8.3.09

ΜΥΡΙΖΕΙ ΑΙΜΑ

Άνοιξη του 1969. Η δικτατορία της «21ης Απριλίου 1967» συμπληρώνει τον δεύτερο χρόνο της. Στις αρχές του Μαρτίου, οι Γερμανοί Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, 31 ετών και οι δύο, φτάνουν στην Ελλάδα δηλώνοντας πως έρχονται για τουρισμό και δουλειές. Αλλά, στη διάρκεια των επόμενων σαράντα ημερών, επιλέγοντας τυχαίους στόχους, διαπράττουν έξι ειδεχθείς φόνους και πέντε ληστείες, ενώ προκαλούν κι έναν βαρύτατο τραυματισμό.
Παρά την κινητοποίηση και την άσκηση ακραιφνούς βίας, οι διωκτικές αρχές -απασχολημένες, κυρίως, με την εξουδετέρωση κάθε αντικαθεστωτικής δραστηριότητας- αδυνατούν να φτάσουν στα ίχνη τους. Ταυτόχρονα, απαγορεύεται η σχετική δημοσιότητα ώστε να μην διαταραχθεί το κλίμα «τάξης και ασφάλειας» που επιμελώς θέλει να παρουσιάσει το καθεστώς. Έτσι, όταν τελικά γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες των πράξεών τους, η κοινή γνώμη μένει εμβρόντητη˙ οι δύο Γερμανοί είναι οι πλέον «παραγωγικοί» κατά συρροή δολοφόνοι στα ελληνικά ποινικά χρονικά.
Μια πραγματική ιστορία, που ο συγγραφέας ανασυνθέτει με την ακρίβεια του ντοκουμέντου και την ένταση της μυθοπλασίας, τοιχογραφώντας παράλληλα το σκοτεινό κλίμα της εποχής και διερευνώντας τα αθέατα «υποστρώματα» της εγκληματικής συμπεριφοράς. (από το οπισθόφυλλο)
.
Image Hosted by ImageShack.us
.
Ο Μαυρουδής βρίσκει την ευκαιρία να ξεμοναχιάσει τον Στάικο, στην άκρη του σαλονιού.
«Α, Αντρέα… Δεν σου είπα τα νέα…»
Ο Στάικος, μ’ ένα ποτήρι νερωμένου ούζου στο χέρι.
«Τι τρέχει;»
«Θυμάσαι τους δύο Γερμανούς που συνέλαβα πριν από τρεις μήνες για τους έξι φόνους που είχαν κάνει;»
Ο Στάικος γελά ελαφρά.
«Αν τους θυμάμαι, λέει… Ακόμα το συζητάνε στο στρατόπεδο…»
«Αύριο το πρωί αρχίζει η δίκη τους».
«Μπα; Κι εσύ πώς το έμαθες;»
«Το γράφουν σήμερα οι εφημερίδες. Αλλά τις προάλλες γνώρισα τυχαίως κι έναν από τους δικηγόρους των θυμάτων. Είχε έρθει στο γραφείο μου για άλλη υπόθεση και επ’ ευκαιρία μού το είπε».
Ο Στάικος καταπίνει λίγο ούζο. «Τέλος πάντων… Αλλά, εσένα τι σε ενδιαφέρει; Θα είσαι μάρτυρας;»
«Όχι, βρε αδελφέ… Αλλού είναι το ζήτημα».
Ο Στάικος έχει απηυδήσει κάπως. «Ε, πες το, χριστιανέ μου, μην χάσουμε και την μέτάδοση».
Ο Μαυρουδής κλείνει το μάτι, με πονηρό ύφος.
«Ο δικηγόρος αυτός μου είπε πως οι δύο αυτοί τύποι αποδείχτηκαν… πώς να το πω… κίναιδοι…»
Ο Στάικος γορλώνει τα δικά του μάτια.
«Θες να πεις…»
Ο Μαυρουδής επιταχύνει.
«Ανώμαλοι… Πούστηδες… Πώς το λένε; Το φαντάζεσαι; Τέτοιο σκληροί δολοφόνοι και να γαμάει ο ένας τον άλλο;»
.
Γιάννης Ράγκος: Μυρίζει αίμα (Ίνδικτος, 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου