«Από την επιτελεστικότητα στην επισφάλεια» είναι ο τίτλος της διάλεξης (στα αγγλικά χωρίς διερμηνεία) που δίνει η καθηγήτρια στο Μπέρκλεϊ, Τζούντιθ Μπάτλερ, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σήμερα στις 18.30 (tanea.gr)
.Τζούντιθ Μπάτλερ: Επαν-ορίζοντας το «κανονικό»: φεμινισμός και ριζοσπαστική αριστερά
Συνέντευξη στην Αθηνά Αθανασίου (ΑΥΓΗ)
* Με τη θεωρία της επιτελεστικότητας του φύλου, την οποία αναπτύσσετε στα βιβλία σας Αναταραχή Φύλου και Σώματα με Σημασία, αμφισβητείτε τη φυσική συνέχεια μεταξύ βιολογικού φύλου, κοινωνικού φύλου και σεξουαλικότητας. Πώς εμπεδώνεται το φύλο ως «φυσικό» και «φυσιολογικό»; Και γιατί η κριτική στην υποτιθέμενη πρόδηλη «αλήθεια» του φύλου ως βιολογικού γεγονότος είναι σημαντική για τη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία, αλλά και για την αριστερή, ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική;
Οφείλω να παραδεχτώ ότι έχουν περάσει πια είκοσι χρόνια από τότε που διατυπώθηκε η θέση μου αυτή. Δεν είναι ότι μετανιώνω γι' αυτήν, ούτε την αποκηρύσσω, αλλά πιστεύω ότι ίσως τα θέματα έχουν αλλάξει για μένα. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι το να έχεις γεννηθεί με ένα συγκεκριμένο βιολογικό φύλο σημαίνει να έχεις μια ορισμένη σεξουαλική προδιάθεση ή να προορίζεσαι να αποκτήσεις μια ορισμένη έμφυλη μορφή και σημασία. Για παράδειγμα, απογοητεύτηκα πρόσφατα όταν έμαθα ότι γιατροί αποφάσισαν να εκλαμβάνουν τη διαφυλικότητα [intersex: φύλο που δεν εμπίπτει στη σαφή οριοθέτηση αρσενικού-θηλυκού] ως παθολογία της σεξουαλικής ανάπτυξης. Πώς θα μπορούσε αυτό να είναι αλήθεια; Μόνο αν δεχόμασταν ότι το να γεννιέσαι με ένα δεδομένο φύλο σε προορίζει για ένα συγκεκριμένο μονοπάτι σεξουαλικής ανάπτυξης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί που γεννιούνται με μεικτά ή μη σαφώς ορίσιμα πρωταρχικά σεξουαλικά χαρακτηριστικά έχουν «διαταραγμένη» σεξουαλικότητα.
Στην πραγματικότητα, οι δικές μου απόψεις σχετικά με τη βιολογία άλλαξαν από τη στιγμή που πολλοί/-ές βιολόγοι, συμπεριλαμβανομένων φεμινιστριών ιστορικών της επιστήμης, εναντιώθηκαν στην αντίληψη ότι οι βιολογικές διαφορές είναι απλά «γεγονότα». Αυτού του είδους ο θετικισμός έχει αντικατασταθεί από μοντέλα που υιοθετούν τη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ κουλτούρας και βιολογίας. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που συλλαμβάνουμε τη βιολογία έχει ιστορία, αλλά και ότι οι πολιτισμικές νόρμες διαμορφώνουν και αναδιαμορφώνουν το σώμα ακόμα και στο επίπεδο της βιολογίας. Αντίστροφα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολιτισμικές αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε μορφοποιούνται σε σχέση με τις βιολογικές μας ανάγκες. Το πρόβλημα παραμένει, ωστόσο, ότι θα υπάρχει πάντοτε μια πολιτισμική άρθρωση αυτών των αναγκών, ακόμη και εντός του ιατρικού λόγου.
Αυτό φαίνεται καθαρά στην πρόσφατη συζήτηση σχετικά με την Caster Semenye, για παράδειγμα. Ποια κριτήρια προσδιορισμού του φύλου θα επικρατήσουν τελικά; Αν το φύλο ήταν «γεγονός», τότε δεν θα υπήρχε συζήτηση. Είναι ενδιαφέρον ότι οι νόρμες που χρησιμοποιούνται για να βγει μια απόφαση σε περιπτώσεις ασαφών χαρακτηριστικών φύλου είναι εκείνες που χρησιμοποιούνται για να ρυθμίσουν και να ορίσουν το «κανονικό», και συνεπώς αυτές που εμφανίζονται οι ίδιες ως «κανονικές». Οι ποικιλίες των σωμάτων είναι σημαντικές, όχι μόνο στο επίπεδο της χρωμοσωματικής σύνθεσης, αλλά και σε ορμονικά επίπεδα και ανατομικά χαρακτηριστικά.
