30.12.09

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΠΟΛ ΜΠΟΟΥΛΣ

Paul Bowles (30/10/1910 – 18/11/1999)
.
Πολ Μποουλς: Ψηλά πάνω από τον κόσμο
μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου (εκδ. Απόπειρα)
«Οπως κάθε ρομαντικός, ήμουν λίγο - πολύ βέβαιος ότι μια μέρα θα έβρισκα τον μαγικό τόπο που θα μου αποκάλυπτε τα μυστικά του και θα μου χάριζε έτσι τη σοφία και την έκστασή του, δηλαδή τον θάνατο», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο «μάγος του Μαρόκου», ο Αμερικανός μουσικός, συγγραφέας και μεταφραστής Πολ Μπόουλς (1910-1999). Γιος ενός αυταρχικού πατέρα–αφέντη, για τον οποίο ώς το τέλος της ζωής του πίστευε ότι είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει όταν ήταν μωρό, με μια μητέρα που προσπαθούσε να αντισταθμίσει τον τρόμο διαβάζοντάς του Ναθάνιελ Χόθορν και Εντγκαρ Αλαν Πόε, ο Μπόουλς θα ξεκινήσει να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, το πανεπιστήμιο του Πόε, έχοντας ήδη στα δεκαεφτά του δει ένα ποίημά του δημοσιευμένο πλάι σε κείμενα του Τζέιμς Τζόις και του Πολ Ελιάρ. Θα στραφεί προς τη μουσική, με δάσκαλο τον Ααρον Κόπλαντ και, κυρίως, θα αρχίσει πολύ νωρίς να ταξιδεύει, στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Σαχάρα, την Κεντρική Αμερική, την Ασία – θεωρώντας ότι όταν αφήνεις πίσω μια ζωή και δεν έχεις ακόμα βρει μιαν άλλη βιώνεις μιαν ανεπανάληπτη ελευθερία. Προστατευόμενος της Γερτρούδης Στάιν στο Παρίσι, όπου θα γνωριστεί με όλη τη μοντερνιστική πρωτοπορία του εικοστού αιώνα, θα ακούσει τη συμβουλή της και θα επισκεφθεί την Ταγγέρη. Κι όταν σαν την κυρία Ρέινμαντλ στο «Ψηλά πάνω από τον κόσμο» θα αποφασίσει ότι ζώντας κανείς στα ξενοδοχεία παύει να είναι άνθρωπος, θα εγκατασταθεί οριστικά στην Ταγγέρη (1947-8), μαζί με τη γυναίκα του, την επίσης συγγραφέα Τζέιν Αουερ, με την οποία τον ενώνει μια σχέση αντισυμβατική, που χωράει τη συντροφικότητα αλλά και τις ομοφυλόφιλες επιλογές αμφοτέρων. Στο σπίτι τους, σημείο αναφοράς της Ταγγέρης, θα υποδεχθούν κατά καιρούς τον Τρούμαν Καπότε και τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Ουίλιαμ Μπάροους και τον Γκρέγκορι Κόρσο, τον Μπράιον Γκάιζιν και τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και πλείστους άλλους.
Διάσημος από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με το περίφημο «Τσάι στη Σαχάρα», το οποίο είδαμε στο σινεμά το 1990 σε σκηνοθεσία Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μπόουλς θα μοιράζει στην «ονειρική», κοσμοπολίτικη και ελευθεριακή Ταγγέρη το χρόνο του ανάμεσα στην ακρόαση και την καταγραφή της λαϊκής λογοτεχνίας και μουσικής, που τόσο επηρεάζουν και το προσωπικό του στυλ, στη μετάφραση μαροκινών συγγραφέων και στο συγγραφικό του έργο – αναπτυγμένο με τον τρόπο της φούγκας, ως ένα ενιαίο πολυφωνικό κείμενο που αντιστικτικά επανέρχεται στο βασικό του θέμα, τη βία «που μόνο ο άνθρωπος ανάμεσα στα ζώα μπορεί να εννοιοποιήσει» και την καταστροφή, «που μόνο ο άνθρωπος απολαμβάνει την ιδέα της».
Το «Ψηλά πάνω από τον κόσμο» αφηγείται και πάλι την ιστορία ενός ζευγαριού Αμερικανών που επισκέπτονται μια χώρα της Κεντρικής Αμερικής, θωρακισμένοι με την πεποίθηση ότι τα χρήματα και η συγκρότησή τους τούς προστατεύουν από τα πάντα, για να βυθιστούν στην τρέλα και τον τρόμο μιας πολυεπίπεδης απώλειας του εαυτού. Δομημένο ως αστυνομικό μυθιστόρημα, το κείμενο εκθέτει με το γνωστό ψυχρό και αποστασιοποιημένο ύφος του Μπόουλς (πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά) τον ιδιότυπο ζοφερό εξωτισμό του, που ορίζεται από την αμετάκλητη καταδίκη του δυτικού τρόπου σκέψης και του δυτικού πολιτισμού, την αδυναμία του μπροστά στο πρωτόγονο πνεύμα, την αναπότρεπτη κυριαρχία του Κακού στην πλέον κοινότοπη μορφή του και την ικανότητά του να ενσκήπτει αναπάντεχα, διαλύοντας την ανθρώπινη ζωή. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον γιατρό Σλέιντ και τη νεαρή του γυναίκα να αποβιβάζονται σε ένα μικρό λιμάνι της Κεντρικής Αμερικής, να γνωρίζονται με την πλούσια κυρία Ρέινμαντλ που επισκέπτεται τον γιο της, να συνεχίζουν το ταξίδι τους και να πληροφορούνται ότι μια πυρκαγιά κατέκαψε το ξενοδοχείο όπου είχαν διαμείνει μαζί και την Καναδέζα φίλη τους. Να γνωρίζουν έναν γοητευτικότατο νεαρό άντρα που αποδεικνύεται ο γιος της και να αρρωσταίνουν, βαριά, και οι δύο. Το σασπένς επιτάσσει η σύνοψη αυτή να σταματήσει εδώ.
Ο προσεκτικός αναγνώστης επισημαίνει εξαρχής τον δεξιοτεχνικό τρόπο με τον οποίο εγχέεται στην αφήγηση η απειλή. Ο Μπόουλς προβαίνει διαρκώς σε προσημάνσεις που έχουν να κάνουν με τον εφιάλτη και τον θάνατο, μέσα σε ένα πλαίσιο που εμφανίζεται εντελώς φυσιολογικό και καθημερινό, προσημάνσεις στενά συνδεδεμένες με τον τόπο που λειτουργεί ως καταλύτης για την εξέλιξη της πλοκής: το πλοίο σφυρίζει πένθιμα, προφανώς διότι γνωρίζει την κατάληξη των επιβατών του· το ρολόι θυμίζει ωρολογιακή βόμβα, αφού εκμετράει ένα χρόνο προορισμένο να τελειώσει πολύ σύντομα· ένας παπαγάλος κρώζει σαν δαίμονας· όρνεα πάνε και έρχονται ανάμεσα στους ανθρώπους· το σκοτάδι είναι αποκρουστικό· η βροχή βίαιη και απειλητική. Η σιωπή τρυπάει τα αυτιά σαν βελόνα και όλα τα γεγονότα, ο εφιάλτης, η απαγωγή, πρώτα λέγονται και σαν να διαθέτουν οι λέξεις δύναμη μαγική, στη συνέχεια γίνονται. Δυσοίωνοι φωτισμοί, η αγαπημένη τζαζ του Μπόουλς, η λαϊκή μουσική του τόπου και οι ήχοι της Φύσης, ολοζώντανες απεικονίσεις της Φύσης και εξίσου ολοζώντανες παραισθήσεις που αλλάζουν τα χρώματα και τους ρυθμούς του κόσμου προβάλλοντας τις εκδοχές του Κακού σε ποικίλο φόντο ενισχύουν το σασπένς και ολοκληρώνουν την εικόνα της επικείμενης καταστροφής – που σήμερα φαντάζει πιο πραγματική και πιο πιθανή παρά ποτέ.
(Της Τιτίκας Δημητρούλια, Καθημερινή, 27/9/2009)
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου