«Ήταν από πολύ καλή οικογένεια»
Σταμάτης Φασουλής (Τα Νέα, 19/9/2009)
(…)
Περπατάς ανά τας οδούς και τας ρύμας της Αθήνας κι ακούς μια γλώσσα που όλο κάτι πάει να πει, κι όλο μένει στη μέση του δρόμου μετέωρη, αναποφάσιστη. Να κατέβει Ομόνοια ή ν΄ ανέβει Κολωνάκι;
Μια κυρία στον προθάλαμο της κατάθλιψης, πολύ προοδευτική κατά τα άλλα: «Α, δεν μπορώ πια. Δεν τολμάω να κατέβω κάτω απ΄ την Αθηνάς. Αισθάνεσαι σαν σε ξένη χώρα. Κινέζοι, Πακιστανοί, Μαύροι, Αλβανοί. Και οι περισσότεροι με τη σύριγγα στο χέρι». Την άλλη μέρα η ίδια κυρία έξαλλη: «Δεν έχω μυαλό να κάτσω δουλέψω. Είναι έγκλημα αυτό που γίνεται. Φτιάχνουν στρατόπεδα και μάζεψαν όλους τους αλλοδαπούς απ΄ την Πλατεία Θεάτρου και θα τους μαντρώσουν, οι φασίστες». Το πλέον περίεργο για την κυρία είναι ότι η Νέα Υόρκη την ξετρελαίνει, «γιατί διαθέτει αγάπη μου αυτή την πανσπερμία, αυτό το ανακάτεμα από χρώματα, γλώσσες, ράτσες και φυλές, που δίνουν έναν τρελό ρυθμό στην πόλη. Πεθαίνω για Μανχάταν. Δεν υπάαααρχει».
Οι φίλοι μου σερφάρουν στις παραλίες του ηλεκτρονικού κόσμου. Χιλιάδες τα μηνύματα και οι αναμμένοι πόθοι που σέρνονται στο Διαδίκτυο. Διαβάζω πάνω απ΄ τον ώμο τους: «Τhelo tin psoli su», «Gustaro na glipso vizares», «Ιme aftarxikia afedra», «Ρsinese na se gamiso?».
(…)
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταριχεύει, ολοένα ταριχεύει.
Ό,τι μισούσες είναι κολλημένο απάνω σου, ένα με το κορμί σου. Ό,τι πολέμησες (πολέμησες, μη λέμε μεγάλες κουβέντες, ό,τι απεχθάνεσο να λες) δεν τρέφεται μόνο, αλλά και σου στερεί το αίμα σου. Κι όμως αυτή είναι πια η γλώσσα σου και σε λίγο θα την υπερασπιστείς σαν κάτι δικό σου.
(…)
Γράφω, γράφω κι είναι ένας άλλος εαυτός που μιλάει παράλληλα μ΄ εμένα αλλά δεν τον ακούω. Ή μάλλον τον ακούω πολύ καλά, αλλά δεν τον αφήνω να γράψει ούτε λέξη. Έτσι κι αλλιώς είναι το ίδιο ψεύτης με εμένα. Κατεβαίνω στην πόλη και μαραίνομαι. Είναι το νέφος, όχι δεν μιλάω για τη ρύπανση που έτσι κι αλλιώς ενυπάρχει στις καρδιές μας, αλλά γι΄ αυτό το φως που κάνει το άστυ να μοιάζει απ΄ το πρωί ότι νυχτώνει. Για να ξεφύγω κλείνομαι στο σπίτι κι ανοίγω τη βεράντα. Είναι παρηγοριά.
Αυτό το τοπίο της Αττικής που επιμένει. Ο αχνογάλαζος όγκος των βουνών. Μαλακές καμπύλες που διακόπτουν βίαια ηλεκτρικοί πυλώνες κάνοντάς το να μοιάζει με τη ζωή μας ίδιο κι απαράλλακτο.
Λίγοι οι φίλοι πια και σε κοιτούν σαν συνωμότες σε κηδεία άγνωστου μέλους που πιάστηκε στον ύπνο.
Κάνω πρόβες, ακούω τραγούδια άλλων εποχών και εμβατήρια. «Μια τρελή βραδιά χορού». Αυτό το «τρελή» κυκλοφορούσε ελεύθερα τότε στα λεγόμενα ελαφρά, αλλά και σε όλη την ερωτική παραφιλολογία. Δεν ήταν μόνο τρελή η νύχτα, ήταν και μια «μικρή τρελή τσιγγάνα» κι άλλη μια «τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις».
Τώρα πια δεν την βλέπεις στα άσματα και στα ροζ βιβλιαράκια, εξηφανίσθη. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι αυτή η εξαφάνιση της «τρελής» συνέπεσε με την εξάπλωση της κυκλοφορίας του Λεξοτανίλ. Τώρα, απ΄ ό,τι έμαθα, τη θέση των τρελών πήραν οι «τσούλες». Δεν διαφωνώ. Δεν διαφωνώ πια με τίποτα. Ούτε συμφωνώ. Βλέπω το έργο σε DVD. Καμιά φορά πάει να σκάσει ένα χαμόγελο. Μπα, πριν ολοκληρωθεί γίνεται γκριμάτσα. Πας να την βγάλεις, έχει γίνει ένα με το πρόσωπο. Έχει κολλήσει. Χαλκομανία.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταριχεύει. Ολοένα ταριχεύει.
(…)
Κλείνω την τηλεόραση για να γλιτώσω κι ανοίγω το παράθυρο. Και βλέπω πάλι καμένη την Πεντέλη. Κλείνω τη βουή απ΄ έξω κι ανοίγω τα βιβλία.
Και να σκεφτείς, δεν ήθελα ποτέ να ήμουν απ΄ αυτούς που έχυσαν το ποτήρι της ζωής στον νεροχύτη...
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταριχεύει. Ολοένα ταριχεύει.
Έτσι τα τελευταία χρόνια βαδίζω με τον στίχο αγκαλιά:
«Όσο θάρρος μου λείπει/ Το πήρα/ Σε βάρος/ Πείρα/ Και λύπη».
...Μόνη παρηγοριά το ζεστό σώμα δίπλα σου. Ξυπνάς τη νύχτα κι ακούς την ανάσα του στον ρυθμό των ονείρων, μπας και μαλακώσει λίγο το σκληρό του κόσμου.
Σταμάτης Φασουλής (Τα Νέα, 19/9/2009)
(…)
Περπατάς ανά τας οδούς και τας ρύμας της Αθήνας κι ακούς μια γλώσσα που όλο κάτι πάει να πει, κι όλο μένει στη μέση του δρόμου μετέωρη, αναποφάσιστη. Να κατέβει Ομόνοια ή ν΄ ανέβει Κολωνάκι;
Μια κυρία στον προθάλαμο της κατάθλιψης, πολύ προοδευτική κατά τα άλλα: «Α, δεν μπορώ πια. Δεν τολμάω να κατέβω κάτω απ΄ την Αθηνάς. Αισθάνεσαι σαν σε ξένη χώρα. Κινέζοι, Πακιστανοί, Μαύροι, Αλβανοί. Και οι περισσότεροι με τη σύριγγα στο χέρι». Την άλλη μέρα η ίδια κυρία έξαλλη: «Δεν έχω μυαλό να κάτσω δουλέψω. Είναι έγκλημα αυτό που γίνεται. Φτιάχνουν στρατόπεδα και μάζεψαν όλους τους αλλοδαπούς απ΄ την Πλατεία Θεάτρου και θα τους μαντρώσουν, οι φασίστες». Το πλέον περίεργο για την κυρία είναι ότι η Νέα Υόρκη την ξετρελαίνει, «γιατί διαθέτει αγάπη μου αυτή την πανσπερμία, αυτό το ανακάτεμα από χρώματα, γλώσσες, ράτσες και φυλές, που δίνουν έναν τρελό ρυθμό στην πόλη. Πεθαίνω για Μανχάταν. Δεν υπάαααρχει».
Οι φίλοι μου σερφάρουν στις παραλίες του ηλεκτρονικού κόσμου. Χιλιάδες τα μηνύματα και οι αναμμένοι πόθοι που σέρνονται στο Διαδίκτυο. Διαβάζω πάνω απ΄ τον ώμο τους: «Τhelo tin psoli su», «Gustaro na glipso vizares», «Ιme aftarxikia afedra», «Ρsinese na se gamiso?».
(…)
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταριχεύει, ολοένα ταριχεύει.
Ό,τι μισούσες είναι κολλημένο απάνω σου, ένα με το κορμί σου. Ό,τι πολέμησες (πολέμησες, μη λέμε μεγάλες κουβέντες, ό,τι απεχθάνεσο να λες) δεν τρέφεται μόνο, αλλά και σου στερεί το αίμα σου. Κι όμως αυτή είναι πια η γλώσσα σου και σε λίγο θα την υπερασπιστείς σαν κάτι δικό σου.
(…)
Γράφω, γράφω κι είναι ένας άλλος εαυτός που μιλάει παράλληλα μ΄ εμένα αλλά δεν τον ακούω. Ή μάλλον τον ακούω πολύ καλά, αλλά δεν τον αφήνω να γράψει ούτε λέξη. Έτσι κι αλλιώς είναι το ίδιο ψεύτης με εμένα. Κατεβαίνω στην πόλη και μαραίνομαι. Είναι το νέφος, όχι δεν μιλάω για τη ρύπανση που έτσι κι αλλιώς ενυπάρχει στις καρδιές μας, αλλά γι΄ αυτό το φως που κάνει το άστυ να μοιάζει απ΄ το πρωί ότι νυχτώνει. Για να ξεφύγω κλείνομαι στο σπίτι κι ανοίγω τη βεράντα. Είναι παρηγοριά.
Αυτό το τοπίο της Αττικής που επιμένει. Ο αχνογάλαζος όγκος των βουνών. Μαλακές καμπύλες που διακόπτουν βίαια ηλεκτρικοί πυλώνες κάνοντάς το να μοιάζει με τη ζωή μας ίδιο κι απαράλλακτο.
Λίγοι οι φίλοι πια και σε κοιτούν σαν συνωμότες σε κηδεία άγνωστου μέλους που πιάστηκε στον ύπνο.
Κάνω πρόβες, ακούω τραγούδια άλλων εποχών και εμβατήρια. «Μια τρελή βραδιά χορού». Αυτό το «τρελή» κυκλοφορούσε ελεύθερα τότε στα λεγόμενα ελαφρά, αλλά και σε όλη την ερωτική παραφιλολογία. Δεν ήταν μόνο τρελή η νύχτα, ήταν και μια «μικρή τρελή τσιγγάνα» κι άλλη μια «τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις».
Τώρα πια δεν την βλέπεις στα άσματα και στα ροζ βιβλιαράκια, εξηφανίσθη. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι αυτή η εξαφάνιση της «τρελής» συνέπεσε με την εξάπλωση της κυκλοφορίας του Λεξοτανίλ. Τώρα, απ΄ ό,τι έμαθα, τη θέση των τρελών πήραν οι «τσούλες». Δεν διαφωνώ. Δεν διαφωνώ πια με τίποτα. Ούτε συμφωνώ. Βλέπω το έργο σε DVD. Καμιά φορά πάει να σκάσει ένα χαμόγελο. Μπα, πριν ολοκληρωθεί γίνεται γκριμάτσα. Πας να την βγάλεις, έχει γίνει ένα με το πρόσωπο. Έχει κολλήσει. Χαλκομανία.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταριχεύει. Ολοένα ταριχεύει.
(…)
Κλείνω την τηλεόραση για να γλιτώσω κι ανοίγω το παράθυρο. Και βλέπω πάλι καμένη την Πεντέλη. Κλείνω τη βουή απ΄ έξω κι ανοίγω τα βιβλία.
Και να σκεφτείς, δεν ήθελα ποτέ να ήμουν απ΄ αυτούς που έχυσαν το ποτήρι της ζωής στον νεροχύτη...
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταριχεύει. Ολοένα ταριχεύει.
Έτσι τα τελευταία χρόνια βαδίζω με τον στίχο αγκαλιά:
«Όσο θάρρος μου λείπει/ Το πήρα/ Σε βάρος/ Πείρα/ Και λύπη».
...Μόνη παρηγοριά το ζεστό σώμα δίπλα σου. Ξυπνάς τη νύχτα κι ακούς την ανάσα του στον ρυθμό των ονείρων, μπας και μαλακώσει λίγο το σκληρό του κόσμου.
Το ότι οι προσωπικές σχέσεις δεν επηρεάζονται και δεν διαβρώνονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που περιγράφει ο συγγραφέας λίγο ουτοπικό μου φαίνεται εμένα πάντως...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαμιά φορά στην έρημο μπορεί να νομίζεις ότι βλέπεις μπροστά σου μία όαση αλλά να είναι χίμαιρα...
Μα δεν νομίζω ο Σ.Φ. να το αρνείται στο κείμενό του αυτό που λες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφει:
Λίγοι οι φίλοι πια και σε κοιτούν σαν συνωμότες σε κηδεία άγνωστου μέλους που πιάστηκε στον ύπνο.
Ενώ στο σώμα δίπλα του αποδίδει παρηγορητικές ιδιότητες (...Μόνη παρηγοριά το ζεστό σώμα δίπλα σου. Ξυπνάς τη νύχτα κι ακούς την ανάσα του στον ρυθμό των ονείρων, μπας και μαλακώσει λίγο το σκληρό του κόσμου.)που προφανώς δεν θα είχε στον ίδιο βαθμό αν το περιβάλλον και οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.
Στην πραγματικότητα μπορεί να λέτε σχεδόν το ίδιο πράγμα.
Τι πεσιμισμός είναι αυτός που σας έπιασε και τους δύο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφήστε τον Φασουλή. Σας αφιερώνω τον Whitman:
"Here is a man tallied - he realizes here what he has in him,
The past, the future, majesty, love - if they are vacant of you, you are vacant of them".
Να μη σας ξαναβρώ έτσι. Συνέλθετε!
Σλαπ! Σλαπ!
(καλοπροαίρετα χαστούκια...)
:ο)
Είναι που δεν ζεις πια στην Αθήνα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστόσο μερικά (καλοπροαίρετα) μπατσάκια είναι πάντα ευπρόσδεκτα :)