.
Εκείνο το τρομερό βράδυ η μητέρα του τον άφησε ως συνήθως στη γωνία και τον έβλεπε να προχωράει στο δρόμο. Αυτό το θυμόταν, και θυμόταν επίσης πως κοίταξε να δει αν η γιαγιά είχε βγει στην αυλόπορτα. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν εκεί, κατευθύνθηκε στη μισοτελειωμένη οικοδομή για να χαϊδέψει τη γάτα που είχε βγει από τη φωλιά που είχε φτιάξει μέσα στα μπάζα. Ήταν τέλη Μαρτίου, ένα ωραίο απόγευμα, κι ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά στις τέσσερις η ώρα. Χάιδευε τη γάτα και σκεφτόταν πόσο αδύνατη και κοκαλιάρα ήταν και τι καλό που θα της έκανε λίγο fish and chips της γιαγιάς, όταν –τι; Τι έγινε μετά;
Σ’ αυτό το σημείο έπεφτε η κουρτίνα. Ύστερα από τρεις ώρες η κουρτίνα τραβιόταν πάλι κι εκείνος βρισκόταν στην οδό Δαμασκηνιάς και περπατούσε τελείως ήρεμος («Έτρεχε τρομοκρατημένος έχοντας ξοπίσω του εκείνον τον Άντρα») όταν συνάντησε –ποιον άλλο;- την Μπρέντα της κυρίας Γουίλσον, που είχε βγει έξω με τον φίλο της. Η Μπρέντα τον έδειξε με το δάχτυλο, γούρλωσε τα μάτια κι άρχισε να φωνάζει. Έτρεξε καταπάνω του, τον άρπαξε και με τα δυο της χέρια και τον έσφιγγε τόσο δυνατά που του έκοψε την ανάσα. Μήπως ήταν αυτό που τον τρόμαξε και τον έκανε να χάσει τη μνήμη του; Είπαν πως όχι. Είπαν πως είχε τρομάξει από πριν («Τρομοκρατημένος μέχρι θανάτου») και πως το άρπαγμα της Μπρέντα και η τρομερή κραυγή που έβγαλε η μητέρα του μόλις τον είδε δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό.
Η οδός Πετούνιας ήταν γεμάτη περιπολικά και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το σπίτι τους. Η Μπρέντα τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι φωνάζοντας «Τον βρήκα, τον βρήκα!» - κι εκεί αντίκρισε τον πατέρα του, το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο, να μιλάει στους αστυνομικούς, τη μητέρα του ημιθανή στον καναπέ να της δίνουν κονιάκ, και –ω, του θαύματος!- ήταν εκεί και η γιαγιά του. Αυτό ήταν ένα από τα πιο αλλόκοτα πράγματα εκείνης της τελείως αλλόκοτης βραδιάς, το ότι η γιαγιά είχε πατήσει το πόδι στο σπίτι τους και η μητέρα του δεν είχε φύγει.
Άρχισαν αμέσως όλοι μαζί να του κάνουν ερωτήσεις. Είχε δώσει καμιά απάντηση; Το μόνο που είχε μείνει στη μνήμη του ήταν η κραυγή της μητέρας του. Εκείνος ο μακρόσυρτος, σπαρακτικός ήχος και το ορθάνοιχτο στόμα από το οποίο έβγαινε καθώς η μητέρα του όρμησε καταπάνω του. Κατά κάποιον τρόπο, αν και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το γιατί, είχε συνδέσει εκείνη τη κραυγή και τον τρόπο τον οποίο τον είχε αρπάξει η μητέρα του, σαν να ήθελε να τον καταπιεί, με το πέσιμο της κουρτίνας.
Έπειτα από αυτό δεν τον άφησαν να μείνει μόνος του ποτέ, ούτε καν να παίξει να τον Τζον στον κήπο των Γουίλσον, και δεν τον άφησαν ποτέ να ξεχάσει εκείνα τα γεγονότα που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε υπήρχε περίπτωση να πάει στο σπίτι της γιαγιάς ακόμα και υπό επιτήρηση, γιατί τα αρθριτικά της γιαγιάς είχαν χειροτερέψει τόσο πολύ που την είχαν βάλει στο γηροκομείο του νοσοκομείου του Άπφιλντ. Ο Άντρας δεν βρέθηκε ποτέ. Κάνα δυο χρόνια αργότερα απήγαγαν και δολοφόνησαν ένα κοριτσάκι στην οδό Δαμασκηνιάς. Ούτε εκείνον τον Άντρα τον βρήκαν ποτέ, αλλά η μητέρα του ήταν σίγουρη πως ήταν το ένα και το αυτό πρόσωπο.
«Και θα μπορούσε να ήταν και ο Ρίτσαρντ μας. Δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, αυτός ο Άντρας να τριγυρίζει στους δρόμους σαν άγριο κτήνος».
«Τι μου έκανε μαμά;» ρωτούσε ο Ρίτσαρνυ, προσπαθώντας να καταλάβει.
«Αν δεν θυμάσαι, τόσο το καλύτερο. Θέλεις να την ξεχάσεις τελείως αυτή την ιστορία, να τη βγάλεις τελείως έξω από τη ζωή σου».
Μακάρι να τον άφηνε να ξεχάσει.
«Μα, τι μου έκανε, μπαμπά:»
«Δεν ξέρω, Ριτς. Κανείς μας δεν ξέρει, ούτε εγώ ούτε η αστυνομία ούτε η μαμά σου, παρ’ όλα όσα λέει. Στις γυναίκες αρέσει να καμώνονται πως τα ξέρουν όλα, όμως εγώ προσωπικά πιστεύω ότι δεν της είπες ποτέ τίποτα περισσότερο απ’ όσα είπες σε όλους εμάς τους υπόλοιπους».
Τον πήγαινε στο σχολείο και τον γύριζε στο σπίτι μέχρι που έγινε δώδεκα χρονών. Τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν αλύπητα. Δεν τον άφηναν να πάει στο σπίτι τους ούτε και να καλέσει κανένα παιδί στο δικό του. («Ποτέ δεν ξέρεις ποιον γνωρίζουν και τι είδους γνωριμίες έχουν».) Η μητέρα του σταμάτησε να πηγαίνει παντού μαζί του μόνο όταν την ξεπέρασε στο μπόι και ήταν πια φανερό πως ήταν πάρα πολύ μεγάλος για να δεχτεί επίθεση από οποιονδήποτε Άντρα.
Μεγαλώνοντας δεν κατάφερε να διαλευκάνει τι είχε συμβεί εκείνο το τρομερό βράδυ, στην εφηβεία, όμως, κατάφερε να καταλάβει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Και, καθώς συνειδητοποιούσε ότι αυτά που μπορεί να του είχε κάνει ο Άντρας δεν ήταν μόνο απειλές και χτυπήματα και άλλες ιστορίες τρόμου, ένιωσε αποξενωμένος από το ίδιο του το κορμί ή σάμπως αυτό το κορμί να το κάλυπτε μια γλίτσα που τίποτα δεν θα μπορούσε να την ξεπλύνει. Γιατί δεν υπήρχε πια κανένας τρόπος να μάθει, γιατί το μόνο που του απέμεινε ήταν να εύχεται να πάψει η μητέρα του να ασχολείται με το θέμα, να αποφεύγει τα πάρε δώσε με τους ανθρώπους και να δουλεύει σκληρά στο σχολείο.
Ρουθ Ρέντελ: Η κουρτίνα της μνήμης και άλλες ιστορίες (Μεταίχμιο, 2002)
Εκείνο το τρομερό βράδυ η μητέρα του τον άφησε ως συνήθως στη γωνία και τον έβλεπε να προχωράει στο δρόμο. Αυτό το θυμόταν, και θυμόταν επίσης πως κοίταξε να δει αν η γιαγιά είχε βγει στην αυλόπορτα. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν εκεί, κατευθύνθηκε στη μισοτελειωμένη οικοδομή για να χαϊδέψει τη γάτα που είχε βγει από τη φωλιά που είχε φτιάξει μέσα στα μπάζα. Ήταν τέλη Μαρτίου, ένα ωραίο απόγευμα, κι ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά στις τέσσερις η ώρα. Χάιδευε τη γάτα και σκεφτόταν πόσο αδύνατη και κοκαλιάρα ήταν και τι καλό που θα της έκανε λίγο fish and chips της γιαγιάς, όταν –τι; Τι έγινε μετά;
Σ’ αυτό το σημείο έπεφτε η κουρτίνα. Ύστερα από τρεις ώρες η κουρτίνα τραβιόταν πάλι κι εκείνος βρισκόταν στην οδό Δαμασκηνιάς και περπατούσε τελείως ήρεμος («Έτρεχε τρομοκρατημένος έχοντας ξοπίσω του εκείνον τον Άντρα») όταν συνάντησε –ποιον άλλο;- την Μπρέντα της κυρίας Γουίλσον, που είχε βγει έξω με τον φίλο της. Η Μπρέντα τον έδειξε με το δάχτυλο, γούρλωσε τα μάτια κι άρχισε να φωνάζει. Έτρεξε καταπάνω του, τον άρπαξε και με τα δυο της χέρια και τον έσφιγγε τόσο δυνατά που του έκοψε την ανάσα. Μήπως ήταν αυτό που τον τρόμαξε και τον έκανε να χάσει τη μνήμη του; Είπαν πως όχι. Είπαν πως είχε τρομάξει από πριν («Τρομοκρατημένος μέχρι θανάτου») και πως το άρπαγμα της Μπρέντα και η τρομερή κραυγή που έβγαλε η μητέρα του μόλις τον είδε δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό.
Η οδός Πετούνιας ήταν γεμάτη περιπολικά και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το σπίτι τους. Η Μπρέντα τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι φωνάζοντας «Τον βρήκα, τον βρήκα!» - κι εκεί αντίκρισε τον πατέρα του, το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο, να μιλάει στους αστυνομικούς, τη μητέρα του ημιθανή στον καναπέ να της δίνουν κονιάκ, και –ω, του θαύματος!- ήταν εκεί και η γιαγιά του. Αυτό ήταν ένα από τα πιο αλλόκοτα πράγματα εκείνης της τελείως αλλόκοτης βραδιάς, το ότι η γιαγιά είχε πατήσει το πόδι στο σπίτι τους και η μητέρα του δεν είχε φύγει.
Άρχισαν αμέσως όλοι μαζί να του κάνουν ερωτήσεις. Είχε δώσει καμιά απάντηση; Το μόνο που είχε μείνει στη μνήμη του ήταν η κραυγή της μητέρας του. Εκείνος ο μακρόσυρτος, σπαρακτικός ήχος και το ορθάνοιχτο στόμα από το οποίο έβγαινε καθώς η μητέρα του όρμησε καταπάνω του. Κατά κάποιον τρόπο, αν και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το γιατί, είχε συνδέσει εκείνη τη κραυγή και τον τρόπο τον οποίο τον είχε αρπάξει η μητέρα του, σαν να ήθελε να τον καταπιεί, με το πέσιμο της κουρτίνας.
Έπειτα από αυτό δεν τον άφησαν να μείνει μόνος του ποτέ, ούτε καν να παίξει να τον Τζον στον κήπο των Γουίλσον, και δεν τον άφησαν ποτέ να ξεχάσει εκείνα τα γεγονότα που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε υπήρχε περίπτωση να πάει στο σπίτι της γιαγιάς ακόμα και υπό επιτήρηση, γιατί τα αρθριτικά της γιαγιάς είχαν χειροτερέψει τόσο πολύ που την είχαν βάλει στο γηροκομείο του νοσοκομείου του Άπφιλντ. Ο Άντρας δεν βρέθηκε ποτέ. Κάνα δυο χρόνια αργότερα απήγαγαν και δολοφόνησαν ένα κοριτσάκι στην οδό Δαμασκηνιάς. Ούτε εκείνον τον Άντρα τον βρήκαν ποτέ, αλλά η μητέρα του ήταν σίγουρη πως ήταν το ένα και το αυτό πρόσωπο.
«Και θα μπορούσε να ήταν και ο Ρίτσαρντ μας. Δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, αυτός ο Άντρας να τριγυρίζει στους δρόμους σαν άγριο κτήνος».
«Τι μου έκανε μαμά;» ρωτούσε ο Ρίτσαρνυ, προσπαθώντας να καταλάβει.
«Αν δεν θυμάσαι, τόσο το καλύτερο. Θέλεις να την ξεχάσεις τελείως αυτή την ιστορία, να τη βγάλεις τελείως έξω από τη ζωή σου».
Μακάρι να τον άφηνε να ξεχάσει.
«Μα, τι μου έκανε, μπαμπά:»
«Δεν ξέρω, Ριτς. Κανείς μας δεν ξέρει, ούτε εγώ ούτε η αστυνομία ούτε η μαμά σου, παρ’ όλα όσα λέει. Στις γυναίκες αρέσει να καμώνονται πως τα ξέρουν όλα, όμως εγώ προσωπικά πιστεύω ότι δεν της είπες ποτέ τίποτα περισσότερο απ’ όσα είπες σε όλους εμάς τους υπόλοιπους».
Τον πήγαινε στο σχολείο και τον γύριζε στο σπίτι μέχρι που έγινε δώδεκα χρονών. Τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν αλύπητα. Δεν τον άφηναν να πάει στο σπίτι τους ούτε και να καλέσει κανένα παιδί στο δικό του. («Ποτέ δεν ξέρεις ποιον γνωρίζουν και τι είδους γνωριμίες έχουν».) Η μητέρα του σταμάτησε να πηγαίνει παντού μαζί του μόνο όταν την ξεπέρασε στο μπόι και ήταν πια φανερό πως ήταν πάρα πολύ μεγάλος για να δεχτεί επίθεση από οποιονδήποτε Άντρα.
Μεγαλώνοντας δεν κατάφερε να διαλευκάνει τι είχε συμβεί εκείνο το τρομερό βράδυ, στην εφηβεία, όμως, κατάφερε να καταλάβει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Και, καθώς συνειδητοποιούσε ότι αυτά που μπορεί να του είχε κάνει ο Άντρας δεν ήταν μόνο απειλές και χτυπήματα και άλλες ιστορίες τρόμου, ένιωσε αποξενωμένος από το ίδιο του το κορμί ή σάμπως αυτό το κορμί να το κάλυπτε μια γλίτσα που τίποτα δεν θα μπορούσε να την ξεπλύνει. Γιατί δεν υπήρχε πια κανένας τρόπος να μάθει, γιατί το μόνο που του απέμεινε ήταν να εύχεται να πάψει η μητέρα του να ασχολείται με το θέμα, να αποφεύγει τα πάρε δώσε με τους ανθρώπους και να δουλεύει σκληρά στο σχολείο.
Ρουθ Ρέντελ: Η κουρτίνα της μνήμης και άλλες ιστορίες (Μεταίχμιο, 2002)
'το τραυματικό συμβάν είναι πραγματικό ως συμβάν και φαντασιακό ως τραυματισμός’ (Καστοριάδης)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί θέλει να μας πει με αυτή την ιστορία. Έγινε γκέυ επειδή τον βιάσανε? Η καθεμία πικραμένη γράφει ότι γουστάρει. Εσύ γιατί τη διαφημίζεις?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγω καταλαβα οτι ο πραγματικος βιασμος υπηρξε η υστερια της μαμας του.
ΑπάντησηΔιαγραφή