.
Tσαρούχης κρεμάμενος
Κελλυ Κικη (ΒΗΜΑgazino, 20/12/2009)
Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του και εκατό από τη γέννησή του, μια μεγάλη αναδρομική έκθεση για τον Γιάννη Τσαρούχη ανοίγει τις πόρτες της. Βρεθήκαμε στο Μουσείο Μπενάκη κατά την προετοιμασία της και ακούσαμε όσους γνώρισαν τον έλληνα ζωγράφο να περιγράφουν το αξεπέραστο πνεύμα του.
Το μπλε πανωφόρι του και η κόκκινη μπλούζα του, η μορφή του ολόκληρη ξεπηδά από το φόντο: Πρόκειται για την αυτοπροσωπογραφία του 1966 του Γιάννη Τσαρούχη η οποία υποδέχεται τον επισκέπτη στον εκθεσιακό χώρο στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Η μεγάλη αναδρομική έκθεση για το έργο του Γιάννη Τσαρούχη, που οργανώθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και το Πολιτιστικό Ιδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννηση του πολυδιάστατου ζωγράφου, μόλις άνοιξε τις πόρτες της για το κοινό. Αλλά εμείς βρεθήκαμε εκεί στο στήσιμό της, για να δούμε από κοντά μερικά από τα περίπου 670 έργα – από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού – να παίρνουν τη θέση τους στους σύγχρονους χώρους του μουσείου.
Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου. Οι προετοιμασίες έχουν μόλις ξεκινήσει. Τα περισσότερα έργα είχαν φτάσει μία ημέρα νωρίτερα στον χώρο του μουσείου. Και τώρα, γύρω στις 11.00 π.μ., άλλα έχουν αποκαλυφθεί και άλλα παραμένουν τυλιγμένα, πάντοτε με την πλευρά του δέματος όπου αναγράφεται το όνομα του συλλέκτη να ακουμπά στον τοίχο. «Οι συλλέκτες έχουν ζητήσει απόλυτη εχεμύθεια ως προς την ταυτότητά τους» μας είχαν προϊδεάσει νωρίτερα οι υπεύθυνοι του μουσείου. Στον εκθεσιακό χώρο του ισογείου κάποιοι πίνακες έχουν ήδη αναρτηθεί, ωστόσο τα τυπώματα, οι μακέτες τοίχου είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν, δηλώνοντας πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος. Ενα τρόλεϊ, απαραίτητο για τη μεταφορά των έργων, και ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι, που δεσπόζει στο κέντρο της σάλας και επάνω του θα τοποθετηθούν αντικείμενα που είχε φιλοτεχνήσει ο Τσαρούχης, περιμένουν να πλαισιωθούν από τους πίνακες ολόκληρης της καλλιτεχνικής πορείας του. Τα έργα θα φιλοξενούνται σε δύο ορόφους του μουσείου ως τις 14 Μαρτίου 2010, αναδεικνύοντας τον μεγάλο δημιουργό Γιάννη Τσαρούχη, που ξεπήδησε από την περίφημη γενιά καλλιτεχνών του ’30 για να ζήσει ως σήμερα και να μνημονεύεται διαρκώς με πληθώρα χαρακτηρισμών. «Ελληνικός», «ρεαλιστής», «στοχαστής», «ευφυής», «πολύμορφος», «διορατικός» είναι μερικά από τα επίθετα που του απέδωσαν όσοι τον γνώρισαν, μελέτησαν το έργο του ή απλώς τον θαύμασαν.
«Είναι μία από τις σημαντικότερες, τις μεγαλύτερες, τις πιο θεαματικές, τις πληρέστερες εκθέσεις που έχουν οργανωθεί στο Μουσείο Μπενάκη και είναι σίγουρα η πιο μνημειακή έκθεση που έχει αφιερωθεί σε έλληνα ζωγράφο. Πρόκειται για μία μείζονος σημασίας προσπάθεια να ξαναδούμε, να ξαναμελετήσουμε και να επανεκτιμήσουμε την προσφορά ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα – και όχι μόνο για την Ελλάδα» μας λέει ο Αγγελος Δεληβοριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, και συνεχίζει: «Αν τον Τσαρούχη δεν τον ξέρουν στο εξωτερικό όσο θα του άξιζε, θα πρέπει να προβληματιστούμε. Δικός μας στόχος είναι να γνωστοποιήσουμε το έργο του Γιάννη Τσαρούχη κυρίως στη νεότερη γενιά που δεν τον γνώρισε. Αλλά θα θέλαμε επίσης να κεντριστεί ξανά το επιστημονικό ενδιαφέρον των ειδικών, ώστε να σκεφτούν εκ νέου πάνω στο έργο του Τσαρούχη προσπαθώντας να εντρυφήσουν στη σημασία του, στη σημειολογία του, στην αισθητική του, στην τεχνοτροπική εξέλιξή του. Το έργο του Τσαρούχη εικονογραφεί την Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, αλλά δεν ξέρω σε ποιον βαθμό έχει μελετηθεί η ιστορική διάστασή του».
«Ο ίδιος είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει μια αναδρομική έκθεσή του στην Αθήνα ήδη από το 1981, όταν έγινε η αναδρομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Εφέτος τον Ιούλιο συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατό του, ενώ το 2010 είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννησή του. Δεν ήθελα να περάσουν αυτές οι ημερομηνίες χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η αναδρομική έκθεση» λέει η Νίκη Γρυπάρη, ανιψιά του Γιάννη Τσαρούχη και πρόεδρος του ομώνυμου ιδρύματος στο Μαρούσι, η οποία επιμελείται την έκθεση μαζί με μια ομάδα ανθρώπων. Επειτα μας εξηγεί: «Η έκθεση ξεκινά με τα πρώτα έργα του, ακολουθούν εκείνα που έκανε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, οι επιρροές του από τους δασκάλους του, Κόντογλου και Παρθένη, τα αφηρημένα και σουρεαλιστικά σχέδιά του και η εποχή που δημιουργεί επηρεασμένος από τον Ματίς αλλά και από τον Καραγκιόζη. Επονται τα έργα της μεγάλης αλλαγής, που ξεκίνησε με τη “Μέδουσα”, όποτε αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού. Η έκθεση ολοκληρώνεται με τους πίνακες που δημιούργησε στο Παρίσι, όπου δούλευε πολύ πιο συστηματικά και προετοιμάζοντας τα χρώματα».
Οσο και αν οι εργασίες για την προετοιμασία της έκθεσης προέχουν, όσο και αν οι συνεργάτες της την καλούν διαρκώς λέγοντας ότι «πρέπει να συνεχίσουμε», η Νίκη Γρυπάρη συνεχίζει να συζητά μαζί μου για λίγο ακόμη. Περπατά δίπλα μου όσο περιπλανιέμαι μπροστά στους «Ποδηλάτες», τα έργα του Τσαρούχη με θέμα το αλβανικό μέτωπο – ανάμεσα στα οποία και ένα πορτρέτο του λοχαγού του από την περίοδο κατά την οποία και ο ίδιος πολέμησε –, τα εκπληκτικά τοπία-πονήματα της δεκαετίας του ’60, τους πασίγνωστους «Ναύτες» του 1967 και 1968, τον «Αγιο Σεβαστιανό», έργο του 1971, τα «Καφενεία» τα οποία εμπνεύστηκε όσο ζούσε μακριά από την Ελλάδα, στο Παρίσι, και φυσικά τα θρυλικά «Ζεϊμπέκικα». «Η θητεία του στον Κόντογλου και στον Παρθένη τον βοήθησε πάρα πολύ. Ηξερε πώς να περνά από τα σκούρα χρώματα στα ανοιχτά. Περισσότερο χρόνο τού έπαιρνε να φτιάξει το φόντο και ο προπλασμός του μοντέλου δεν ήταν παρά η τελική δημιουργία. Ολη η σπουδή γινόταν πριν» αναφέρει, μεταξύ άλλων, η Νίκη Γρυπάρη και συμπληρώνει: «Πιστεύω ότι η πειθαρχία του τον βοηθούσε να έχει μια συνέχεια στα πράγματα που μάθαινε. Είχε έναν δικό του τρόπο να διαβάζει και να αντιλαμβάνεται αυτά που άκουγε».
H φαντασία του, η ευφυΐα του, ίσως η απλότητα και τελικά αυτός ο μαγικός «δικός του τρόπος» συγκροτούν την πολυδιάστατη προσωπικότητα του Γιάννη Τσαρούχη και το πολυποίκιλο έργο του που χάρισε μοναδικές αναφορές στην ελληνική ζωγραφική, στο θέατρο και στον κινηματογράφο (όπου εργάστηκε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος), αλλά και ένα σωρό αστείων φράσεων και περιστατικών που πολλοί σήμερα θυμούνται και αναπαράγουν, μνημονεύοντας τη δηκτικότητά του. «Τον συνοδεύει μια ανεκδοτολογία, αλλά εγώ θέλω να μιλήσω για τη ζωγραφική του» λέει ο Αλέκος Φασιανός, που υπήρξε μαθητής του: «Ο Τσαρούχης έδειξε το ελληνικό πνεύμα. Πριν από εκείνον, οι ζωγράφοι πήγαιναν στο Μόναχο για σπουδές, επέστρεφαν και έκαναν θεματικά ελληνική ζωγραφική, αλλά ο τρόπος του σκέπτεσθαι ήταν ξένος. Ο Τσαρούχης έβγαζε την ελληνικότητα μέσα από τη φτώχεια και πίστευε ότι από τον λαό προκύπτει η παράδοση. Ο τρόπος ζωγραφικής του σόκαρε τους άλλους. Μπορεί να ζωγράφιζε κάποιον να κάθεται σε μια καρέκλα και να ακουμπά στο γόνατο το χέρι του, το οποίο αναλογικά το έφτιαχνε πιο μεγάλο. Κάποιοι το έβρισκαν ασχεδίαστο, αλλά δεν ήταν. Πράγματα που εκείνος τα απέδιδε με φυσικότητα, άλλοι τα θεωρούσαν αφύσικα, διότι στο μυαλό τους είχαν τον καθωσπρεπισμό, ο οποίος δεν τον ένοιαζε καθόλου. Δεν υπάρχει τίποτε που να μη μου αρέσει στη ζωγραφική του Τσαρούχη, αντιθέτως».
Στον εκθεσιακό χώρο του πρώτου ορόφου στο Μουσείο Μπενάκη οι ζωγραφικές μακέτες σκηνικών για το θέατρο κοσμούν τις φωτισμένες βιτρίνες. «Είναι πολλοί οι Τσαρούχηδες. Ο Τσαρούχης του 1950 ήταν εντελώς διαφορετική περσόνα από τον Τσαρούχη του Παρισιού. Ηταν βέβαια πάντοτε δημιουργικός και ταλαντούχος, αλλά όταν ήταν νέος δεν νομίζω ότι είχε συναίσθηση της καλλιτεχνικής σημασίας του συνόλου στο οποίο συμμετείχε, αν και ήταν πανέξυπνος άνθρωπος. Εμένα με εκνεύριζε πολλές φορές στη συνεργασία, όταν ξαφνικά έλεγε ένα ανέκδοτο ή αντιμετώπιζε με χιούμορ ορισμένες ανάγκες του ντεκόρ. Το αποτέλεσμα ήταν, βέβαια, πάντοτε τέλειο. Εκανε εκπληκτικά σκηνικά» λέει σήμερα ο Μιχάλης Κακογιάννης, που συνεργάστηκε μαζί του στη «Στέλλα», στο «Κυριακάτικο ξύπνημα», στο «Κορίτσι με τα μαύρα», στο «Τελευταίο ψέμα», αλλά και στις «Τρωάδες» που ανέβηκαν το 1965 σε δική του σκηνοθεσία, στο Εθνικό Θέατρο του Παρισιού.
«Παρ’ όλο που ο Τσαρούχης εμπνεόταν από την πραγματικότητα και ήταν ένας ερωτικός ζωγράφος, πρέπει κανείς να δει τα έργα του μέσα από τον στοχασμό του, στοιχείο πολύ ενδιαφέρον και ξεχωριστό στην ελληνική πραγματικότητα. Ηθελα να του το πω αυτό και δεν έβρισκα τον τρόπο. Οταν τελικά κάποια στιγμή τού είπα “Ξέρετε κάτι; Με εντυπωσιάζει πάρα πολύ το είδος του στοχαστή που είστε”, το δέχτηκε πολύ απλά και μου απάντησε: “Ναι, αλλά είμαι λαϊκός στοχαστής”. Εννοούσε ότι είναι εμπειρικός, όχι ακαδημαϊκός» λέει η Μαρία Καραβία, συγγραφέας του βιβλίου «Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν. «Θεωρώ ότι ο 20ός αιώνας σφραγίζεται από δύο προσωπικότητες, τον Καβάφη και τον Τσαρούχη. Εγώ ένιωθα να ταυτίζομαι μαζί του. Τώρα τον ανακαλώ στη μνήμη μου και θυμάμαι τη μορφή του με το ναυτικό αμπέχονο» αναφέρει ο Αλέξης Σαββάκης, ο οποίος υπήρξε φίλος του και έχει επίσης γράψει για τον Τσαρούχη, συμπληρώνοντας: «Εδινε πολλή σημασία στα απλά πράγματα. Αγαπούσε τον άνθρωπο και είχε μια σχεδόν θεολογικής ποιότητας φιλανθρωπία. Ηταν ικέτης των μικρών στιγμών».
Κελλυ Κικη (ΒΗΜΑgazino, 20/12/2009)
Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του και εκατό από τη γέννησή του, μια μεγάλη αναδρομική έκθεση για τον Γιάννη Τσαρούχη ανοίγει τις πόρτες της. Βρεθήκαμε στο Μουσείο Μπενάκη κατά την προετοιμασία της και ακούσαμε όσους γνώρισαν τον έλληνα ζωγράφο να περιγράφουν το αξεπέραστο πνεύμα του.
Το μπλε πανωφόρι του και η κόκκινη μπλούζα του, η μορφή του ολόκληρη ξεπηδά από το φόντο: Πρόκειται για την αυτοπροσωπογραφία του 1966 του Γιάννη Τσαρούχη η οποία υποδέχεται τον επισκέπτη στον εκθεσιακό χώρο στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Η μεγάλη αναδρομική έκθεση για το έργο του Γιάννη Τσαρούχη, που οργανώθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και το Πολιτιστικό Ιδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννηση του πολυδιάστατου ζωγράφου, μόλις άνοιξε τις πόρτες της για το κοινό. Αλλά εμείς βρεθήκαμε εκεί στο στήσιμό της, για να δούμε από κοντά μερικά από τα περίπου 670 έργα – από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού – να παίρνουν τη θέση τους στους σύγχρονους χώρους του μουσείου.
Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου. Οι προετοιμασίες έχουν μόλις ξεκινήσει. Τα περισσότερα έργα είχαν φτάσει μία ημέρα νωρίτερα στον χώρο του μουσείου. Και τώρα, γύρω στις 11.00 π.μ., άλλα έχουν αποκαλυφθεί και άλλα παραμένουν τυλιγμένα, πάντοτε με την πλευρά του δέματος όπου αναγράφεται το όνομα του συλλέκτη να ακουμπά στον τοίχο. «Οι συλλέκτες έχουν ζητήσει απόλυτη εχεμύθεια ως προς την ταυτότητά τους» μας είχαν προϊδεάσει νωρίτερα οι υπεύθυνοι του μουσείου. Στον εκθεσιακό χώρο του ισογείου κάποιοι πίνακες έχουν ήδη αναρτηθεί, ωστόσο τα τυπώματα, οι μακέτες τοίχου είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν, δηλώνοντας πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος. Ενα τρόλεϊ, απαραίτητο για τη μεταφορά των έργων, και ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι, που δεσπόζει στο κέντρο της σάλας και επάνω του θα τοποθετηθούν αντικείμενα που είχε φιλοτεχνήσει ο Τσαρούχης, περιμένουν να πλαισιωθούν από τους πίνακες ολόκληρης της καλλιτεχνικής πορείας του. Τα έργα θα φιλοξενούνται σε δύο ορόφους του μουσείου ως τις 14 Μαρτίου 2010, αναδεικνύοντας τον μεγάλο δημιουργό Γιάννη Τσαρούχη, που ξεπήδησε από την περίφημη γενιά καλλιτεχνών του ’30 για να ζήσει ως σήμερα και να μνημονεύεται διαρκώς με πληθώρα χαρακτηρισμών. «Ελληνικός», «ρεαλιστής», «στοχαστής», «ευφυής», «πολύμορφος», «διορατικός» είναι μερικά από τα επίθετα που του απέδωσαν όσοι τον γνώρισαν, μελέτησαν το έργο του ή απλώς τον θαύμασαν.
«Είναι μία από τις σημαντικότερες, τις μεγαλύτερες, τις πιο θεαματικές, τις πληρέστερες εκθέσεις που έχουν οργανωθεί στο Μουσείο Μπενάκη και είναι σίγουρα η πιο μνημειακή έκθεση που έχει αφιερωθεί σε έλληνα ζωγράφο. Πρόκειται για μία μείζονος σημασίας προσπάθεια να ξαναδούμε, να ξαναμελετήσουμε και να επανεκτιμήσουμε την προσφορά ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα – και όχι μόνο για την Ελλάδα» μας λέει ο Αγγελος Δεληβοριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, και συνεχίζει: «Αν τον Τσαρούχη δεν τον ξέρουν στο εξωτερικό όσο θα του άξιζε, θα πρέπει να προβληματιστούμε. Δικός μας στόχος είναι να γνωστοποιήσουμε το έργο του Γιάννη Τσαρούχη κυρίως στη νεότερη γενιά που δεν τον γνώρισε. Αλλά θα θέλαμε επίσης να κεντριστεί ξανά το επιστημονικό ενδιαφέρον των ειδικών, ώστε να σκεφτούν εκ νέου πάνω στο έργο του Τσαρούχη προσπαθώντας να εντρυφήσουν στη σημασία του, στη σημειολογία του, στην αισθητική του, στην τεχνοτροπική εξέλιξή του. Το έργο του Τσαρούχη εικονογραφεί την Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, αλλά δεν ξέρω σε ποιον βαθμό έχει μελετηθεί η ιστορική διάστασή του».
«Ο ίδιος είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει μια αναδρομική έκθεσή του στην Αθήνα ήδη από το 1981, όταν έγινε η αναδρομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Εφέτος τον Ιούλιο συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατό του, ενώ το 2010 είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννησή του. Δεν ήθελα να περάσουν αυτές οι ημερομηνίες χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η αναδρομική έκθεση» λέει η Νίκη Γρυπάρη, ανιψιά του Γιάννη Τσαρούχη και πρόεδρος του ομώνυμου ιδρύματος στο Μαρούσι, η οποία επιμελείται την έκθεση μαζί με μια ομάδα ανθρώπων. Επειτα μας εξηγεί: «Η έκθεση ξεκινά με τα πρώτα έργα του, ακολουθούν εκείνα που έκανε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, οι επιρροές του από τους δασκάλους του, Κόντογλου και Παρθένη, τα αφηρημένα και σουρεαλιστικά σχέδιά του και η εποχή που δημιουργεί επηρεασμένος από τον Ματίς αλλά και από τον Καραγκιόζη. Επονται τα έργα της μεγάλης αλλαγής, που ξεκίνησε με τη “Μέδουσα”, όποτε αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού. Η έκθεση ολοκληρώνεται με τους πίνακες που δημιούργησε στο Παρίσι, όπου δούλευε πολύ πιο συστηματικά και προετοιμάζοντας τα χρώματα».
Οσο και αν οι εργασίες για την προετοιμασία της έκθεσης προέχουν, όσο και αν οι συνεργάτες της την καλούν διαρκώς λέγοντας ότι «πρέπει να συνεχίσουμε», η Νίκη Γρυπάρη συνεχίζει να συζητά μαζί μου για λίγο ακόμη. Περπατά δίπλα μου όσο περιπλανιέμαι μπροστά στους «Ποδηλάτες», τα έργα του Τσαρούχη με θέμα το αλβανικό μέτωπο – ανάμεσα στα οποία και ένα πορτρέτο του λοχαγού του από την περίοδο κατά την οποία και ο ίδιος πολέμησε –, τα εκπληκτικά τοπία-πονήματα της δεκαετίας του ’60, τους πασίγνωστους «Ναύτες» του 1967 και 1968, τον «Αγιο Σεβαστιανό», έργο του 1971, τα «Καφενεία» τα οποία εμπνεύστηκε όσο ζούσε μακριά από την Ελλάδα, στο Παρίσι, και φυσικά τα θρυλικά «Ζεϊμπέκικα». «Η θητεία του στον Κόντογλου και στον Παρθένη τον βοήθησε πάρα πολύ. Ηξερε πώς να περνά από τα σκούρα χρώματα στα ανοιχτά. Περισσότερο χρόνο τού έπαιρνε να φτιάξει το φόντο και ο προπλασμός του μοντέλου δεν ήταν παρά η τελική δημιουργία. Ολη η σπουδή γινόταν πριν» αναφέρει, μεταξύ άλλων, η Νίκη Γρυπάρη και συμπληρώνει: «Πιστεύω ότι η πειθαρχία του τον βοηθούσε να έχει μια συνέχεια στα πράγματα που μάθαινε. Είχε έναν δικό του τρόπο να διαβάζει και να αντιλαμβάνεται αυτά που άκουγε».
H φαντασία του, η ευφυΐα του, ίσως η απλότητα και τελικά αυτός ο μαγικός «δικός του τρόπος» συγκροτούν την πολυδιάστατη προσωπικότητα του Γιάννη Τσαρούχη και το πολυποίκιλο έργο του που χάρισε μοναδικές αναφορές στην ελληνική ζωγραφική, στο θέατρο και στον κινηματογράφο (όπου εργάστηκε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος), αλλά και ένα σωρό αστείων φράσεων και περιστατικών που πολλοί σήμερα θυμούνται και αναπαράγουν, μνημονεύοντας τη δηκτικότητά του. «Τον συνοδεύει μια ανεκδοτολογία, αλλά εγώ θέλω να μιλήσω για τη ζωγραφική του» λέει ο Αλέκος Φασιανός, που υπήρξε μαθητής του: «Ο Τσαρούχης έδειξε το ελληνικό πνεύμα. Πριν από εκείνον, οι ζωγράφοι πήγαιναν στο Μόναχο για σπουδές, επέστρεφαν και έκαναν θεματικά ελληνική ζωγραφική, αλλά ο τρόπος του σκέπτεσθαι ήταν ξένος. Ο Τσαρούχης έβγαζε την ελληνικότητα μέσα από τη φτώχεια και πίστευε ότι από τον λαό προκύπτει η παράδοση. Ο τρόπος ζωγραφικής του σόκαρε τους άλλους. Μπορεί να ζωγράφιζε κάποιον να κάθεται σε μια καρέκλα και να ακουμπά στο γόνατο το χέρι του, το οποίο αναλογικά το έφτιαχνε πιο μεγάλο. Κάποιοι το έβρισκαν ασχεδίαστο, αλλά δεν ήταν. Πράγματα που εκείνος τα απέδιδε με φυσικότητα, άλλοι τα θεωρούσαν αφύσικα, διότι στο μυαλό τους είχαν τον καθωσπρεπισμό, ο οποίος δεν τον ένοιαζε καθόλου. Δεν υπάρχει τίποτε που να μη μου αρέσει στη ζωγραφική του Τσαρούχη, αντιθέτως».
Στον εκθεσιακό χώρο του πρώτου ορόφου στο Μουσείο Μπενάκη οι ζωγραφικές μακέτες σκηνικών για το θέατρο κοσμούν τις φωτισμένες βιτρίνες. «Είναι πολλοί οι Τσαρούχηδες. Ο Τσαρούχης του 1950 ήταν εντελώς διαφορετική περσόνα από τον Τσαρούχη του Παρισιού. Ηταν βέβαια πάντοτε δημιουργικός και ταλαντούχος, αλλά όταν ήταν νέος δεν νομίζω ότι είχε συναίσθηση της καλλιτεχνικής σημασίας του συνόλου στο οποίο συμμετείχε, αν και ήταν πανέξυπνος άνθρωπος. Εμένα με εκνεύριζε πολλές φορές στη συνεργασία, όταν ξαφνικά έλεγε ένα ανέκδοτο ή αντιμετώπιζε με χιούμορ ορισμένες ανάγκες του ντεκόρ. Το αποτέλεσμα ήταν, βέβαια, πάντοτε τέλειο. Εκανε εκπληκτικά σκηνικά» λέει σήμερα ο Μιχάλης Κακογιάννης, που συνεργάστηκε μαζί του στη «Στέλλα», στο «Κυριακάτικο ξύπνημα», στο «Κορίτσι με τα μαύρα», στο «Τελευταίο ψέμα», αλλά και στις «Τρωάδες» που ανέβηκαν το 1965 σε δική του σκηνοθεσία, στο Εθνικό Θέατρο του Παρισιού.
«Παρ’ όλο που ο Τσαρούχης εμπνεόταν από την πραγματικότητα και ήταν ένας ερωτικός ζωγράφος, πρέπει κανείς να δει τα έργα του μέσα από τον στοχασμό του, στοιχείο πολύ ενδιαφέρον και ξεχωριστό στην ελληνική πραγματικότητα. Ηθελα να του το πω αυτό και δεν έβρισκα τον τρόπο. Οταν τελικά κάποια στιγμή τού είπα “Ξέρετε κάτι; Με εντυπωσιάζει πάρα πολύ το είδος του στοχαστή που είστε”, το δέχτηκε πολύ απλά και μου απάντησε: “Ναι, αλλά είμαι λαϊκός στοχαστής”. Εννοούσε ότι είναι εμπειρικός, όχι ακαδημαϊκός» λέει η Μαρία Καραβία, συγγραφέας του βιβλίου «Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν. «Θεωρώ ότι ο 20ός αιώνας σφραγίζεται από δύο προσωπικότητες, τον Καβάφη και τον Τσαρούχη. Εγώ ένιωθα να ταυτίζομαι μαζί του. Τώρα τον ανακαλώ στη μνήμη μου και θυμάμαι τη μορφή του με το ναυτικό αμπέχονο» αναφέρει ο Αλέξης Σαββάκης, ο οποίος υπήρξε φίλος του και έχει επίσης γράψει για τον Τσαρούχη, συμπληρώνοντας: «Εδινε πολλή σημασία στα απλά πράγματα. Αγαπούσε τον άνθρωπο και είχε μια σχεδόν θεολογικής ποιότητας φιλανθρωπία. Ηταν ικέτης των μικρών στιγμών».
Πρόλαβα και την είδα, πριν φύγω, χθες. Σημαντικό γεγονός όντως.
ΑπάντησηΔιαγραφή