18.12.09

ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΪΛΙΑΜΣ: ΚΑΙ ΜΕΤΑ...

Image Hosted by ImageShack.us
.
Θραύσματα Τενεσί Ουίλιαμς
Η έκδοση των Σημειωματαρίων όπου κατέγραφε τη ζωή του
The Guardian / Καθημερινή, 2007
Στην παράσταση του 1970 της «Eντα Γκάμπλερ» από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία Ινγκμαρ Μπέργκμαν, το προσωπικό του θεάτρου αναγκάστηκε να σύρει έξω από την αίθουσα έναν ηλικιωμένο κύριο, ατημέλητα ντυμένο, επειδή κάθε τόσο έσκαγε σε γέλια, εμποδίζοντας την ηρεμία και συγκέντρωση του κοινού και των ηθοποιών. Αποκαλύφθηκε ότι ο κύριος εκείνος δεν ήταν άλλος από τον Τενεσί Ουίλιαμς (με ένα νεαρό συνοδό), στην ύστερη φάση της ζωής και της δημιουργίας του, όταν αμφότερα είχαν αρχίσει να καταρρέουν.
Ηταν πια ένα θλιβερό θέαμα. Πώς όμως κατέληξε σε αυτό ο ποιητής του «Γυάλινου κόσμου», του «Λεωφορείου ο πόθος», της «Λυσσασμένης γάτας»; Τούτο αποκαλύπτεται οδυνηρά μέσα από τα σημειωματάριά του, που με τον τίτλο Notebooks εκδόθηκαν πρόσφατα (εκδ. Yale), σε εξαιρετική επιμελητική δουλειά της Margaret Bradham Thornton. Από εκεί φαίνεται, όπως γράφει στον «Γκάρντιαν» ο ηθοποιός και συγγραφέας Σάιμον Κάλοου («Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία»), ότι ο Ουίλιαμς στη δημιουργία του μετάγγισε τα πάντα από τη ζωή του, με τρομερή δυσκολία μετασχηματίζοντάς τα και εν μέσω δυνατών αμφιβολιών για την αξία του και προμηνυμάτων (όπως πίστευε) του φυσικού και πνευματικού του τέλους. Αυτά είναι ήδη γνωστά από την αλληλογραφία και τα Απομνημονεύματά του, αλλά όχι με αυτή την αμεσότητα που τα διαβάζει κανείς στα σημειωματάρια τούτα.
Οταν τα ξεκίνησε, η σχιζοφρένεια της αδελφής του δεν είχε ακόμη διαγνωσθεί, η μητέρα του ήταν απόμακρη, ο πατέρας του μέθυσος και ο ίδιος είχε αναγκασθεί από αυτόν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για πανεπιστημιακή μόρφωση και να δουλέψει υπάλληλος για μια τριετία στη Διεθνή Εταιρεία Υποδημάτων. Τις ελεύθερες ώρες του έγραφε ασταμάτητα διηγήματα, μονόπρακτα θεατρικά, ποιήματα· όλα τους απορρίφθηκαν όπου τα έστειλε για δημοσίευση.
Πολλά, όμως, από αυτά που έγραψε τότε ήταν οι σπόροι που αναπτύχθηκαν στα κατοπινά του αριστουργήματα. Με μια δημιουργική διαδικασία που έμοιαζε στη μουσική σύνθεση, έπαιρνε από το ένα θέματα, σκηνές, πρόσωπα, πλοκή και τα μετέφερε σε άλλο έργο, υπομονετικά και επίμοχθα, υφαίνοντάς τα στον καμβά εκείνο των μεγάλων, δραματικών ποιημάτων του για τη σκηνή, τα οποία συναποτελούν τη μεγαλύτερη αξίωσή του για την αθανασία.
Μαζί όμως άρχισαν να εμφανίζονται οι δαίμονες, οι καταθλίψεις που τον καταδίωκαν σε όλη τη ζωή του και τα χάπια για τα άλγη της ψυχής και του σώματος. Το αλκοόλ ήταν ακόμη λίγο, αλλά στα 28 του, το 1939, ανακάλυψε την ομοφυλοφιλία του. Εκτοτε, η τριάδα αυτή, σεξ, χάπια, αλκοόλ, έγιναν η μόνιμη συντροφιά του, η μόνη που κράτησε ώς το τέλος της ζωής του.
Αρχισε πια να πίνει από το πρωί και να σταματά όταν έπεφτε για ύπνο, τις πρώτες πρωινές ώρες. Από χάπια, κάθε μήνα ανακάλυπτε κάποιο καινούργιο και μήτε το πιοτό μήτε τα χάπια ήταν εμπόδιο στην ακατάσχετη, αφότου την ξεκίνησε, ερωτική του ζωή, που ήταν κυρίως να κοιμάται κάθε βράδυ με άλλον, όλοι τους τυχαίες συναντήσεις, δίχως παρελθόν ούτε μέλλον. Μέσα σ’ αυτά δούλευε επίμονα στα έργα του και έφτασε τελικά η φήμη και η επιτυχία. Βρήκε τον (καταστροφικό) έρωτα στο πρόσωπο του Φρανκ Μέρλο, αλλά όχι τη γαλήνη, αντίθετα κατατρωγόταν από τον φόβο, την πηγή όπως γράφει όλων των νευρώσεών του, αλλά και ολόκληρης της δημιουργίας του. Ζούσε στα όρια της εμπειρίας. Αξιοθαύμαστη η αντοχή του. Τη μια μέρα κακοποιούνταν από τους συντρόφους του και την άλλη παρέδιδε καινούργιο έργο στον εκδότη του.
Στο κέντρο όλων αυτών ήταν η εργασία, αλλά η ζωή τούτη δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ στο ίδιο επίπεδο, δημιουργικά και συναισθηματικά. Το γράψιμο άρχισε να γίνεται όλο και δυσκολότερο –«αν μπορούσα να ξανανάψω τα χρωματιστά φώτα στο μυαλό μου»– γράφει κάπου. Τα χάπια με το πιοτό φέρνουν πνευματικό μούδιασμα. «Το ταλέντο πεθαίνει μέσα μου από υπερέκθεση, σαν να έπαθε ηλίαση από τον δυνατό ήλιο της επιτυχίας». Βλέπει τον εαυτό του σαν να μην είναι, να μην υπήρξε ποτέ, μέρος της ζωής. Κοιτάζει την παρακμή του. «Ο κατήφορος είναι μακρύς και συνεχίζεται», σημειώνει όταν πάλευε με την «Κάθοδο του Ορφέα στον Αδη» και τη «Λυσσασμένη γάτα», για τα οποία ένας κριτικός παρατήρησε: «Φαίνονται να μη γράφτηκαν καν, αλλά να αναπήδησαν ως ουσία της ζωής. Απλότητα μαζί με τελειότητα εκτέλεσης», χαρακτηρισμοί που ίσως θα προκαλούσαν την ειρωνεία του ίδιου του συγγραφέα.
Κατέφυγε στην ψυχανάλυση, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψε. Σταμάτησε να γράφει στα σημειωματάρια το 1958 και ξανάρχισε 21 χρόνια αργότερα, με μια απολογία ζωής: «Πέθανα από το ίδιο μου το χέρι ή με κατέστρεψε σιγά και σκληρά μια συνωμοτική ομάδα; Δεν καταλαβαίνω τη ζωή μου, την περασμένη και την τωρινή, ούτε καταλαβαίνω τι είναι η ζωή. Ο θάνατος μού είναι πιο κατανοητός».
Εζησε ακόμη 4 χρόνια και πέθανε όχι από συνωμοσία, αλλά από τον φελλό ενός μπουκαλιού, που καθώς τον τράβηξε με τα δόντια, τον κατάπιε και κόλλησε στον λαιμό του. Ισως το σώμα του να μην μπορούσε να υποφέρει άλλο, μετά τόσα χρόνια κατάχρησης. «Και μετά...» είναι η φράση που τελειώνουν πολλά κομμάτια στα σημειωματάρια. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπήρξε μετά.
.
Image Hosted by ImageShack.us

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου