασσινό (Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 5/2/2010)
Από τον Φώτη Θαλασσινό (Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 5/2/2010)
Εκείνο που μ' αρέσει στον τρόπο που βιογραφεί τη ζωή του ο καλός ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, είναι πως δεν διαπερνούν τα κείμενά του αξίες και λέξεις που τονίζουν τις διαφορές του περιβάλλοντος στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε, με την πλειονότητα των πολιτών της Αθήνας της εποχής του.
Διαβλέπω ήδη στην παιδική του ηλικία την ευαισθησία εκείνη και την ευσπλαχνία που τον καθιστά σπουδαίο άνθρωπο κατ' αρχάς, και όχι μόνο καλλιτέχνη. Δεν είναι μια εξιδανικευμένη βιογραφία, ακριβώς γιατί τσαλακώνει την εικόνα του γόνου ενός αξιωματικού και μίας εύπορης γυναίκας με την άρνηση των λεκτικών σχημάτων ενός εξεζητημένου αισθητισμού ή την εμφάνισή του ως κάποιου δανδή. Ο ποιητής γράφει τη βιογραφία του έχοντας τη σοφία και την κατανόηση, τη γνώση της εξισωτικής ματαιότητας που δεν διακρίνει τον άνθρωπο σε τάξεις. Ο ανθρώπινος πόνος, μόχθος, έρωτας και θάνατος είναι σε όλες τις εκφάνσεις του ίδιος. Στη βιογραφία του ο αναγνώστης κατανοεί ίσως την περιδίνηση του συγγραφέα στα πάθη της ζωής, χωρίς να γίνεται νύξη σε κάποιο από αυτά. Υποφώσκουν κάτω από την αναφανδόν διήγηση της λατρείας του για τα ζώα. Η σχέση του με τις γάτες και τα πουλιά, τα «γατάκια» και τα «πουλάκια», τον φέρνει διαρκώς αναδυόμενο μπροστά μας κι ετοιμόρροπο συνάμα. Τρωτό και αναιώνιο, να χαράζει τις διαδρομές μιας ασκητικής ολότελα δικής του και μεγάλης.
Το βιβλίο διαβάζεται σαν γλαφυρό απαύγασμα σοφίας. Η αίσθηση της νοσταλγικής παρέλευσης του χρόνου, που μυθοποιεί ανθρώπους και συμβάντα της ζωής τού συγγραφέα, είναι εδώ όπως και στην ποίησή του. Τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, ποιήματα του αμετάκλητα χαμένου, αντηχούν και μέσα στις σελίδες τούτου του βιβλίου. Το ύφος τους, αυτό που έδωσε στο συγκρότημα των Domenica την έμπνευση για τη σύνθεση μερικών πολύ αγαπημένων τραγουδιών, εντοπίζεται αδιάλειπτα κι εδώ, σ' αυτό το κατ' επίφαση μεγάλο πεζογράφημα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη εδώ ο αναγνώστης του Λαπαθιώτη θα συναντήσει μιαν άλλη, εξίσου γοητευτική εκδοχή του ποιητικού του λόγου. Παρεκτός της ποιητικής συνιστώσας που εντοπίζεται αυτούσια, στη δύναμη του κειμένου συνεισφέρει και η συνιστώσα της ιστορικής ανάπλασης της Αθήνας τής εποχής. Μιας εποχής (τέλη του 19ου με μέσα του 20ού αιώνα) βιωμένης από τον Λαπαθιώτη έντονα ήδη από τα παιδικά του χρόνια κι εξαιτίας της συμμετοχής τού πατέρα του στα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Αντί να συναντάμε τον Λαπαθιώτη επίγονο και πολεμοχαρή διάδοχο του αξιωματικού πατρός, συναντάμε ένα ανυπότακτο πνεύμα που δεν επαναπαύεται ολοκληρωτικά στις κεκτημένες των γονέων του ανέσεις.
Ο συγγραφέας ασχολείται περισσότερο με δύο κυρίως πράγματα. Με τον αντίκτυπο στη ζωή τη δική του της ζωής του πατέρα του και με την ποίηση γενικότερα της εποχής του. Ο πατέρας του έφτασε μέχρι και το αξίωμα του υπουργού και πολλές γνωριμίες του ποιητή προέρχονται από την έντονη κοινωνική δραστηριότητα του μορφωμένου πατέρα του. Διακρίνω κάποιο θαυμασμό προς αυτόν τον γονέα ιδιαίτερης υφής. Τον θαυμάζει για την αμερόληπτη στάση σε πολλά γεγονότα που σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία. Δεν τον ζει, μόνο νιώθει την πατρική φιγούρα στον απόηχο των ιστορικών γεγονότων ή αισθάνεται τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα του σπιτιού να εντείνεται με κάθε ταραχή ή μεγάλη χαρά. Φωτίζει επίσης στιγμές του βίου τού πατέρα που καθόρισαν κατά κάποιον τρόπο τις ομότροπες δικές του εμπειρίες. Εμπειρίες στις οποίες η Ελλάδα εμφανίζεται πιο τρυφερή στα παιδιά υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, εύθραυστος σε βαθμό υπερβολικό, ευγνωμονεί τον πατέρα του για εκείνες τις δύσκολες στιγμές που η δύναμή του αναμόρφωνε σε απλά εμπόδια ή σε μικρό αριθμό κινήσεων για την υπερφαλάγγιση τέτοιων προβλημάτων και κόπων. Ο ποιητής κατ' ουσία και αναγκαστικά υπήρξε ένα αναρριχώμενο φυτό που για να ανθίσει και να αναπτυχθεί πάντα χρειάζεται τον ισχυρό και σταθερό δεσμό του με τον άξονα ανέλιξης. Τέτοια ήταν του Ναπολέοντος η σχέση του με τον πατέρα του. Σε όλη την έκταση του κειμένου η ευαισθησία του δεν τον αφήνει να ανασαίνει για πολύ έξω από τα προστατευτικά γαλήνια νερά της πατρικής ψυχής. Για όσα χρόνια κάλυπτε το κείμενο δεν δυνάμωσαν ποτέ τα ζεύγη των δικών του των φτερών.
Οι αναφορές στη μητέρα του είναι πιο μικρές, αλλά εξίσου σημαντικές, για να διαφανεί εδώ, όπως με τον πατέρα του, η ίδια σχέση προστασίας. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν θα μπορούσε, λόγω της ασθενικής του κρίσης, να αναπτυχθεί σε κλίματα διαφορετικά από τα πατρογονικά του. Ηταν εξαιρετικά ευαίσθητος. Οπως και τα «πουλάκια» του, με τσακισμένα τα φτερά του. Είχε αφήσει σ' έναν ξένο μηχανισμό να του κινεί το σώμα. Κουράστηκε...
Η ελευθερία του ήταν αναφαίρετη στις νυχτερινές του βόλτες. Τότε που διακαιόταν για τους «άνομους» πόθους του κι έβρισκε στη νύχτα έναν σύμμαχο για τη δική του νύχτια πλευρά. Τότε που έσπαζε τις αλυσίδες των κοινωνικών του δεσμωτών και τα κοινωνικά χαμόγελα το πρόσωπό του δεν κατείχαν. Το πρόσωπό του έλαμπε - κρυστάλλινος αντικατοπτρισμός των μύχιων ορέξεών του. Της πόλεως η περιδιάβαση γινόταν τότε μια συναισθηματική μυσταγωγία, ένας χορός υπέρβασης στα βήματα στροβιλιζόμενων δερβίσηδων του έρωτα. Τις νύχτες του ο ποιητής γινόταν σαν τη νυχτερίδα σιωπηλός. Το πέταγμά του, αθόρυβο, σαν λίκνισμα χορευτικό στις εσχατιές της πόλης της Αθήνας και αλλού. Ιδιο τρόπο ζωής ακολουθούσε και στην Αίγυπτο και στη Θεσσαλονίκη. Δύο ταξίδια που αναλύει εξαιρετικά μέσα στο κείμενο αυτό. Στην Αλεξάνδρεια συνάντησε δύο φορές και τον Καβάφη.
Τα φιλολογικά περιοδικά, οι παρέες του με ποιητές και συγγραφείς, οι αψιμαχίες και τα σκανδαλώδη του ποιήματα καταλαμβάνουν στην αφηγηματική τους εξιστόρηση το μεγαλύτερο μέρος της ευσύνοπτης απόπειρας βιογραφίας του ποιητή. Στις σελίδες αυτές ονοματίζονται και σκιαγραφούνται αμυδρά προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών, λιγότερο ή περισσότερο γνωστές ώς και τις μέρες μας. Βλέπουμε ένα παλλόμενο και διαρκώς μεταλλασσόμενο σύνολο ανθρώπων να ζυμώνεται και να ανασταίνει ή να ενταφιάζει τις ιδέες και τα οράματά του για τον κόσμο. Μια διαρκής διακίνηση ιδεών μέσα από τα συγκοινωνούντα δοχεία των διαφόρων περιοδικών, με άλλους υποστηρικτές και καλλιτέχνες το καθένα. Βλέπουμε μια πιο διαδραστική μορφή της τέχνης του λόγου, πιο φιλική και δεκτική σε διαλόγους και πειραματισμούς. Λιγότερο ερμητική κι εσωστρεφής απ' όσο στις μέρες μας. Παρά τις έριδες, στο εσωτερικό τέτοιων ομάδων των καλλιτεχνών η αθωότητα ξεχείλιζε, με εμφάνεια. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα αντιληφθεί την ποίηση της τότε εποχής σαν το παιχνίδι των ωραίων ενηλίκων. Ο ανταγωνισμός ήταν παιδικός και ανυστερόβουλος. Υπήρχε πίστη. Πάθος εφηβικό για το ιδανικό της ποίησης.
Θέλω να τελειώσω με την επισήμανση της εξαιρετικής και αξιέπαινης δουλειάς του φιλολόγου Γιάννη Παπακώστα. Ο Παπακώστας γεφυρώνει τα κενά ανάμεσα στην εποχή μας και στην εποχή του Λαπαθιώτη. Συμπληρώνει και ολοκληρώνει την ιστορική ανασύσταση της εποχής με σημαντικές επεξηγηματικές πληροφορίες. Γράφει σε γενναιόδωρες υποσημειώσεις για τα πρόσωπα που ο ποιητής φωτίζει και δίνει μια πνοή ζωής σε ξεχασμένους ποιητές. Σε καλλιτέχνες που σαν το κάρβουνο κόρωσαν για να σβήσουν υστερότερα. Ο Παπακώστας τούς τυλίγει με την αίγλη μυστηρίου... Βίοι ανεξιχνίαστοι. Ανάμεσα στην ιστορία και στη μαγική ανωνυμία μοιρασμένοι.
Διαβλέπω ήδη στην παιδική του ηλικία την ευαισθησία εκείνη και την ευσπλαχνία που τον καθιστά σπουδαίο άνθρωπο κατ' αρχάς, και όχι μόνο καλλιτέχνη. Δεν είναι μια εξιδανικευμένη βιογραφία, ακριβώς γιατί τσαλακώνει την εικόνα του γόνου ενός αξιωματικού και μίας εύπορης γυναίκας με την άρνηση των λεκτικών σχημάτων ενός εξεζητημένου αισθητισμού ή την εμφάνισή του ως κάποιου δανδή. Ο ποιητής γράφει τη βιογραφία του έχοντας τη σοφία και την κατανόηση, τη γνώση της εξισωτικής ματαιότητας που δεν διακρίνει τον άνθρωπο σε τάξεις. Ο ανθρώπινος πόνος, μόχθος, έρωτας και θάνατος είναι σε όλες τις εκφάνσεις του ίδιος. Στη βιογραφία του ο αναγνώστης κατανοεί ίσως την περιδίνηση του συγγραφέα στα πάθη της ζωής, χωρίς να γίνεται νύξη σε κάποιο από αυτά. Υποφώσκουν κάτω από την αναφανδόν διήγηση της λατρείας του για τα ζώα. Η σχέση του με τις γάτες και τα πουλιά, τα «γατάκια» και τα «πουλάκια», τον φέρνει διαρκώς αναδυόμενο μπροστά μας κι ετοιμόρροπο συνάμα. Τρωτό και αναιώνιο, να χαράζει τις διαδρομές μιας ασκητικής ολότελα δικής του και μεγάλης.
Το βιβλίο διαβάζεται σαν γλαφυρό απαύγασμα σοφίας. Η αίσθηση της νοσταλγικής παρέλευσης του χρόνου, που μυθοποιεί ανθρώπους και συμβάντα της ζωής τού συγγραφέα, είναι εδώ όπως και στην ποίησή του. Τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, ποιήματα του αμετάκλητα χαμένου, αντηχούν και μέσα στις σελίδες τούτου του βιβλίου. Το ύφος τους, αυτό που έδωσε στο συγκρότημα των Domenica την έμπνευση για τη σύνθεση μερικών πολύ αγαπημένων τραγουδιών, εντοπίζεται αδιάλειπτα κι εδώ, σ' αυτό το κατ' επίφαση μεγάλο πεζογράφημα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη εδώ ο αναγνώστης του Λαπαθιώτη θα συναντήσει μιαν άλλη, εξίσου γοητευτική εκδοχή του ποιητικού του λόγου. Παρεκτός της ποιητικής συνιστώσας που εντοπίζεται αυτούσια, στη δύναμη του κειμένου συνεισφέρει και η συνιστώσα της ιστορικής ανάπλασης της Αθήνας τής εποχής. Μιας εποχής (τέλη του 19ου με μέσα του 20ού αιώνα) βιωμένης από τον Λαπαθιώτη έντονα ήδη από τα παιδικά του χρόνια κι εξαιτίας της συμμετοχής τού πατέρα του στα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Αντί να συναντάμε τον Λαπαθιώτη επίγονο και πολεμοχαρή διάδοχο του αξιωματικού πατρός, συναντάμε ένα ανυπότακτο πνεύμα που δεν επαναπαύεται ολοκληρωτικά στις κεκτημένες των γονέων του ανέσεις.
Ο συγγραφέας ασχολείται περισσότερο με δύο κυρίως πράγματα. Με τον αντίκτυπο στη ζωή τη δική του της ζωής του πατέρα του και με την ποίηση γενικότερα της εποχής του. Ο πατέρας του έφτασε μέχρι και το αξίωμα του υπουργού και πολλές γνωριμίες του ποιητή προέρχονται από την έντονη κοινωνική δραστηριότητα του μορφωμένου πατέρα του. Διακρίνω κάποιο θαυμασμό προς αυτόν τον γονέα ιδιαίτερης υφής. Τον θαυμάζει για την αμερόληπτη στάση σε πολλά γεγονότα που σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία. Δεν τον ζει, μόνο νιώθει την πατρική φιγούρα στον απόηχο των ιστορικών γεγονότων ή αισθάνεται τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα του σπιτιού να εντείνεται με κάθε ταραχή ή μεγάλη χαρά. Φωτίζει επίσης στιγμές του βίου τού πατέρα που καθόρισαν κατά κάποιον τρόπο τις ομότροπες δικές του εμπειρίες. Εμπειρίες στις οποίες η Ελλάδα εμφανίζεται πιο τρυφερή στα παιδιά υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, εύθραυστος σε βαθμό υπερβολικό, ευγνωμονεί τον πατέρα του για εκείνες τις δύσκολες στιγμές που η δύναμή του αναμόρφωνε σε απλά εμπόδια ή σε μικρό αριθμό κινήσεων για την υπερφαλάγγιση τέτοιων προβλημάτων και κόπων. Ο ποιητής κατ' ουσία και αναγκαστικά υπήρξε ένα αναρριχώμενο φυτό που για να ανθίσει και να αναπτυχθεί πάντα χρειάζεται τον ισχυρό και σταθερό δεσμό του με τον άξονα ανέλιξης. Τέτοια ήταν του Ναπολέοντος η σχέση του με τον πατέρα του. Σε όλη την έκταση του κειμένου η ευαισθησία του δεν τον αφήνει να ανασαίνει για πολύ έξω από τα προστατευτικά γαλήνια νερά της πατρικής ψυχής. Για όσα χρόνια κάλυπτε το κείμενο δεν δυνάμωσαν ποτέ τα ζεύγη των δικών του των φτερών.
Οι αναφορές στη μητέρα του είναι πιο μικρές, αλλά εξίσου σημαντικές, για να διαφανεί εδώ, όπως με τον πατέρα του, η ίδια σχέση προστασίας. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν θα μπορούσε, λόγω της ασθενικής του κρίσης, να αναπτυχθεί σε κλίματα διαφορετικά από τα πατρογονικά του. Ηταν εξαιρετικά ευαίσθητος. Οπως και τα «πουλάκια» του, με τσακισμένα τα φτερά του. Είχε αφήσει σ' έναν ξένο μηχανισμό να του κινεί το σώμα. Κουράστηκε...
Η ελευθερία του ήταν αναφαίρετη στις νυχτερινές του βόλτες. Τότε που διακαιόταν για τους «άνομους» πόθους του κι έβρισκε στη νύχτα έναν σύμμαχο για τη δική του νύχτια πλευρά. Τότε που έσπαζε τις αλυσίδες των κοινωνικών του δεσμωτών και τα κοινωνικά χαμόγελα το πρόσωπό του δεν κατείχαν. Το πρόσωπό του έλαμπε - κρυστάλλινος αντικατοπτρισμός των μύχιων ορέξεών του. Της πόλεως η περιδιάβαση γινόταν τότε μια συναισθηματική μυσταγωγία, ένας χορός υπέρβασης στα βήματα στροβιλιζόμενων δερβίσηδων του έρωτα. Τις νύχτες του ο ποιητής γινόταν σαν τη νυχτερίδα σιωπηλός. Το πέταγμά του, αθόρυβο, σαν λίκνισμα χορευτικό στις εσχατιές της πόλης της Αθήνας και αλλού. Ιδιο τρόπο ζωής ακολουθούσε και στην Αίγυπτο και στη Θεσσαλονίκη. Δύο ταξίδια που αναλύει εξαιρετικά μέσα στο κείμενο αυτό. Στην Αλεξάνδρεια συνάντησε δύο φορές και τον Καβάφη.
Τα φιλολογικά περιοδικά, οι παρέες του με ποιητές και συγγραφείς, οι αψιμαχίες και τα σκανδαλώδη του ποιήματα καταλαμβάνουν στην αφηγηματική τους εξιστόρηση το μεγαλύτερο μέρος της ευσύνοπτης απόπειρας βιογραφίας του ποιητή. Στις σελίδες αυτές ονοματίζονται και σκιαγραφούνται αμυδρά προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών, λιγότερο ή περισσότερο γνωστές ώς και τις μέρες μας. Βλέπουμε ένα παλλόμενο και διαρκώς μεταλλασσόμενο σύνολο ανθρώπων να ζυμώνεται και να ανασταίνει ή να ενταφιάζει τις ιδέες και τα οράματά του για τον κόσμο. Μια διαρκής διακίνηση ιδεών μέσα από τα συγκοινωνούντα δοχεία των διαφόρων περιοδικών, με άλλους υποστηρικτές και καλλιτέχνες το καθένα. Βλέπουμε μια πιο διαδραστική μορφή της τέχνης του λόγου, πιο φιλική και δεκτική σε διαλόγους και πειραματισμούς. Λιγότερο ερμητική κι εσωστρεφής απ' όσο στις μέρες μας. Παρά τις έριδες, στο εσωτερικό τέτοιων ομάδων των καλλιτεχνών η αθωότητα ξεχείλιζε, με εμφάνεια. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα αντιληφθεί την ποίηση της τότε εποχής σαν το παιχνίδι των ωραίων ενηλίκων. Ο ανταγωνισμός ήταν παιδικός και ανυστερόβουλος. Υπήρχε πίστη. Πάθος εφηβικό για το ιδανικό της ποίησης.
Θέλω να τελειώσω με την επισήμανση της εξαιρετικής και αξιέπαινης δουλειάς του φιλολόγου Γιάννη Παπακώστα. Ο Παπακώστας γεφυρώνει τα κενά ανάμεσα στην εποχή μας και στην εποχή του Λαπαθιώτη. Συμπληρώνει και ολοκληρώνει την ιστορική ανασύσταση της εποχής με σημαντικές επεξηγηματικές πληροφορίες. Γράφει σε γενναιόδωρες υποσημειώσεις για τα πρόσωπα που ο ποιητής φωτίζει και δίνει μια πνοή ζωής σε ξεχασμένους ποιητές. Σε καλλιτέχνες που σαν το κάρβουνο κόρωσαν για να σβήσουν υστερότερα. Ο Παπακώστας τούς τυλίγει με την αίγλη μυστηρίου... Βίοι ανεξιχνίαστοι. Ανάμεσα στην ιστορία και στη μαγική ανωνυμία μοιρασμένοι.
Και να σκεφτεί κανείς ότι η Θεοδοσοπούλου είναι από τις καλές περιπτώσεις...πού να πάς σε άλλους...
ΑπάντησηΔιαγραφή