19.2.10

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΚΑΡΣΟΝ ΜΑΚ ΚΑΛΕΡΣ

The fiction of the sexually ambiguous Carson McCullers offers
uncomfortable resistance to the social ideal of neat heterosexuality.
.
Η Κάρσον ΜακΚάλλερς ανήκει στην καλύτερη παράδοση της σύγχρονης αμερικανικής πεζογραφίας. Γεννήθηκε στο Κολόμπους της Τζώρτζια το 1917. Κυριότερα έργα της: "Η καρδιά κυνηγάει μονάχη" (1940), "Ανταύγειες σε χρυσό μάτι" (1941), "Πρόσκληση σε γάμο" (1946), που γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και διασκευάστηκε από την ίδια τη συγγραφέα για το θέατρο, και το "Ρολόι χωρίς δείκτες" (1961). Το 1945 παίρνει το Βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, της οποίας χρημάτισε και μέλος, και το 1950 το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης. "Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου" κυκλοφορεί το 1951 και αργότερα διασκευάζεται για το θέατρο από τον Έντουαρντ Άλμπη. Έγραψε πολλά διηγήματα, μεταξύ των οποίων το "Ένα Δέντρο", "Ένας Βράχος", "Ένα Σύννεφο", που συμπεριλήφθηκε σε πολλές ανθολογίες αμερικανικού διηγήματος. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1967. (perizitito.gr)

ΑΝΤΑΥΓΙΕΣ ΣΕ ΧΡΥΣΟ ΜΑΤΙ
Εμπνευσμένη από ένα αιματηρό συμβάν που είχε συμβεί μερικά χρόνια πριν σε μια στρατιωτική βάση της Βόρειας Καρολίνας, η συγγραφέας ταξίδευε την πένα της σε μια αντίστοιχη μονάδα του αμερικανικού Νότου, συναντώντας εκεί έναν καταπιεσμένο σεξουαλικά λοχία που προσπαθεί να κρύψει την ομοφυλοφιλία του πίσω από έναν αποτυχημένο γάμο και μια άπιστη γυναίκα που τον υποβάλλει σε τακτικούς εξευτελισμούς.
Οι μάσκες θα πέσουν, όμως, με τρόπο ηχηρό όταν στη βάση καταφθάνει ένας ελκυστικός νεαρός στρατιώτης που πυροδοτεί τον πόθο στο λοχία, οδηγώντας τον στην προσωπική του εξέγερση και στην τραγική της κατάληξη.
Από τις πρώτες και ελάχιστες φορές που η αμερικανική λογοτεχνία επιχειρούσε να θίξει ανοιχτά το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, το βιβλίο της Μακ Κάλερς αντιμετωπίστηκε αρχικά με επιφύλαξη από την κριτική, στην συνέχεια, όμως, βρήκε αρκετούς ένθερμους υποστηρικτές. Ανάμεσά τους και ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον, που το 1967 μετέφερε το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» στην οθόνη.
Ετσι είδαμε μια από τις πιο υποτιμημένες ερμηνείες του Μάρλον Μπράντο στο ρόλο του λοχία και μια ηλεκτρισμένη παρουσία από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που υποδυόταν τη γυναίκα του. Κι αυτές τις μέρες τις ξαναβλέπουμε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους.
Για το ρόλο του Μπράντο, ο Χιούστον είχε σκεφτεί στην αρχή τον Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η υγεία του ηθοποιού ήταν τότε κλονισμένη και μια προηγούμενη συνεργασία του σκηνοθέτη μαζί του στο «Φρόιντ» δεν είχε λήξει με ευτυχή τρόπο. Ομως, η Τέιλορ, στενή φίλη του Κλιφτ, επέμενε. Ωσπου, τον Ιούλιο του 1966, ο Κλιφτ πέθανε, αφήνοντας την ταινία χωρίς πρωταγωνιστή και την Τέιλορ να απορρίπτει κάθε επόμενο παρτενέρ που της πρότεινε ο σκηνοθέτης: από τον Πάτρικ Ο' Νιλ και τον Λι Μάρβιν μέχρι τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Ο ερχομός του Μπράντο μερικές εβδομάδες αργότερα στην ταινία στάθηκε αποκλειστικά δική της επιλογή, και, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του ηθοποιού, η ερμηνεία του είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους η ταινία κέρδισε δικαιωματικά την καθυστερημένη υστεροφημία της.
Προκειμένου να καταφέρει να αποτυπώσει σε φιλμ κάτι από το ψυχολογικά φορτισμένο και γεμάτο εσωτερικότητα πνεύμα του βιβλίου, ο Χιούστον υπέβαλε τη φωτογραφία και τα χρώματα της ταινίας σε ειδική επεξεργασία, ώστε να τους αφήσει στο τέλος μια απόχρωση χρυσού και ροζ στην εικόνα. Οι συντελεστές της ταινίας δήλωσαν ενθουσιασμένοι από το αποτέλεσμα, όχι όμως και η εταιρεία παραγωγής, που αποφάσισε η ταινία να επιστρέψει στην τεχνικολόρ παλέτα της.
Η κριτική αντιμετώπισε αρνητικά την ταινία, η Καθολική Εκκλησία την έκρινε «ανήθικη» και η ίδια η διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας αδίκησε τον εύθραυστο χαρακτήρα της, πριμοδοτώντας τα πιο αβανταδόρικα στοιχεία της. Αυτό δεν εμπόδισε εντούτοις τον Χιούστον να θεωρήσει τις «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του. Μέσα στην ιδιορρυθμία και τον κάπως εξεζητημένο μελοδραματισμό τους, οι «Ανταύγειες» παραμένουν μια θαρραλέα περίπτωση ταινίας που εξερευνά με τόλμη αρρενωπούς μύθους, απωθημένα πάθη και απαγορευμένες επιθυμίες, συναντώντας πίσω τους τη γνώριμη και ατέρμονη μάχη των ανθρώπινων ενστίκτων με την κοινωνία που τα καταστέλλει. (Λουκας Κατσικας, Ελευθεροτυπία, 8/2008)
.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου