21.12.09

Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Η ΒΕΝΤΑΛΙΑ

Η θρυλική μεταμφίεση του Τσαρούχη σε Κυρία με τας καμελίας
(Αρχείο Μιχάλη Μακρουλάκη)
.
Η φωνή και η βεντάλια
Οι άγνωστες παραστάσεις της Κατοχής, όπου ο Γιάννης Τσαρούχης υποδυόταν γυναίκες, με κοινό την Κοτοπούλη, την Παπαδάκη, τον Βεάκη, τη Δανάη και όλη την αθηναϊκή κοινωνία της εποχής
Μαρία Καραβία (Το Βήμα, 6/12/2009)
Η Ελένη Παπαδάκη, που τον είχε ακούσει κάποτε να τραγουδάει άριες από την «Τραβιάτα» ντυμένος ως κυρία με τα καμελίας, του είχε πει: «Γιάννη μου, ήσουνα υπέροχος. Κι όπου δεν έφτανε η φωνή σου, έφτανε η βεντάλια σου!..».
Η μεγάλη πρωταγωνίστρια δεν ήταν η μόνη θαυμάστρια των μεταμφιέσεων του Γιάννη Τσαρούχη. Οι περίφημες παραστάσεις του, που έφτασαν στο αποκορύφωμα της ευρηματικότητας στα πάρτι της Κατοχής, τα αναγκαστικά ολονύχτια λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας, είχαν πάντοτε εκλεκτό καλλιτεχνικό κοινό. Γι΄ αυτό και οι περιγραφές τους έχουν διασωθεί στην προφορική παράδοση της αθηναϊκής κοινωνίας. Κι όχι μόνο ανεκδοτολογικά. Εχουν φτάσει ως τις μέρες μας όλες οι λεπτομέρειες για το πώς ήταν φτιαγμένα τα διάφορα κοστούμια, με τα υποτυπώδη υλικά που είχε στη διάθεσή του εκείνο τον καιρό της τραγικής ανέχειας ο ζωγράφος. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι εμφανίσεις του αυτές έχουν διασωθεί σε μικρές τσακισμένες και ξεθωριασμένες από τον καιρό φωτογραφίες, που επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο εκείνων των κοστουμιών, τη φαντασία, τη βαθιά, βαθύτατη γνώση του για την εποχή και το αιώνιο χιούμορ τουκράμα οξύτατης κοινωνικής παρατήρησης και ειρωνείας.
Το καρναβάλι της φυγής
Ο Τσαρούχης έβλεπε το Καρναβάλι ως φυγή από την πραγματικότητα. Μια κατά βάθος τραγική δυνατότητα να ενδυθείς κάποιον άλλο χαρακτήρα, κάτι που αποκαλύπτει ίσως μια μορφή παράνοιας καταχωνιασμένης στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης. «Βλέπουμε τον εαυτό μας σαν κάποιον άλλον κι αυτό είναι μια δυνατή φυγή. Και φέρνουμε τον άλλο στα μέτρα μας, κάτι που είναι μια ανθρωποφαγική ικανοποίηση. Ενας ζωγράφος αποφασίζει να ζωγραφίσει τον εαυτό του, όταν τον δει σε κάποιον άλλον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Εγγονόπουλο που μου είχε πει μια φορά: “Εκανα μία πολύ ωραία... αυτοπροσωπογραφία του Μιαούλη!”».
Στα χρόνια της νιότης του ντυνόταν για να εμφανιστεί «μασκέ» στους μεγάλους αποκριάτικους χορούς της κοσμικής Αθήνας. Η εμφάνισή του στο χορό των Συντακτών ως «λαίδη Χάμιλτον εν χηρεία» έκανε τον αείμνηστο Κώστα Σταματίου να αναφωνήσει: «Βάζει κάτω και τη Βίβιαν Λη!».
Ο Τσαρούχης, γνώστης του υφάσματος, της ιστορίας του ενδύματος και του θεάτρου, μπορούσε με ένα κουρέλι να ντυθεί καλόγρια ή να διακωμωδήσει το τάδε ή το δείνα πρόσωπο της Αθήνας. Οι μεταμφιέσεις του όμως που έμειναν αξέχαστες δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Ηταν εμφανίσεις καλά προετοιμασμένες και οργανωμένες. Βραδιές απολαυστικές, που συχνά μάλιστα είχαν και αντιστασιακό σκοπό.
Αριες από όπερες
Η Ολυμπία Παπαδούκα γράφει για την πολύτιμη προσφορά του Γιάννη Τσαρούχη στην Εθνική Αλληλεγγύη, που εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν τον Ερυθρό Σταυρό του ΕΑΜ. Το κοινό των παραστάσεών του συγκεντρωνόταν στο σπίτι της Ελένης Θεοχάρη-Περράκη, της γνωστής δημιουργού του κουκλοθέατρου του μπαρμπα-Μυτούση στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στην οδό Μαρασλή. «Τον είδα σε μία από τις παραστάσεις που έδινε, κρατώντας όλο το πρόγραμμα μόνος του, παίζοντας και τραγουδώντας άριες από όπερες. Εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν η σωστότατη μουσική απόδοση κάθε άριας που τραγουδούσε. Τότε μελετούσα μουσική με τον Ζήζο Χαρατσάρη, έναν ταλαντούχο συνθέτη, μαέστρο, σκηνοθέτη και φιλόλογο. Εμενε σε ένα υπόγειο διαμέρισμα, στην οδό Λένορμαν 165. Εκεί ερχόταν κάθε μέρα ο Τσαρούχης και μελετούσε τις άριες. Η μελέτη γινότανε στο αρμόνιο γιατί ο Ζήζος δεν είχε πιάνο. Ετσι, ο Τσαρούχης έμαθε και τραγουδούσε τις άριες με απόλυτη μουσική ακρίβεια. Στην άρια της Βιολέτας από την “Τραβιάτα”, τραγουδούσε κι έπαιζε τη σκηνή που η Βιολέτα έχει αποσυρθεί στο μικρό της διαμέρισμα λησμονημένη και περνάει τις τελευταίες της μέρες περιμένοντας τον θάνατο. Ο Γιαννάκης-Βιολέτα σηκωνόταν από το κρεβάτι και με κόπο, γιατί τα πόδια της δεν τη βαστούσαν, τρικλίζοντας, πήγαινε στον καθρέφτη, έκλαιγε και μόλις αναπνέοντας τραγουδούσε σπαραχτικά το “Αντίο ντελ πασάτο!”. Τραγουδούσε επίσης την άρια της Μαργαρίτας από τον “Φάουστ”, τη σκηνή που η Μαργαρίτα γυρίζοντας τη ρόδα της ανέμης τραγουδάει την άρια για τον βασιλιά της Θούλης. Το πρόγραμμα τελείωνε με μιμήσεις παλαιών σταρ του βωβού κινηματογράφου Μπερτίνι, Πόλα Νέγκρι. Αξέχαστος ο Γιαννάκης μας...».
Τη δική του εκδοχή για τις παραστάσεις αυτές τις έχει καταθέσει σε συνομιλία με τον Διονύση Φωτόπουλο. Νομίζω μάλιστα πως από μετριοφροσύνη βάζει επίτηδες νερό στο αντιστασιακό κρασί:
«Η “Αΐντα” ήταν καμωμένη από πουκάμισο της γιαγιάς μου, ένα ψαριανό μεταξωτό κοστούμι το οποίο θαύμαζε πολύ η Μαρίκα Κοτοπούλη... Σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη, στις ρεκλάμες, η Αΐντα ήταν βαμμένη γκρίζα για να μην είναι μαύρη και εξαφανίζεται. Η “Εύθυμος χήρα” ήταν με παραδείσια μαύρα φτερά και καπέλο με φιόγκο μεγάλο. Η “Τραβιάτα” ήταν με τη φουστανέλα του παππού μου, κάτω κάτω, να σούρνεται και μια φανέλα αθλητική για ντεκολτέ, χάρτινα λουλούδια από λαμπάδα και γάντια άσπρα μακριά. Στη μέση ήταν ντραπαρισμένο ένα σεντόνι ριγωτό άσπρο, από αυτά τα υφαντά... Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο σπίτι της Δανάης. Αλλά ήταν διάσημο το κοινό το οποίο παρακολουθούσε, όπως ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Παπαδάκη, ο πρεσβευτής Αλέ ξανδρος Μάτσας. Η Μαρία Κοτοπούλη εκτιμούσε πολύ αυτές τις παραστάσεις και απαγόρευε στον κόσμο να γελάει ενώ ήταν κωμικές, διότι έλεγε “Προσέχτε την τεχνική του”. Αρχικώς ήταν υπέρ της αντιστάσεως αυτές οι παραστάσεις. Μετά τις έκανα υπέρ του... ταμείου μου. Γινόταν στον κύκλο του θεάτρου όπου κάναμε διάφορες παραστάσεις και μαζεύανε λεφτά για τους αντάρτες, αλλά μετά τις έκανα κατά πρόσκληση. Ελεγαν θέλουμε την παράσταση αυτή. Η τελευταία παράσταση δόθηκε στο θέατρο Κατερίνας όπου παίχτηκαν όλα τα νούμερα. Αυτή η τελευταία παράσταση έγινε στην απελευθέρωση...».
«Είμαι ο μεγαλύτερος έλληνας ηθοποιός, μου είχε πει κάποτε. Επαιξα όμως τόσο καλά το ρόλο του ζωγράφου, που ούτε κι εγώ ξέρω πια αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Αισθάνομαι πάντοτε ηθοποιός. Μήπως και η ηθοποιία δεν είναι κι αυτή τέχνη; Αλλά το όνειρό μου είναι να είμαι κάτι άλλο. Παραπάνω από καλλιτέχνης. Κι αυτό είναι δύσκολο...».
Ατμόσφαιρα με το τίποτα
Ενας από τους πιο προικισμένους σκηνογράφους και ενδυματολόγους που πέρασαν από το νεοελληνικό θέατρο, μελετητής του κοστουμιού και λεπταίσθητος γνώστης των υφασμάτων, ο Τσαρούχης είχε το ταλέντο να δημιουργεί ατμόσφαιρα με το τίποτα, τόσο στη ζωή όσο και στη σκηνή. Με λίγα μέτρα κάμποτ, που το έκανε να δίνει την εντύπωση βαρύτιμης στόφας, είχε κάνει κουρτίνες στο ατελιέ του στο Μαρούσι κάποτε, στολισμένες στην κορυφή με γιρλάντες από αληθινά πράσινα φύλλα και τριαντάφυλλα άσπρα και ροζ, καμωμένα από χαρτί τουαλέτας! Οι σοφές επεμβάσεις του είχαν κάνει το χώρο να φαίνεται σαν σαλόνι 19ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί για ένα βράδυ μόνο, στη δεξίωση που δόθηκε μετά το γάμο της ανιψιάς του.
Εχει πει: «Μ΄ αρέσει να εξευτελίζω τις αξίες, τα κοσμήματα στο θέατρο. Να τα κάνω από υλικά που στοιχίζουν μία πεντάρα...». Πράγματι. Στον Φωτόπουλο διηγείται ότι έπρεπε π.χ. να κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι με το μίνιμουμ του προϋπολογισμού. Δέκα σκηνικά και πάμπολλα κοστούμια που όλα έγιναν με χασέ, αλατζά και φθηνά υφάσματα. Θεωρούσε άλλωστε ότι τα φθηνά βαμβακερά υφάσματα, ιδιαίτερα ο αλατζάς, έρχονται πιο κοντά στη ζωγραφική υφή. Εντύπωση πάντως έκανε, όπως λέει, στην παράσταση αυτή «η ερμίνα της πρωταγωνίστριας από σκέτο κάμποτ και ένα γιακαδάκι από λευκό κουνέλι. Ο κόσμος τρόμαζε κάθε φορά που την πετούσε καταγής και έλεγαν «τέτοιο ακριβό γουναρικό».

* Προδημοσίευση από το βιβλίο της Μαρίας Καραβία «Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη», Εκδόσεις Καπόν.

1 σχόλιο: