.
- Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι ν’ αφήσεις τον Νίκο Πασχαλιάτικα μόνο του. Είναι καλά;
- Μόνοι μας θα ‘μαστε ή θα ‘ρθουν κι άλλοι;
- Αύριο, ο άλλος ο γαμπρούλης σου με την αδελφούλα μας και τα κουτσούβελα. (..)
Ο άντρας της μικρότερης αδελφής μου. Ο Αντρέας. Θα ‘ρχόντουσαν αύριο.
(…)
- Άντε Κοσμά, του χρόνου στον Επιτάφιο διπλός.
- Αν είμαι του χρόνου διπλός, εμένα θα πάτε όχι τον Επιτάφιαο.
- Δεν εννοώ αυτό ρε. Να παντρευτείς λέω. Εμείς κάναμε κουτσούβελα όλα θηλυκά, εσύ θα κάνεις αγόρι.
Και βροντώντας τη χερούκλα του στη πλάτη μου την άφησε εκεί, να σκύψω στον ώμο του ανατριχιάζοντας από κάβλα. Οι άλλοι όλοι πήγαιναν μπροστά. Η Ελένη με τις δυο ξαδελφούλες της, η Άννα με την άλλη αδελφή μου και ο άντρας της Άννας μόνος του. Εγώ αγκαλιά με τον Αντρέα, πιο διαχυτικό από παλιά. Μεγάλωσα τώρα, μιλάμε σαν άντρες. Στο τραπέζι κάθισα δίπλα του και ξεκούμπωσα κι άλλο κουμπί στο πουκάμισό μου. Κάποια στιγμή μ’ ένα αστείο πέρασε μπροστά και χούφτωσε το στήθος μου κλείνοντας με δύναμη ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα τη ρώγα μου αφού ψαχούλεψε αρκετά για να τη βρει έτσι μικρή που είναι. Αμίλητος. Το άλλο χέρι με το πηρούνι έκανε τη διαδρομή στόμα του – πιάτο του. Ξαφνικά αφήνει τη ρώγα. Κάτι σαν ενοχές. Όμως σκέφτηκε γιατί, κι αμέσως παρατά το πηρούνι και χώνει αυτή τη φορά αυτό το χέρι μέσα απ’ το ανοιχτό μου πουκάμισο πλακώνοντας με τη παλάμή του το γυμνό μου στήθος.
- Ώχουτο, ώχουτο. Αρσενικό να κάνεις.
Χαμογέλασα. (…)
- Ξύπνα ρε. Τι χάλια είναι αυτά;
Κι αρπάζοντας τον πούτσο μου τσιτωμένο τελείως, όπως κάθε πρωι από τον ύπνο, μου τον ταρακούνησε δυο φορές πέρα δώθε για να το βάλει στα πόδια γελώντας. Αστειάκι! Δεν κούνησα πόντο.
Στο διάολο για Μεγάλο Σάββατο. Η μαγειρίτσα τα μεσάνυχτα. Η Ελένη από χτες διαβάζει συνεχώς Μίκυ-μάους. Ο άντρας της Άννας αμίλητος σέρνει γραμμές πάνω σε διαφανή γαλακτερά χαρτιά. Το αρνί θα το σουβλήσουνε αύριο. Η άλλη αδελφή μου πλέκει. Η Άννα κόβει μικρά-μικρά τα συκωτάκια που στάζουν αίμα. Κόκκινα και τα’ αυγά στο πιάτο δίπλα στα εκατομμύρια προ-πό που συμπληρώνει ο Αντρέας για να πιάσει δεκατριάρι. Τις δυο μικρές του θα τις πνίξω, έτσι που τσιρίζουν στ’ αυτιά μου. Το στομάχι μου γυρίζει. Θα ξεράσω. Ανάσταση. Ο μαλάκας έκανε πως έδενε το παπούτσι του στο φιλί της αγάπης. Όμως το κερί μου του πλάσαρα να το βαστάει με το δικό του, αγκαλιάζοντας τις παλάμες του με τις δικές μου να μην μας σβήσουν.
- Στη μαγειρίτσα έβαλα και τ’ αμελέτητα.
- Και του Αντρέα;
Κι όπως καθόταν απέναντι αυτή τη φορά, σήκωσα το πόδι μου προσπαθώντας να πετύχω τ’ αρχίδια του να τα κλωτσήσω. Τινάχτηκε απότομα και το πιάτο του άδειασε όλο πάνω στα κόκκινα αυγά.
- Εσάς τους δύο θα σας βάλουμε σε απομόνωση. Να μπορέσουμε να κοιμηθούμε και μεις λίγο από το ροχαλητό σας. Δεν είναι ροχαλητό αυτό. Σα γουρούνια. Κι οι δυο στο μικρό δωματιάκι και με κλειστή τη πόρτα.
- Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι ν’ αφήσεις τον Νίκο Πασχαλιάτικα μόνο του. Είναι καλά;
- Μόνοι μας θα ‘μαστε ή θα ‘ρθουν κι άλλοι;
- Αύριο, ο άλλος ο γαμπρούλης σου με την αδελφούλα μας και τα κουτσούβελα. (..)
Ο άντρας της μικρότερης αδελφής μου. Ο Αντρέας. Θα ‘ρχόντουσαν αύριο.
(…)
- Άντε Κοσμά, του χρόνου στον Επιτάφιο διπλός.
- Αν είμαι του χρόνου διπλός, εμένα θα πάτε όχι τον Επιτάφιαο.
- Δεν εννοώ αυτό ρε. Να παντρευτείς λέω. Εμείς κάναμε κουτσούβελα όλα θηλυκά, εσύ θα κάνεις αγόρι.
Και βροντώντας τη χερούκλα του στη πλάτη μου την άφησε εκεί, να σκύψω στον ώμο του ανατριχιάζοντας από κάβλα. Οι άλλοι όλοι πήγαιναν μπροστά. Η Ελένη με τις δυο ξαδελφούλες της, η Άννα με την άλλη αδελφή μου και ο άντρας της Άννας μόνος του. Εγώ αγκαλιά με τον Αντρέα, πιο διαχυτικό από παλιά. Μεγάλωσα τώρα, μιλάμε σαν άντρες. Στο τραπέζι κάθισα δίπλα του και ξεκούμπωσα κι άλλο κουμπί στο πουκάμισό μου. Κάποια στιγμή μ’ ένα αστείο πέρασε μπροστά και χούφτωσε το στήθος μου κλείνοντας με δύναμη ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα τη ρώγα μου αφού ψαχούλεψε αρκετά για να τη βρει έτσι μικρή που είναι. Αμίλητος. Το άλλο χέρι με το πηρούνι έκανε τη διαδρομή στόμα του – πιάτο του. Ξαφνικά αφήνει τη ρώγα. Κάτι σαν ενοχές. Όμως σκέφτηκε γιατί, κι αμέσως παρατά το πηρούνι και χώνει αυτή τη φορά αυτό το χέρι μέσα απ’ το ανοιχτό μου πουκάμισο πλακώνοντας με τη παλάμή του το γυμνό μου στήθος.
- Ώχουτο, ώχουτο. Αρσενικό να κάνεις.
Χαμογέλασα. (…)
- Ξύπνα ρε. Τι χάλια είναι αυτά;
Κι αρπάζοντας τον πούτσο μου τσιτωμένο τελείως, όπως κάθε πρωι από τον ύπνο, μου τον ταρακούνησε δυο φορές πέρα δώθε για να το βάλει στα πόδια γελώντας. Αστειάκι! Δεν κούνησα πόντο.
Στο διάολο για Μεγάλο Σάββατο. Η μαγειρίτσα τα μεσάνυχτα. Η Ελένη από χτες διαβάζει συνεχώς Μίκυ-μάους. Ο άντρας της Άννας αμίλητος σέρνει γραμμές πάνω σε διαφανή γαλακτερά χαρτιά. Το αρνί θα το σουβλήσουνε αύριο. Η άλλη αδελφή μου πλέκει. Η Άννα κόβει μικρά-μικρά τα συκωτάκια που στάζουν αίμα. Κόκκινα και τα’ αυγά στο πιάτο δίπλα στα εκατομμύρια προ-πό που συμπληρώνει ο Αντρέας για να πιάσει δεκατριάρι. Τις δυο μικρές του θα τις πνίξω, έτσι που τσιρίζουν στ’ αυτιά μου. Το στομάχι μου γυρίζει. Θα ξεράσω. Ανάσταση. Ο μαλάκας έκανε πως έδενε το παπούτσι του στο φιλί της αγάπης. Όμως το κερί μου του πλάσαρα να το βαστάει με το δικό του, αγκαλιάζοντας τις παλάμες του με τις δικές μου να μην μας σβήσουν.
- Στη μαγειρίτσα έβαλα και τ’ αμελέτητα.
- Και του Αντρέα;
Κι όπως καθόταν απέναντι αυτή τη φορά, σήκωσα το πόδι μου προσπαθώντας να πετύχω τ’ αρχίδια του να τα κλωτσήσω. Τινάχτηκε απότομα και το πιάτο του άδειασε όλο πάνω στα κόκκινα αυγά.
- Εσάς τους δύο θα σας βάλουμε σε απομόνωση. Να μπορέσουμε να κοιμηθούμε και μεις λίγο από το ροχαλητό σας. Δεν είναι ροχαλητό αυτό. Σα γουρούνια. Κι οι δυο στο μικρό δωματιάκι και με κλειστή τη πόρτα.
(...)
Πρόδρομος Σαββίδης: Το σπέρμα (Κέδρος, 1980)
Πρόδρομος Σαββίδης: Το σπέρμα (Κέδρος, 1980)
Καλές γιορτές, είτε στο εξοχικό, είτε στην πόλη :-p
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ για τις ευχές, αλλά απαντώντας καθυστερημένα δεν μπορώ να σου τις ανταποδώσω, παρά μόνο να ελπίσω ότι περάσαμε όλοι καλά τις μέρες αυτές.
ΑπάντησηΔιαγραφή