Τι σχέση, όμως, έχει αυτό με την πολιτική, με τη ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική; Καταρχήν, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι το υποκείμενο της πολιτικής δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Δεν αντιπροσωπευόμαστε απλώς από υπάρχουσες εξουσίες, αλλά διαμορφωνόμαστε επίσης μέσα στους όρους που αυτές θέτουν. Επομένως, οποιαδήποτε ριζοσπαστική πολιτική θα έπρεπε να επεμβαίνει στο ζήτημα της εξουσίας, όχι μόνο για να αυξήσει την αντιπροσωπευτική ισχύ αυτών που πρέπει να αντιπροσωπευτούν (κι αυτοί δεν περιορίζονται στους «πολίτες»), αλλά για να εναντιωθεί στην καταπίεση, τόσο σε επίπεδο αστυνομικής βίας όσο και στο επίπεδο της πιο κοινότοπης βίας που ασκούν οι κατηγορίες. Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την καθημερινή βία των κατηγοριών, τότε θα πρέπει να αναλογιστούμε όλες τις δυνάμεις μέσω των οποίων διαμορφωνόμαστε και ρυθμιζόμαστε. Μια ριζοσπαστική πολιτική πρέπει να επεμβαίνει σε όλα αυτά τα επίπεδα.
* Έχετε δείξει ότι η δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των έμφυλων ζωών μας δεν προκύπτει από μια άσκηση «ελεύθερης επιλογής», αλλά από την εμπλοκή με περιοριστικές νόρμες. Πώς τα πειθαρχικά συστήματα γνώσης/εξουσίας ορίζουν και περιορίζουν το τι μετράει ως κοινωνικά αναγνωρίσιμος τρόπος της έμφυλης υποκειμενικότητας και του συν-ανήκειν;
Είναι αλήθεια ότι δεν διαμορφώνουμε τους εαυτούς μας με «ελεύθερη επιλογή», κι όμως πρέπει να βρούμε έναν τρόπο άσκησης μιας εμπρόθετης δράσης που να αναδύεται ακριβώς από αυτές τις νόρμες μέσω των οποίων διαμορφωνόμαστε. Κάποιες φορές οι νόρμες αυτές είναι περιοριστικές, αλλά όχι πάντα. Επομένως, ίσως να πρέπει να διακρίνουμε τις πειθαρχικές νόρμες από αυτές που μας παρέχουν δυνατότητες. Κάποιες πειθαρχικές νόρμες μπορούν επίσης να παρέχουν δυνατότητες, ενώ άλλες όχι. Και κάποιες μπορεί να παρέχουν δυνατότητες, χωρίς απαραίτητα να είναι πειθαρχικές. Άρα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις νόρμες ως ένα σύνθετο σύνολο αλληλοεπικαλυπτόμενων πεδίων. Έτσι, μπορεί κάποιες φορές να βρεθούμε να επιθυμούμε μια κάποια αναγνώριση - ο γκέι γάμος είναι ένα δυναμικό παράδειγμα στην τρέχουσα πολιτική. Και τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς ο θεσμός παράγει την επιθυμία για αναγνώριση από το θεσμό (μια δύσκολη μορφή κυκλικότητας), όπως, επίσης, πώς το κράτος, ως ο ύψιστος κριτής της νόρμας του γάμου, παράγει την επιθυμία για αναγνώριση από το κράτος. Με αυτή την έννοια, επιθυμεί κάποιος/-α να παντρευτεί έναν/μία σύντροφο ή επιθυμεί αναγνώριση από το κράτος; Πρόκειται για διακριτές μεταξύ τους επιθυμίες, και μήπως είναι ακόμα και αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες; Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι η επιθυμία μπορεί να ρυθμιστεί ή να προκαθοριστεί εντελώς, συνεπώς θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί/ές με τις διατυπώσεις που μόλις πρότεινα. Κανένας θεσμός δεν παράγει επιθυμία μονομερώς ή απολύτως. Υπάρχουν πάντοτε ρωγμές και εκτοπίσεις. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να μην επιθυμούμε αναγνώριση, αφού χωρίς κάποιου είδους αναγνώριση δεν υπάρχουμε ως κοινωνικά όντα. Κατά συνέπεια, η ερώτηση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: πώς παρεμβαίνουμε στην πολιτική των νορμών, έτσι ώστε οι μορφές αναγνώρισης να επεκτείνονται πέρα από το πεδίο που ρυθμίζεται από το κράτος; Σε τι συνίσταται το να επιθυμείς αναγνώριση, χωρίς όμως να επιθυμείς την επιθυμία για το κράτος;
* Αν το φύλο συγκροτείται μέσω αναγνωρίσιμων επαναλήψεων της νόρμας, πώς μπορούν να αναδυθούν καινοτόμες μορφές εμπρόθετης δράσης; Πώς μπορεί να καταστεί δυνατό το συμβάν της έμφυλης ανατροπής;
Η εναντίωση στην εξουσία δεν είναι μια απλή απομάκρυνση από αυτήν και μπορεί να συνεπάγεται περισσότερα πράγματα από τη διατύπωση μιας ομιλιακής πράξης ή την υιοθέτηση μιας μορφής συμπεριφοράς. Η ετεροδοξία μπορεί να υπαινίσσεται μια αλλαγή εντός του υποκειμένου και από το υποκείμενο, και μπορεί να αμφισβητεί ιστορικά τοποθετημένες μορφές ορθολογισμού. Έτσι, η ετεροδοξία δεν είναι αποσυνδεμένη από τις μορφές γνώσης που αρθρώνουν τρόπους κυβερνητικής εξουσίας. Η πρακτική της συναίνεσης, από την άλλη, ενέχει μια ελεύθερη συγκατάβαση, ακόμα και αν αυτή η ελευθερία δεν νοείται αναστοχαστικά ως τέτοια. Δεν συναινούμε στη βάση της αυτονομίας μας, ούτε εκχωρούμε την αυτονομία μας προκειμένου να συναινέσουμε. Η συναίνεση είναι πράξη μέσω της οποίας συγκροτείται η αυτονομία και, παρομοίως, η μη-συναίνεση είναι ένας τρόπος να αποσύρει κανείς ελεύθερα την αυτονομία του και έτσι να συγκροτήσει τον εαυτό του όντας σε διάσταση από την εξουσία (και ασκώντας μια κάποια μορφή ελευθερίας). Η συνθήκη δυνατότητας αυτών των εκδοχών εναπόκειται στις ιστορικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, κάνοντας αυτές τις πράξεις υποχρεωτικές ή δυνατές.
Στα συμφραζόμενα της πολιτικής ανυπακοής, το κίνητρο για να αποσύρει κανείς τη συναίνεσή του σε μια δεδομένη εξουσία είναι να προσπαθήσει να θέσει ένα όριο στην κυβερνητικότητα. Και αυτό μπορεί, ανάλογα με το πώς διατυπώνεται και δημοσιοποιείται, να καταλήξει σε μια πιο ριζοσπαστική διερεύνηση σχετικά με τη νομιμότητα της εκάστοτε εξουσίας. Και πάλι, δεν υπάρχει πλευρά του εαυτού που να είναι εξ ορισμού μη κυβερνήσιμη. Αποσύροντας τον εαυτό από το πεδίο της κυβερνητικότητας, ο εαυτός συγκροτεί τη δική του μη κυβερνητικότητα εντός και διαμέσου της πράξης. Ο Φουκώ δεν προτείνει, στο κείμενό του «Τι είναι κριτική», αλλά και ούτε σε άλλα του κείμενα, τη ριζοσπαστική αναρχία, αφού το πρόβλημα γι' αυτόν δεν είναι να παράγει ένα υποκείμενο το οποίο να είναι ριζικά και διά παντός μη κυβερνήσιμο. Το ερώτημα «Πώς να μην κυβερνιέσαι;» ισοδυναμεί πάντα με το ερώτημα «Πώς να μην κυβερνιέσαι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Πρόκειται, δηλαδή, για ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα, που προκύπτει σε σχέση με μια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης και μπορεί να συνιστά ένα είδος τακτικής και μεταβατικής αναρχίας σε σχέση με την υπάρχουσα αρχή. Με τα δικά του λόγια: «πώς να μην κυβερνιέσαι με αυτόν τον τρόπο, από αυτό το φορέα, στο όνομα αυτών των αρχών, με τους τάδε ή τους δείνα στόχους και με αυτές τις διαδικασίες, και όχι με αυτόν τον τρόπο, όχι γι' αυτό το σκοπό, όχι από αυτούς».
Αυτό το «όχι» στην εξουσία είναι ταυτόχρονα εκκίνηση για ένα νέο σχηματισμό εξουσίας: το «όχι» αρθρώνει την εξουσία με έναν νέο τρόπο και παράγει ένα νέο είδος υποκειμένου στη βάση αυτής του της άρνησης και έτσι κι έναν άλλο τρόπο να αποδέχεται εναλλακτικά σχήματα ορθολογικότητας. Με αυτόν τον τρόπο ενεργεί η εξουσία, όχι απλώς ως πολιτική τοποθέτηση: είναι ταυτόχρονα άρνηση και παραγωγή, λέει «όχι» και ταυτόχρονα διαμορφώνει νέους τρόπους ρύθμισης των ορίων του διανοητού.
* Η εξουσία που δεσμεύει το έμφυλο υποκείμενο είναι αυτή ακριβώς που ανοίγει στο υποκείμενο τη δυνατότητα της αμφισβήτησής της. Πρόκειται για μια θέση που υπαινίσσεται την ανήσυχη σχέση μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας. Θα λέγατε ότι η επιτελεστικότητα του φύλου παραπέμπει κατά κύριο λόγο στην αποδόμηση των κατεστημένων κατηγοριών του φύλου και της σεξουαλικότητας ή μας εμπλέκει ταυτόχρονα σε μια συνεχή δυνατότητα για νέες εννοήσεις και νέους τρόπους έμφυλης ύπαρξης; Ίσως η κριτική εργασία της αρνητικότητας να ανοίγει το πεδίο προς αυτό που αποκαλείτε «επιτελεστική έκπληξη» - το όριο της διαλεκτικής, αν, βέβαια, δεχτούμε ότι η διαλεκτική τείνει στη διαρκή επαναφορά της διαφοράς στην τάξη. Με ποιον τρόπο η δουλειά σας σχετίζεται με αυτό που ο Jean-Luc Nancy αποκαλούσε «αναστάτωση του αρνητικού»;
Αυτό το βιβλίο του Nancy είναι πράγματι πολύ σημαντικό για μένα. Και ίσως λέει κάτι για τις εγελιανές καταβολές της σκέψης μου. Πιστεύω, πράγματι, ότι ο Χέγκελ είναι σημαντικός για πολλούς λόγους και υποθέτω ότι, με κάποιο τρόπο, η σκέψη μου παραμένει διαλεκτική. Αλλά η ανάγνωσή μου της διαλεκτικής εναντιώνεται στην ιδέα του τελικού κλεισίματος. Ακόμα κι όταν κανείς διαβάζει φαινομενολογία, ταλαντεύεται ανάμεσα στην «ησυχία» του κλεισίματος και την «ανησυχία» της κίνησης. Η αίσθησή μου είναι ότι το υποκείμενο ανακαλύπτει διαρκώς τις συνθήκες διαμόρφωσής του και δεν είναι σε θέση να διανοηθεί απολύτως και στο σύνολό τους τις συνθήκες μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται. Επίσης, αυτή η «διαμόρφωση» δεν σταματά να συμβαίνει, κι έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια να κατανοηθούν αυτές οι συνθήκες στο παρόν δεν μπορούν να λάβουν εντελώς υπόψη τους το «τώρα». Αλλά, το γεγονός ότι η χρονικότητα υπερβαίνει κατ' ανάγκη την κατανόηση έχει επιπτώσεις στο πώς σκεφτόμαστε την επιτελεστικότητα. Αν διαμορφώνομαι και προσδιορίζομαι από νόρμες που προϋπήρχαν της δικής μου ύπαρξης και αν αυτή η «διαμόρφωση» και αυτός ο «προσδιορισμός» συμβαίνουν συνεχώς, εγκαθιστώντας μια επαναληπτική πρακτική του παρόντος, τότε το «εγώ» αναδύεται μέσα από τα διάκενα αυτής της επαναληπτικής άσκησης. «Εγώ» είμαι το διάνυσμα αυτού που διαμορφώνεται και διαμορφώνει, και επομένως η αυτονομία μου, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, διαμορφώνεται πάντοτε από την ετερονομία. Στην πραγματικότητα, μια κάποια ετερονομία χαρακτηρίζει την άσκηση της αυτονομίας μου.
Στο πλαίσιο του έμφυλου διπολισμού, περιμένουμε να βρούμε, σύμφωνα με τη διαλεκτική, ότι το ένα φύλο διαμορφώνει το άλλο, ή ότι είναι ουσιωδώς το αντίθετό του. Χρειάζεται, ωστόσο, να επιτρέψουμε τη δυνατότητα για διαφορές που πάνε πέρα από αυτόν το διπολισμό. Αναρωτιέμαι αν ο χρόνος για τον Χέγκελ είναι κάτι που υπερβαίνει τις διπολικές σχέσεις. Θα μπορούσε, με κάποιο τρόπο, να παίζει πιο θεμελιώδη ρόλο. Με το να σκεφτόμαστε τις έμφυλες κατηγορίες με όρους της επαναληπτικής χρονικότητάς τους, ανοίγεται ένα μέλλον πέρα από το δίπολο «αρσενικού» και «θηλυκού».
Συνέντευξη στην Αθηνά Αθανασίου (ΑΥΓΗ)
* Με τη θεωρία της επιτελεστικότητας του φύλου, την οποία αναπτύσσετε στα βιβλία σας Αναταραχή Φύλου και Σώματα με Σημασία, αμφισβητείτε τη φυσική συνέχεια μεταξύ βιολογικού φύλου, κοινωνικού φύλου και σεξουαλικότητας. Πώς εμπεδώνεται το φύλο ως «φυσικό» και «φυσιολογικό»; Και γιατί η κριτική στην υποτιθέμενη πρόδηλη «αλήθεια» του φύλου ως βιολογικού γεγονότος είναι σημαντική για τη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία, αλλά και για την αριστερή, ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική;
Οφείλω να παραδεχτώ ότι έχουν περάσει πια είκοσι χρόνια από τότε που διατυπώθηκε η θέση μου αυτή. Δεν είναι ότι μετανιώνω γι' αυτήν, ούτε την αποκηρύσσω, αλλά πιστεύω ότι ίσως τα θέματα έχουν αλλάξει για μένα. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι το να έχεις γεννηθεί με ένα συγκεκριμένο βιολογικό φύλο σημαίνει να έχεις μια ορισμένη σεξουαλική προδιάθεση ή να προορίζεσαι να αποκτήσεις μια ορισμένη έμφυλη μορφή και σημασία. Για παράδειγμα, απογοητεύτηκα πρόσφατα όταν έμαθα ότι γιατροί αποφάσισαν να εκλαμβάνουν τη διαφυλικότητα [intersex: φύλο που δεν εμπίπτει στη σαφή οριοθέτηση αρσενικού-θηλυκού] ως παθολογία της σεξουαλικής ανάπτυξης. Πώς θα μπορούσε αυτό να είναι αλήθεια; Μόνο αν δεχόμασταν ότι το να γεννιέσαι με ένα δεδομένο φύλο σε προορίζει για ένα συγκεκριμένο μονοπάτι σεξουαλικής ανάπτυξης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί που γεννιούνται με μεικτά ή μη σαφώς ορίσιμα πρωταρχικά σεξουαλικά χαρακτηριστικά έχουν «διαταραγμένη» σεξουαλικότητα.
Στην πραγματικότητα, οι δικές μου απόψεις σχετικά με τη βιολογία άλλαξαν από τη στιγμή που πολλοί/-ές βιολόγοι, συμπεριλαμβανομένων φεμινιστριών ιστορικών της επιστήμης, εναντιώθηκαν στην αντίληψη ότι οι βιολογικές διαφορές είναι απλά «γεγονότα». Αυτού του είδους ο θετικισμός έχει αντικατασταθεί από μοντέλα που υιοθετούν τη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ κουλτούρας και βιολογίας. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που συλλαμβάνουμε τη βιολογία έχει ιστορία, αλλά και ότι οι πολιτισμικές νόρμες διαμορφώνουν και αναδιαμορφώνουν το σώμα ακόμα και στο επίπεδο της βιολογίας. Αντίστροφα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολιτισμικές αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε μορφοποιούνται σε σχέση με τις βιολογικές μας ανάγκες. Το πρόβλημα παραμένει, ωστόσο, ότι θα υπάρχει πάντοτε μια πολιτισμική άρθρωση αυτών των αναγκών, ακόμη και εντός του ιατρικού λόγου.
Αυτό φαίνεται καθαρά στην πρόσφατη συζήτηση σχετικά με την Caster Semenye, για παράδειγμα. Ποια κριτήρια προσδιορισμού του φύλου θα επικρατήσουν τελικά; Αν το φύλο ήταν «γεγονός», τότε δεν θα υπήρχε συζήτηση. Είναι ενδιαφέρον ότι οι νόρμες που χρησιμοποιούνται για να βγει μια απόφαση σε περιπτώσεις ασαφών χαρακτηριστικών φύλου είναι εκείνες που χρησιμοποιούνται για να ρυθμίσουν και να ορίσουν το «κανονικό», και συνεπώς αυτές που εμφανίζονται οι ίδιες ως «κανονικές». Οι ποικιλίες των σωμάτων είναι σημαντικές, όχι μόνο στο επίπεδο της χρωμοσωματικής σύνθεσης, αλλά και σε ορμονικά επίπεδα και ανατομικά χαρακτηριστικά.
Τι σχέση, όμως, έχει αυτό με την πολιτική, με τη ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική; Καταρχήν, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι το υποκείμενο της πολιτικής δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Δεν αντιπροσωπευόμαστε απλώς από υπάρχουσες εξουσίες, αλλά διαμορφωνόμαστε επίσης μέσα στους όρους που αυτές θέτουν. Επομένως, οποιαδήποτε ριζοσπαστική πολιτική θα έπρεπε να επεμβαίνει στο ζήτημα της εξουσίας, όχι μόνο για να αυξήσει την αντιπροσωπευτική ισχύ αυτών που πρέπει να αντιπροσωπευτούν (κι αυτοί δεν περιορίζονται στους «πολίτες»), αλλά για να εναντιωθεί στην καταπίεση, τόσο σε επίπεδο αστυνομικής βίας όσο και στο επίπεδο της πιο κοινότοπης βίας που ασκούν οι κατηγορίες. Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την καθημερινή βία των κατηγοριών, τότε θα πρέπει να αναλογιστούμε όλες τις δυνάμεις μέσω των οποίων διαμορφωνόμαστε και ρυθμιζόμαστε. Μια ριζοσπαστική πολιτική πρέπει να επεμβαίνει σε όλα αυτά τα επίπεδα.
* Έχετε δείξει ότι η δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των έμφυλων ζωών μας δεν προκύπτει από μια άσκηση «ελεύθερης επιλογής», αλλά από την εμπλοκή με περιοριστικές νόρμες. Πώς τα πειθαρχικά συστήματα γνώσης/εξουσίας ορίζουν και περιορίζουν το τι μετράει ως κοινωνικά αναγνωρίσιμος τρόπος της έμφυλης υποκειμενικότητας και του συν-ανήκειν;
Είναι αλήθεια ότι δεν διαμορφώνουμε τους εαυτούς μας με «ελεύθερη επιλογή», κι όμως πρέπει να βρούμε έναν τρόπο άσκησης μιας εμπρόθετης δράσης που να αναδύεται ακριβώς από αυτές τις νόρμες μέσω των οποίων διαμορφωνόμαστε. Κάποιες φορές οι νόρμες αυτές είναι περιοριστικές, αλλά όχι πάντα. Επομένως, ίσως να πρέπει να διακρίνουμε τις πειθαρχικές νόρμες από αυτές που μας παρέχουν δυνατότητες. Κάποιες πειθαρχικές νόρμες μπορούν επίσης να παρέχουν δυνατότητες, ενώ άλλες όχι. Και κάποιες μπορεί να παρέχουν δυνατότητες, χωρίς απαραίτητα να είναι πειθαρχικές. Άρα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις νόρμες ως ένα σύνθετο σύνολο αλληλοεπικαλυπτόμενων πεδίων. Έτσι, μπορεί κάποιες φορές να βρεθούμε να επιθυμούμε μια κάποια αναγνώριση - ο γκέι γάμος είναι ένα δυναμικό παράδειγμα στην τρέχουσα πολιτική. Και τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς ο θεσμός παράγει την επιθυμία για αναγνώριση από το θεσμό (μια δύσκολη μορφή κυκλικότητας), όπως, επίσης, πώς το κράτος, ως ο ύψιστος κριτής της νόρμας του γάμου, παράγει την επιθυμία για αναγνώριση από το κράτος. Με αυτή την έννοια, επιθυμεί κάποιος/-α να παντρευτεί έναν/μία σύντροφο ή επιθυμεί αναγνώριση από το κράτος; Πρόκειται για διακριτές μεταξύ τους επιθυμίες, και μήπως είναι ακόμα και αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες; Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι η επιθυμία μπορεί να ρυθμιστεί ή να προκαθοριστεί εντελώς, συνεπώς θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί/ές με τις διατυπώσεις που μόλις πρότεινα. Κανένας θεσμός δεν παράγει επιθυμία μονομερώς ή απολύτως. Υπάρχουν πάντοτε ρωγμές και εκτοπίσεις. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να μην επιθυμούμε αναγνώριση, αφού χωρίς κάποιου είδους αναγνώριση δεν υπάρχουμε ως κοινωνικά όντα. Κατά συνέπεια, η ερώτηση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: πώς παρεμβαίνουμε στην πολιτική των νορμών, έτσι ώστε οι μορφές αναγνώρισης να επεκτείνονται πέρα από το πεδίο που ρυθμίζεται από το κράτος; Σε τι συνίσταται το να επιθυμείς αναγνώριση, χωρίς όμως να επιθυμείς την επιθυμία για το κράτος;
* Αν το φύλο συγκροτείται μέσω αναγνωρίσιμων επαναλήψεων της νόρμας, πώς μπορούν να αναδυθούν καινοτόμες μορφές εμπρόθετης δράσης; Πώς μπορεί να καταστεί δυνατό το συμβάν της έμφυλης ανατροπής;
Η εναντίωση στην εξουσία δεν είναι μια απλή απομάκρυνση από αυτήν και μπορεί να συνεπάγεται περισσότερα πράγματα από τη διατύπωση μιας ομιλιακής πράξης ή την υιοθέτηση μιας μορφής συμπεριφοράς. Η ετεροδοξία μπορεί να υπαινίσσεται μια αλλαγή εντός του υποκειμένου και από το υποκείμενο, και μπορεί να αμφισβητεί ιστορικά τοποθετημένες μορφές ορθολογισμού. Έτσι, η ετεροδοξία δεν είναι αποσυνδεμένη από τις μορφές γνώσης που αρθρώνουν τρόπους κυβερνητικής εξουσίας. Η πρακτική της συναίνεσης, από την άλλη, ενέχει μια ελεύθερη συγκατάβαση, ακόμα και αν αυτή η ελευθερία δεν νοείται αναστοχαστικά ως τέτοια. Δεν συναινούμε στη βάση της αυτονομίας μας, ούτε εκχωρούμε την αυτονομία μας προκειμένου να συναινέσουμε. Η συναίνεση είναι πράξη μέσω της οποίας συγκροτείται η αυτονομία και, παρομοίως, η μη-συναίνεση είναι ένας τρόπος να αποσύρει κανείς ελεύθερα την αυτονομία του και έτσι να συγκροτήσει τον εαυτό του όντας σε διάσταση από την εξουσία (και ασκώντας μια κάποια μορφή ελευθερίας). Η συνθήκη δυνατότητας αυτών των εκδοχών εναπόκειται στις ιστορικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, κάνοντας αυτές τις πράξεις υποχρεωτικές ή δυνατές.
Στα συμφραζόμενα της πολιτικής ανυπακοής, το κίνητρο για να αποσύρει κανείς τη συναίνεσή του σε μια δεδομένη εξουσία είναι να προσπαθήσει να θέσει ένα όριο στην κυβερνητικότητα. Και αυτό μπορεί, ανάλογα με το πώς διατυπώνεται και δημοσιοποιείται, να καταλήξει σε μια πιο ριζοσπαστική διερεύνηση σχετικά με τη νομιμότητα της εκάστοτε εξουσίας. Και πάλι, δεν υπάρχει πλευρά του εαυτού που να είναι εξ ορισμού μη κυβερνήσιμη. Αποσύροντας τον εαυτό από το πεδίο της κυβερνητικότητας, ο εαυτός συγκροτεί τη δική του μη κυβερνητικότητα εντός και διαμέσου της πράξης. Ο Φουκώ δεν προτείνει, στο κείμενό του «Τι είναι κριτική», αλλά και ούτε σε άλλα του κείμενα, τη ριζοσπαστική αναρχία, αφού το πρόβλημα γι' αυτόν δεν είναι να παράγει ένα υποκείμενο το οποίο να είναι ριζικά και διά παντός μη κυβερνήσιμο. Το ερώτημα «Πώς να μην κυβερνιέσαι;» ισοδυναμεί πάντα με το ερώτημα «Πώς να μην κυβερνιέσαι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Πρόκειται, δηλαδή, για ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα, που προκύπτει σε σχέση με μια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης και μπορεί να συνιστά ένα είδος τακτικής και μεταβατικής αναρχίας σε σχέση με την υπάρχουσα αρχή. Με τα δικά του λόγια: «πώς να μην κυβερνιέσαι με αυτόν τον τρόπο, από αυτό το φορέα, στο όνομα αυτών των αρχών, με τους τάδε ή τους δείνα στόχους και με αυτές τις διαδικασίες, και όχι με αυτόν τον τρόπο, όχι γι' αυτό το σκοπό, όχι από αυτούς».
Αυτό το «όχι» στην εξουσία είναι ταυτόχρονα εκκίνηση για ένα νέο σχηματισμό εξουσίας: το «όχι» αρθρώνει την εξουσία με έναν νέο τρόπο και παράγει ένα νέο είδος υποκειμένου στη βάση αυτής του της άρνησης και έτσι κι έναν άλλο τρόπο να αποδέχεται εναλλακτικά σχήματα ορθολογικότητας. Με αυτόν τον τρόπο ενεργεί η εξουσία, όχι απλώς ως πολιτική τοποθέτηση: είναι ταυτόχρονα άρνηση και παραγωγή, λέει «όχι» και ταυτόχρονα διαμορφώνει νέους τρόπους ρύθμισης των ορίων του διανοητού.
* Η εξουσία που δεσμεύει το έμφυλο υποκείμενο είναι αυτή ακριβώς που ανοίγει στο υποκείμενο τη δυνατότητα της αμφισβήτησής της. Πρόκειται για μια θέση που υπαινίσσεται την ανήσυχη σχέση μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας. Θα λέγατε ότι η επιτελεστικότητα του φύλου παραπέμπει κατά κύριο λόγο στην αποδόμηση των κατεστημένων κατηγοριών του φύλου και της σεξουαλικότητας ή μας εμπλέκει ταυτόχρονα σε μια συνεχή δυνατότητα για νέες εννοήσεις και νέους τρόπους έμφυλης ύπαρξης; Ίσως η κριτική εργασία της αρνητικότητας να ανοίγει το πεδίο προς αυτό που αποκαλείτε «επιτελεστική έκπληξη» - το όριο της διαλεκτικής, αν, βέβαια, δεχτούμε ότι η διαλεκτική τείνει στη διαρκή επαναφορά της διαφοράς στην τάξη. Με ποιον τρόπο η δουλειά σας σχετίζεται με αυτό που ο Jean-Luc Nancy αποκαλούσε «αναστάτωση του αρνητικού»;
Αυτό το βιβλίο του Nancy είναι πράγματι πολύ σημαντικό για μένα. Και ίσως λέει κάτι για τις εγελιανές καταβολές της σκέψης μου. Πιστεύω, πράγματι, ότι ο Χέγκελ είναι σημαντικός για πολλούς λόγους και υποθέτω ότι, με κάποιο τρόπο, η σκέψη μου παραμένει διαλεκτική. Αλλά η ανάγνωσή μου της διαλεκτικής εναντιώνεται στην ιδέα του τελικού κλεισίματος. Ακόμα κι όταν κανείς διαβάζει φαινομενολογία, ταλαντεύεται ανάμεσα στην «ησυχία» του κλεισίματος και την «ανησυχία» της κίνησης. Η αίσθησή μου είναι ότι το υποκείμενο ανακαλύπτει διαρκώς τις συνθήκες διαμόρφωσής του και δεν είναι σε θέση να διανοηθεί απολύτως και στο σύνολό τους τις συνθήκες μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται. Επίσης, αυτή η «διαμόρφωση» δεν σταματά να συμβαίνει, κι έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια να κατανοηθούν αυτές οι συνθήκες στο παρόν δεν μπορούν να λάβουν εντελώς υπόψη τους το «τώρα». Αλλά, το γεγονός ότι η χρονικότητα υπερβαίνει κατ' ανάγκη την κατανόηση έχει επιπτώσεις στο πώς σκεφτόμαστε την επιτελεστικότητα. Αν διαμορφώνομαι και προσδιορίζομαι από νόρμες που προϋπήρχαν της δικής μου ύπαρξης και αν αυτή η «διαμόρφωση» και αυτός ο «προσδιορισμός» συμβαίνουν συνεχώς, εγκαθιστώντας μια επαναληπτική πρακτική του παρόντος, τότε το «εγώ» αναδύεται μέσα από τα διάκενα αυτής της επαναληπτικής άσκησης. «Εγώ» είμαι το διάνυσμα αυτού που διαμορφώνεται και διαμορφώνει, και επομένως η αυτονομία μου, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, διαμορφώνεται πάντοτε από την ετερονομία. Στην πραγματικότητα, μια κάποια ετερονομία χαρακτηρίζει την άσκηση της αυτονομίας μου.
Στο πλαίσιο του έμφυλου διπολισμού, περιμένουμε να βρούμε, σύμφωνα με τη διαλεκτική, ότι το ένα φύλο διαμορφώνει το άλλο, ή ότι είναι ουσιωδώς το αντίθετό του. Χρειάζεται, ωστόσο, να επιτρέψουμε τη δυνατότητα για διαφορές που πάνε πέρα από αυτόν το διπολισμό. Αναρωτιέμαι αν ο χρόνος για τον Χέγκελ είναι κάτι που υπερβαίνει τις διπολικές σχέσεις. Θα μπορούσε, με κάποιο τρόπο, να παίζει πιο θεμελιώδη ρόλο. Με το να σκεφτόμαστε τις έμφυλες κατηγορίες με όρους της επαναληπτικής χρονικότητάς τους, ανοίγεται ένα μέλλον πέρα από το δίπολο «αρσενικού» και «θηλυκού».
Xαρά που θα κάνουν τα queers!:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήKαι βέβαια οι ερμαφρόδιτοι (που ονομάζονται "διαφυλικοί" στο κείμενο) χρησιμοποιούνται ως υπόδειγμα υπονόμευσης της "δυαδικότητας" των φύλων...
Πρέπει να αναγνωρίσει κανείς πάντως ότι ο λόγος της δεν έχει καμία σχέση με τα κακοχωνεμένα τσιτάτα των διάφορων εγχώριων θαυμαστών της...
Ε, όχι μόνον τα queers.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧθες μίλησε στο Goethe Institute με θέμα:
“Performative Politics and the Critique of State Violence”
(Επιτελεστική Πολιτική και η Κριτική της Κρατικής Βίας)
Βλέπεις μετά τον περσινό Δεκέμβρη, η Αθήνα έγινε "πιάτσα" και όλο και περισσότεροι "θίασοι" θα μας επισκέπτονται στο μέλλον.
Ας είναι τουλάχιστον πρώτης κατηγορίας, μπας και ανέβει λίγο το επίπεδο των εγχώριων αντιγραφέων.
Kαι αυτή η μετάφραση του performative με τη λέξη "επιτελεστική" μου ανακατεύει τα εντόσθια πραγματικά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχετε κάτι ν' αντιπροτείνετε στη μετάφραση αυτή gay super hero;
ΑπάντησηΔιαγραφήεπιτελεί (κάνει), επιτελείο .. επιτέλεση, τέλεση, τελετή ..
ΑπάντησηΔιαγραφήεπειδή έχουμε αποξενωθεί από τη γλώσσα μας, μάς ξενίζειπου κάποιοι την θυμούνται ακόμα..
Τεσπα, ήθελα απλά να πω, ότι μετάφραση υπήρχε -φυσικά- και στις 2 διαλέξεις, όπως είχε ανακοινωθεί.
Καλές επικοινωνίες
Hermeia,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι ποιες ήταν οι εντυπώσεις από όσα λέχθηκαν, από την ίδια τη Μπάτλερ;
Σχετικά με το επιτελώ, ναι έχει ως συνώνυμό του στα ελληνικά το εκτελώ, αλλά όχι με την έννοια του παριστάνω, ερμηνεύω, υποδύομαι.
Με δεδομένη την αδυναμία της ίδιας της ίδιας της Μπάτλερ να διαφοροποιήσει ικανοποιητικά τους όρους performativity και performance μοιάζει σαν η ελληνική μετάφραση να απαντάει εκεί που η ίδια η Μπάτλερ προτιμά να υπεκφεύγει.
Και βεβαίως εξαιρετικά προβληματική είναι η μετάφραση του intersex σε διαφυλικότητα στο βαθμό που δεν προτείνεται κάποια ικανοποιητική απόδοση στα ελληνικά του transexuality.
Όμως οι μεταφραστικές επιλογές ποτέ δεν είναι αθώες.
@ hermeia
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν εννοείς "γλώσσα μας" τέτοια οργουελιανής αισθητικής γλωσσοπλαστικά κατορθώματα, ευχαριστούμε αλλά δεν θα πάρουμε.
Ούτε και πρόκειται να αισθανθούμε κάποιο δέος απέναντι στη "δράκα των μυημένων" της queer θεωρίας μέσα από τέτοιους σοφολογιοτατισμούς.
Ω, μα αυτά δεν είναι τίποτα, μπροστά στα queertrans κατορθώματα, όπου όλα γίνονται σούπα, με απολύτως σαφείς σκοπούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα σας, συνεχίζω να μην βλέπω αντιπροτάσεις για τα εν λόγω μεταφραστικά ατοπήματα...
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ανώνυμε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις αντιπροτάσεις τις θέλετε δωρεάν ή προτίθεστε να πληρώσετε το κατιτί σας;
@Ανώνυμος,
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι κριτικές διατίθενται δωρεάν αλλά οι αντιπροτάσεις με το "κατιτί" μου;
Είναι κρίμα να γινεται μόνο κριτική, χωρίς ποτέ να προτείνεται κάτι στην θέση των όσων κατακρίνονται. Αφενός δείχνει εμπάθεια, αφετέρου δεν εξελίσει το θέμα που πραγματεύεται.
Δεν βλέπω γιατί αν κάποιος θεωρεί ότι ξέρει καλύτερα ή έχει κάτι επικοδομητικό να προτείνει να μην το κάνει... Εσεις;
@ανώνυμε,
ΑπάντησηΔιαγραφήστα μπλογκ οι κριτικές διατίθενται δωρεάν, όπως και μιας μεγάλης γκάμας πληροφοριακό υλικό.
Στις μέρες μας δεν είναι λίγοι εκείνοι στα διάφορα έντυπα που βιοπορίζονται αντιγράφοντας όλο αυτή τη δωρεάν προσφορά, χωρίς καν να αναφέρουν τις πηγές τους.
Το βρίσκετε δίκαιο;
@Ανώνυμος
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αντιγραφή και η λογοκλοπή χωρίς αναφορά των πηγών είναι σαφώς απαράδεκτη. Τι σχέση όμως έχει με το συγκεκριμένο θέμα; Υπονοείτε ότι οι άνθρωποι που κατακρίνουν τις εν λόγω μεταφράσεις, δεν προτείνουν κάτι άλλο για να μην τους κλέψουν τις ιδέες τους, ή επειδή το κάνουν δωρεάν δεν πρέπει να έχουμε απαιτήσεις απ' αυτούς; Ή απλά αλλάζετε το κέντρο βάρους του θέματος για να μην απαντήσετε ευθέως στο γιατί κανείς δεν προτείνει κάτι και ασκεί μόνο κριτική;
Performativity είναι όταν υποβιβάζεις τον αντίπαλό σου στα ουδετέρου γένους, δηλ. το παλιό, δοκιμασμένο κόλπο που λέγεται συμβολικός ευνουχισμός. Στο χωριό μου πάντως το λέμε straight acting γιατί το μάθαμε από τους στρέιτ, που μας έλεγαν διάφορα του τύπου "μη μου κολλάς γιατί θα σου αποδομήσω τα αποδομημένα" κτλ.
ΑπάντησηΔιαγραφή