.
(…) η εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις δεκάδες συνεντεύξεις των μουσικών είναι ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του μαέστρου δεν αποτελούσε μυστικό για τα μέλη της Φιλαρμονικής και ότι συνέβαλε σημαντικά στη σταδιακή υπονόμευση του κύρους του Μητρόπουλου.
Στη Μιννεάπολη δεν φαίνεται να είχαν προκύψει προβλήματα, για τον απλό λόγο ότι, προφανώς, ο μαέστρος απείχε από κάθε ερωτική επαφή τους μήνες που ζούσε εκεί, και ενέδιδε πολύ σπάνια, μόνον κατά τη διάρκεια των περιοδειών σε άλλες πόλεις. Πολλοί γνώριζαν ή απλώς υποψιάζονταν ότι ο Μητρόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά, εφ’ όσον δεν υπήρχε κάποια εξωτερική εκδήλωση αυτού του τρόπου ζωής, ούτε σκάνδαλα τα οποία αποκαλύπτονταν ή κουκουλώνονταν, δεν απιτούσε και μεγάλη προσπάθεια να παραστήσει κανείς πως το γεγονός ότι ο μαέστρος ήταν εργένης ήταν απλώς επακόλουθο της ασκητικής αφοσίωσής του στην τέχνη. Δεδομένου του γενικού επιπέδου σεξουαλικής εκζήτησης που επικρατούσε στις μεσοδυτικές πολιτείες κατά τη δεκαετία του 1940 είναι αμφίβολο κατά πόσον το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου της Μιννεάπολης αφιέρωσε δεύτερη σκέψη στο θέμα. Στο σκληρό, όμως, και εξεζητημένο περιβάλλον της Νέας Υόρκης αυτή η υπεκφυγή περί αφοσίωσης στην τέχνη δεν πρέπει να έπεισε πολλούς για μεγάλο διάστημα.
Από τη στιγμή που η αντίληψη ότι ο Μητρόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος άρχισε να εγκαθίσταται στη συλλογική φαντασία της ορχήστρας, είχε ανοίξει ο δρόμος για τις αναπόφευκτες υπερβολικές πιθανολογίες, τα σκουντήματα στα κρυφά, τα αστεία, τη διασπορά φημών και τη διόγκωσή τους σε γκροτέσκο βαθμό. Ακόμη και οι κριτικοί μπήκαν στον χορό, όχι βέβαια στα άρθρα τους. Ο Winthrop Sargent, ο πανίσχυρος κριτικός του περιοδικού The New Yorker, συνήθιζε να λέει σε όποιον καθόταν να τον ακούσει ότι «ο Μητρόπουλος είχε “πάρει” όλους τους γκρουμ του ξενοδοχείου Great Northern», μια χαλκευμένη διάδοση που, εκτός από κακοήθης, ήταν και πέρα για πέρα αναληθής.
Στο σημείο αυτό διαπιστώνει κανείς μια τρομερή ειρωνεία, μια και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των σεξουαλικών ορμών του μαέστρου διοχετευόταν την εποχή εκείνη, όπως και ανέκαθεν, στη μουσική δημιουργία. Σ’ αυτές τις υπερβατικές στιγμές αγνής καλλιτεχνικής κοινωνίας με τις ορχήστρες που διηύθυνε έφθανε σε μια σχεδόν μυστικιστική κατάσταση ερωτικής χάρης. Οι στιγμές εκείνες ήταν τόσο γεμάτες από παραγωγική ένταση κι απελευθερωτική ενέργεια, ώστε, κατά μία πολύ πραγματική έννοια, ήταν πνευματικοί οργασμοί.
Υπήρξε πάντα πολύ ειλικρινής σχετικά με το σεξουαλικό στοιχείο στη διεύθυνση ορχήστρας φέρνοντας συχνά σε έντονη αμηχανία τους δημοσιογράφους που του έπειρναν συνέντευξη, ειδικά όσους του μιλούσαν μπροστά σε ανοικτό μικρόφωνο για το ραδιόφωνο. «Πρέπει να κάνεις έρωτα με τους μουσικούς» του άρεσε να λέει, μια μεταφυσική σύλληψη η οποία ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με την καθαρά φαλλοκρατική παράδοση της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Το έκανε ακόμη και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, όταν δήλωσε στον Edward R. Murrow πως, όταν διηύθυνε, προσπαθούσε να «φτάσει στην ψυχή του μουσικού-με ερωτικό τρόπο- ή μάλλον, κάτι περισσότερο, να φτάσει και ν’ αδράξει την αγάπη του». Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την αντίδραση των «σκληρών» της ορχήστρας ακούγοντας κάτι τέτοιο να λέγεται στην τηλεόραση.
Ο Μητρόπουλος δεν ήταν ποτέ πιο ξεκάθαρος γι’ αυτό το φαινόμενο απ’ όσο σε μια επιστολή του προς την Καίτη Κατσογιάννη, το καλοκαίρι του 1952:
Πίστεψέ με, έφθασα στο σημείο να είμαι πολύ ανεκτικός, όταν ακούω κάποιον άλλον να κάνει μουσική, αν την αισθάνεται διαφορετικά από μένα. Δεν έχω το κουράγιο να κατηγορήσω κανένα είτε επειδή αισθάνεται λιγώτερο έντονα, είτε επειδή του αρέσουν τα απλά πράγματα, είτε επειδή δεν το αποτολμά να γελάσει πολύ δυνατά ή να κλάψει πολύ δυνατά –ωστόσο ευχαριστώ το Θεό ότι δεν ανέχομαι να πάψω να είμαι αυτός που είμαι, επειδή για μένα η μουσική είναι μια άλλη έκφραση της σεξουαλικής ζωής που δεν έχω ζήσει, και υποθέτω, όπως σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι κανείς ελεύθερος να εκδηλωθεί στο σπίτι του, σε κλειστό χώρο, το ίδιο κάνω επάνω στη σκηνή, όπου αισθάνομαι μόνος μπροστά στον σύντροφό μου, με τον οποίο ανταλλάσσω τα αισθήματά μου.
Βέβαια, στη Νέα Υόρκη –τότε, όπως και τώρα- υπήρχε μια αρκετά ευρεία ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα και, αν υπήρχε ένα μέρος στον κόσμο όπου ο Μητρόπουλος μπορούσε να είναι ο εαυτός του, ήταν εκεί. Εκείνος, όμως, δεν ένιωθε πιο άνετα όταν συναναστρεφόταν παρέες ομοφυλοφίλων απ’ όσο όταν βρισκόταν σε κοκτέιλ πάρτι με κοσμικούς του Μανχάταν. Ελάχιστοι μόνον φίλοι του, ανάμεσα τους ο Ned Rorem και ο David Diamond, διέκριναν το διονυσιακό μαρτύριο του μαέστρου σε πλήρη έκταση. Ζήλευε την ευθύτητα και την άγρια, προκλητική υπερηφάνεια του Diamond. «Σε θαυμάζω τόσο πολύ, David» είπε κάποτε. «Νομίζω ότι είναι ένας θρίαμβος που συμβιβάστηκες με αυτό τόσος νωρίς, που είσαι πάντα τόσο υπερήφανος και που υποφέρεις τόσο πολύ γι’ αυτό».
Υπάρχουν ωστόσο πάμπολλες ανέκδοτες μαρτυρίες που καταδεικνύουν ότι τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στη Μιννεάπολη ο Μητρόπουλος παρέμενε το μεγαλύτερο διάστημα τόσο άγαμος και ασκητικός όσο μαρτυρούσε η δημόσια εικόνα του. Υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι μετά την πρώτη καρδιακή προσβολή που υπέστη υιοθέτησε μια στάση πλήρους αποχής, από την οποία σπάνια –ίσως και ποτέ- δεν βγήκε.
Πέρα από τα κουτσομπολιά και τα υπονοούμενα που κυκλοφορούσαν στην ορχήστρα, ο Μητρόπουλος πήγαινε στην 42η Οδό όχι για να κάνει ψωνιστήρι, αλλά για να δει ταινίες. (…) Ο Maxim Gershunoff πίστευε ότι «το ενδιαφέρον του Μητρόπουλου για τους νεαρούς άνδρες, όπως εκείνο το παιδί, τον Anson Mount, που έφερε από το Γουάιτ Μπλαφ του Τεννεσσή, ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε να δώσει λαβή για κοινωνική καταδίκη ή ψιθύρους για την προσωπική του ζωή, αν βέβαια είχε προσωπική ζωή, πράγμα που, απ’ όσο ξέρω, δεν συνέβαινε».
Ωστόσο, τροφοδοτούμενη από ψέματα, αστεία, υπαινιγμούς και μοχθηρία η αντίληψη που υπαγόρευε ότι ο Μητρόπουλος ήταν δήθεν ένας ακόρεστος ελευθέριος εξακολουθούσε να υφίσταται. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την κατάκτηση της Φιλαρμονικής, ο Leonard Bernstein συνέβαλε στη διατήρηση του στίγματος λέγοντας σε όποιον έβρισκε να τον ακούσει ότι θα ήταν πολύ καλύτερο για την ορχήστρα να έχει επικεφαλής της έναν έγγαμο, έναν οικογενειάρχη –όπως, για παράδειγμα, τον ίδιο. Με αυτάρεσκο, αν όχι υποκριτικό, τρόπο ο Bernstein μπορούσε να αναφερθεί στον δικό του γάμο και τους απογόνους του για να προβάλει μια εικόνα χρηστότητας και επάρκειας.
Εδώ υπάρχει μια πικρή αδικία: όσο περισσότερο ο Μητρόπουλος συμπεριφερόταν σαν άγαμος ερημίτης, τόσο περισσότερα φανταστικά αμαρτήματα του καταλογίζονταν. Κάποτε, συζητώντας το πρόβλημα με τον Gershunoff, ο Μητρόπουλος εξέφρασε το παράπονο: «Τι κρίμα να με καταδικάζουν για πολυτέλειες στις οποίες δεν έχω χρόνο να ενδώσω!»
William R. Trotter: Ο ιεροφάντης της μουσικής. Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου (Ποταμός, 2000)
(…) η εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις δεκάδες συνεντεύξεις των μουσικών είναι ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του μαέστρου δεν αποτελούσε μυστικό για τα μέλη της Φιλαρμονικής και ότι συνέβαλε σημαντικά στη σταδιακή υπονόμευση του κύρους του Μητρόπουλου.
Στη Μιννεάπολη δεν φαίνεται να είχαν προκύψει προβλήματα, για τον απλό λόγο ότι, προφανώς, ο μαέστρος απείχε από κάθε ερωτική επαφή τους μήνες που ζούσε εκεί, και ενέδιδε πολύ σπάνια, μόνον κατά τη διάρκεια των περιοδειών σε άλλες πόλεις. Πολλοί γνώριζαν ή απλώς υποψιάζονταν ότι ο Μητρόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά, εφ’ όσον δεν υπήρχε κάποια εξωτερική εκδήλωση αυτού του τρόπου ζωής, ούτε σκάνδαλα τα οποία αποκαλύπτονταν ή κουκουλώνονταν, δεν απιτούσε και μεγάλη προσπάθεια να παραστήσει κανείς πως το γεγονός ότι ο μαέστρος ήταν εργένης ήταν απλώς επακόλουθο της ασκητικής αφοσίωσής του στην τέχνη. Δεδομένου του γενικού επιπέδου σεξουαλικής εκζήτησης που επικρατούσε στις μεσοδυτικές πολιτείες κατά τη δεκαετία του 1940 είναι αμφίβολο κατά πόσον το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου της Μιννεάπολης αφιέρωσε δεύτερη σκέψη στο θέμα. Στο σκληρό, όμως, και εξεζητημένο περιβάλλον της Νέας Υόρκης αυτή η υπεκφυγή περί αφοσίωσης στην τέχνη δεν πρέπει να έπεισε πολλούς για μεγάλο διάστημα.
Από τη στιγμή που η αντίληψη ότι ο Μητρόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος άρχισε να εγκαθίσταται στη συλλογική φαντασία της ορχήστρας, είχε ανοίξει ο δρόμος για τις αναπόφευκτες υπερβολικές πιθανολογίες, τα σκουντήματα στα κρυφά, τα αστεία, τη διασπορά φημών και τη διόγκωσή τους σε γκροτέσκο βαθμό. Ακόμη και οι κριτικοί μπήκαν στον χορό, όχι βέβαια στα άρθρα τους. Ο Winthrop Sargent, ο πανίσχυρος κριτικός του περιοδικού The New Yorker, συνήθιζε να λέει σε όποιον καθόταν να τον ακούσει ότι «ο Μητρόπουλος είχε “πάρει” όλους τους γκρουμ του ξενοδοχείου Great Northern», μια χαλκευμένη διάδοση που, εκτός από κακοήθης, ήταν και πέρα για πέρα αναληθής.
Στο σημείο αυτό διαπιστώνει κανείς μια τρομερή ειρωνεία, μια και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των σεξουαλικών ορμών του μαέστρου διοχετευόταν την εποχή εκείνη, όπως και ανέκαθεν, στη μουσική δημιουργία. Σ’ αυτές τις υπερβατικές στιγμές αγνής καλλιτεχνικής κοινωνίας με τις ορχήστρες που διηύθυνε έφθανε σε μια σχεδόν μυστικιστική κατάσταση ερωτικής χάρης. Οι στιγμές εκείνες ήταν τόσο γεμάτες από παραγωγική ένταση κι απελευθερωτική ενέργεια, ώστε, κατά μία πολύ πραγματική έννοια, ήταν πνευματικοί οργασμοί.
Υπήρξε πάντα πολύ ειλικρινής σχετικά με το σεξουαλικό στοιχείο στη διεύθυνση ορχήστρας φέρνοντας συχνά σε έντονη αμηχανία τους δημοσιογράφους που του έπειρναν συνέντευξη, ειδικά όσους του μιλούσαν μπροστά σε ανοικτό μικρόφωνο για το ραδιόφωνο. «Πρέπει να κάνεις έρωτα με τους μουσικούς» του άρεσε να λέει, μια μεταφυσική σύλληψη η οποία ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με την καθαρά φαλλοκρατική παράδοση της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Το έκανε ακόμη και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, όταν δήλωσε στον Edward R. Murrow πως, όταν διηύθυνε, προσπαθούσε να «φτάσει στην ψυχή του μουσικού-με ερωτικό τρόπο- ή μάλλον, κάτι περισσότερο, να φτάσει και ν’ αδράξει την αγάπη του». Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την αντίδραση των «σκληρών» της ορχήστρας ακούγοντας κάτι τέτοιο να λέγεται στην τηλεόραση.
Ο Μητρόπουλος δεν ήταν ποτέ πιο ξεκάθαρος γι’ αυτό το φαινόμενο απ’ όσο σε μια επιστολή του προς την Καίτη Κατσογιάννη, το καλοκαίρι του 1952:
Πίστεψέ με, έφθασα στο σημείο να είμαι πολύ ανεκτικός, όταν ακούω κάποιον άλλον να κάνει μουσική, αν την αισθάνεται διαφορετικά από μένα. Δεν έχω το κουράγιο να κατηγορήσω κανένα είτε επειδή αισθάνεται λιγώτερο έντονα, είτε επειδή του αρέσουν τα απλά πράγματα, είτε επειδή δεν το αποτολμά να γελάσει πολύ δυνατά ή να κλάψει πολύ δυνατά –ωστόσο ευχαριστώ το Θεό ότι δεν ανέχομαι να πάψω να είμαι αυτός που είμαι, επειδή για μένα η μουσική είναι μια άλλη έκφραση της σεξουαλικής ζωής που δεν έχω ζήσει, και υποθέτω, όπως σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι κανείς ελεύθερος να εκδηλωθεί στο σπίτι του, σε κλειστό χώρο, το ίδιο κάνω επάνω στη σκηνή, όπου αισθάνομαι μόνος μπροστά στον σύντροφό μου, με τον οποίο ανταλλάσσω τα αισθήματά μου.
Βέβαια, στη Νέα Υόρκη –τότε, όπως και τώρα- υπήρχε μια αρκετά ευρεία ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα και, αν υπήρχε ένα μέρος στον κόσμο όπου ο Μητρόπουλος μπορούσε να είναι ο εαυτός του, ήταν εκεί. Εκείνος, όμως, δεν ένιωθε πιο άνετα όταν συναναστρεφόταν παρέες ομοφυλοφίλων απ’ όσο όταν βρισκόταν σε κοκτέιλ πάρτι με κοσμικούς του Μανχάταν. Ελάχιστοι μόνον φίλοι του, ανάμεσα τους ο Ned Rorem και ο David Diamond, διέκριναν το διονυσιακό μαρτύριο του μαέστρου σε πλήρη έκταση. Ζήλευε την ευθύτητα και την άγρια, προκλητική υπερηφάνεια του Diamond. «Σε θαυμάζω τόσο πολύ, David» είπε κάποτε. «Νομίζω ότι είναι ένας θρίαμβος που συμβιβάστηκες με αυτό τόσος νωρίς, που είσαι πάντα τόσο υπερήφανος και που υποφέρεις τόσο πολύ γι’ αυτό».
Υπάρχουν ωστόσο πάμπολλες ανέκδοτες μαρτυρίες που καταδεικνύουν ότι τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στη Μιννεάπολη ο Μητρόπουλος παρέμενε το μεγαλύτερο διάστημα τόσο άγαμος και ασκητικός όσο μαρτυρούσε η δημόσια εικόνα του. Υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι μετά την πρώτη καρδιακή προσβολή που υπέστη υιοθέτησε μια στάση πλήρους αποχής, από την οποία σπάνια –ίσως και ποτέ- δεν βγήκε.
Πέρα από τα κουτσομπολιά και τα υπονοούμενα που κυκλοφορούσαν στην ορχήστρα, ο Μητρόπουλος πήγαινε στην 42η Οδό όχι για να κάνει ψωνιστήρι, αλλά για να δει ταινίες. (…) Ο Maxim Gershunoff πίστευε ότι «το ενδιαφέρον του Μητρόπουλου για τους νεαρούς άνδρες, όπως εκείνο το παιδί, τον Anson Mount, που έφερε από το Γουάιτ Μπλαφ του Τεννεσσή, ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε να δώσει λαβή για κοινωνική καταδίκη ή ψιθύρους για την προσωπική του ζωή, αν βέβαια είχε προσωπική ζωή, πράγμα που, απ’ όσο ξέρω, δεν συνέβαινε».
Ωστόσο, τροφοδοτούμενη από ψέματα, αστεία, υπαινιγμούς και μοχθηρία η αντίληψη που υπαγόρευε ότι ο Μητρόπουλος ήταν δήθεν ένας ακόρεστος ελευθέριος εξακολουθούσε να υφίσταται. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την κατάκτηση της Φιλαρμονικής, ο Leonard Bernstein συνέβαλε στη διατήρηση του στίγματος λέγοντας σε όποιον έβρισκε να τον ακούσει ότι θα ήταν πολύ καλύτερο για την ορχήστρα να έχει επικεφαλής της έναν έγγαμο, έναν οικογενειάρχη –όπως, για παράδειγμα, τον ίδιο. Με αυτάρεσκο, αν όχι υποκριτικό, τρόπο ο Bernstein μπορούσε να αναφερθεί στον δικό του γάμο και τους απογόνους του για να προβάλει μια εικόνα χρηστότητας και επάρκειας.
Εδώ υπάρχει μια πικρή αδικία: όσο περισσότερο ο Μητρόπουλος συμπεριφερόταν σαν άγαμος ερημίτης, τόσο περισσότερα φανταστικά αμαρτήματα του καταλογίζονταν. Κάποτε, συζητώντας το πρόβλημα με τον Gershunoff, ο Μητρόπουλος εξέφρασε το παράπονο: «Τι κρίμα να με καταδικάζουν για πολυτέλειες στις οποίες δεν έχω χρόνο να ενδώσω!»
William R. Trotter: Ο ιεροφάντης της μουσικής. Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου (Ποταμός, 2000)
Αντί για Noel Rorem νομίζω ότι είναι Ned Rorem. Από πού είναι η φωτογραφία; Πρώτη φορά τη βλέπω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσφαλώς και είναι Ned.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ δαίμων του πληκτρολογίου...
Το διορθώνω.
Φαντάζομαι ότι ρωτάς για τη δεύτερη φωτογραφία της ανάρτησης.
Είναι από το περιοδικό Life και με αυτήν σχετίζεται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που διηγείται στο βιβλίο του ο Trotter.
Όποιος θέλει μπορεί να τη διαβάσει εκεί.