1.3.09

ΟΙ ΤΡΕΛΕΣ ΤΟ 'ΣΚΑΣΑΝ ΑΠ' ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ...

.
Οι τρελές το ’σκασαν απ’ το κλουβί…
Η σημερινή ζωή ανατρέπει τα γκέι στερεότυπα, παρά τις προσκολλήσεις της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας

Του Δημήτρη Ρηγόπουλου (Καθημερινή, 1/3/2009)
Με τόσα «αγάπη μου» στις κουτσομπολίστικες εκπομπές της μεσημεριανής ζώνης και άλλα τόσα «μωρή» σε ελληνικά σίριαλ υψηλής θεαματικότητας, το γεγονός ότι το «Κλουβί με τις τρελές» που ανεβάζει ο Σταμάτης Φασουλής στις 5 Μαρτίου στο «Παλλάς» ξεπουλάει κυριολεκτικά στο θεατρικό μποξ όφις δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση.
Είναι άλλη μια παράδοξη όψη της ελληνικής πραγματικότητας του 2009: μπορεί να μην έχουμε δημόσιο λόγο για τους ομοφυλόφιλους και τις ζωές τους, ούτε έναν πολιτικό ανοιχτά ομοφυλόφιλο, αλλά στην τηλεόραση, την κατ’ εξοχήν δημόσια αρένα της ελληνικής κοινωνίας, τα καλιαρντά, η λούμπεν γκέι αργκό, πάνε και έρχονται. Θυμίζουμε λίγο Τουρκία, στη χώρα όπου ένας τραβεστί τραγουδιστής μπορεί να λατρεύεται σαν θεός, αλλά οι ίδιοι οι γκέι ακτιβιστές απειλούνται με φυλάκιση επειδή διεκδικούν αυτονόητα δικαιώματα.
Ελληνική κοινωνία
Στην Ελλάδα ευτυχώς κανένας ομοφυλόφιλος δεν πηγαίνει στη φυλακή, βιώνει, όμως, την σχιζοφρενική αυτή πραγματικότητα. Ποτέ στο παρελθόν του σύγχρονου ελληνικού κράτους η γκέι κουλτούρα δεν είχε εισβάλει τόσο ορμητικά στη δημόσια σφαίρα. Μα είναι γκέι κουλτούρα τα «αγάπη μου» και τα «μωρή», ακούω τις διαμαρτυρίες. Οχι, μόνο, φυσικά. Είναι μια πλευρά της όμως, έστω ρηχή και ανεπεξέργαστη. Το θέμα παραμένει: η εξοικείωση με τις πιο επιφανειακές όψεις της δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχες διεργασίες στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Τα κλισέ και τα στερεότυπα εξακολουθούν να βασιλεύουν, ενώ ακόμα και οι πιο αθώες απόπειρες «αναπαράστασης» της πραγματικότητας δύο «κανονικών» ανθρώπων που ερωτεύονται (όπως το περίφημο «φιλί» στο σίριαλ του Παπακαλιάτη) μπορούν να προκαλέσουν ένα μικρό σκάνδαλο.
Το «Κλουβί με τις τρελές» έρχεται από μιαν άλλη εποχή. Γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, την επαύριο της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της πολιτικοποίησης του κινήματος των γκέι (βλέπε «Μιλκ»). Οικειοποιείται όλα τα γνωστά κλισέ (το ζευγάρι αποτελούν ένας πρώην παντρεμένος με παιδί και ο φίλος του που κάνει ντραγκ σόου στο μπαρ του πρώτου), με την έννοια ότι αναπαράγεται μονοδιάστατα το στερεότυπο του θηλυπρεπούς ομοφυλόφιλου σ’ ένα περιβάλλον λεκτικής, ενδυματολογικής (και όχι μόνο) υπερβολής. Εκείνα τα χρόνια ήταν κάτι να δείξεις δύο ομοφυλόφιλους να είναι μαζί κάτω από τα ίδια κεραμίδια ή να τους βλέπεις να διαχειρίζονται σύνθετα θέματα όπως η πατρότητα, έστω και μ’ αυτόν τον κάπως γκροτέσκο τρόπο.
Αλλά σήμερα; Τι νόημα έχει ένα τέτοιο έργο το 2009; Ρωτήσαμε τον Γιάννη Μπέζο, έναν από τους πρωταγωνιστές της παραγωγής του «Παλλάς». Αλλά δεν μείναμε εκεί. Απευθυνθήκαμε σε τρία δημοφιλή γκέι μπλογκ, σε μια προσπάθεια να πιάσουμε επαφή με την πραγματική κοινωνία. Ταυτόχρονα, αφήσαμε το θέατρο για να δούμε τι συμβαίνει στην τηλεόραση, τον πλέον αντιπροσωπευτικό καθρέφτη της κοινωνικής εξέλιξης. Ειδικά στα αμερικανικά δίκτυα συντελείται μια μικρή επανάσταση. Οι γκέι χαρακτήρες είναι σχεδόν παντού· τόσο πολύ που το «θέμα» δεν είναι πια «θέμα». Οπως δηλαδή θα έπρεπε να συμβαίνει και στην «πραγματική» ζωή.
.
Oι (γκέι) μπλόγκερ μιλάνε για τα κλισέ
ethan and the city
«Δεν μου αρέσει η συνεχής – μονοδιάστατη απεικόνιση των ομοφυλοφίλων ως καρικατούρες, που αν δεν απατώμαι χρησιμοποιείται στην πλειοψηφία των εγχώριων τηλεοπτικών – θεατρικών πραγμάτων, με μοναδικές εξαιρέσεις κάποιες σειρές του Παπακαλιάτη αλλά και το πιο πρόσφατο “Η Πολυκατοικία”. Ο τύπος του “λαμπερού” κραυγαλέου γκέι με την τσιριχτή φωνή, το ιδιαίτερο στυλ ντυσίματος και τη σχεδόν δραματική αντιμετώπιση των πραγμάτων σαφώς και υπάρχει ανάμεσά μας, χωρίς όμως να αποτελεί τον κανόνα. Πιστεύω πως η εμμονή των σκηνοθετών σε κλισέ που θέλουν μονίμως τον εν λόγω χαρακτήρα “φτερού” πηγάζει από δύο κύριους παράγοντες. Κατ’ αρχάς οτιδήποτε τραβηγμένο από τα μαλλιά κατά κάποιο τρόπο προκαλεί, αν όχι εκβιάζει, πιο εύκολα το γέλιο, κοινώς πουλάει περισσότερο. Επίσης αυτή η κραυγαλέα απεικόνιση του συγκεκριμένου χαρακτήρα ίσως συνιστά μικρότερη “απειλή” στα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού, ένας ήρωας βουτηγμένος στην υπερβολή που δεν φέρει καμία σχέση με την πραγματικότητα, ένα χαριτωμένο παραμύθι που δεν τους αφορά. Ο ομοφυλόφιλος που παρουσιάζεται απλά και ρεαλιστικά ως άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ένας άνθρωπος που προσεγγίζει τον περιβόητο μέσον όρο και θα μπορούσε εν δυνάμει να είναι γιος, αδερφός ή φίλος μας ενδεχομένως να προξενεί άβολα συναισθήματα στους θεατές. Πιστεύω πως έχουν γίνει κάποια βήματα, αλλά προσωπικά θα επιθυμούσα μεγαλύτερη ισορροπία, να μην προβάλλεται σχεδόν αποκλειστικά η μία πλευρά και φυσικά είναι θεμιτή η συμμετοχή ομοφυλόφιλων ηρώων σε έργα ευρείας αποδοχής».
Gay super hero
«Το ζητούμενο είναι κατά πόσο ένας δημιουργός μπορεί να βγάλει χιούμορ μέσα από την γκέι κατάσταση χωρίς να καταλήξει στις ευκολίες που του παρέχουν τα κλισέ και οι καρικατούρες. Το “Κλουβί με τις τρελές” παρέχει ακριβώς μια τέτοια χρυσή ευκαιρία. Πέρα από τα φτερά και τα πούπουλα –που είναι άλλωστε αναμενόμενα ως αισθητική στα προ–metrosexual και ντίσκο ’70s, οπότε και πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο– η συγκεκριμένη παράσταση έχει στην καρδιά της το ζήτημα της ομογονεϊκότητας – δηλαδή της ανατροφής ενός παιδιού από ένα ζευγάρι του ίδιου φύλου. Αυτό είναι που κάνει το έργο τόσο πρωτοποριακό για τη δεκαετία του ’70 και τόσο επίκαιρο σήμερα.
Ο πυρήνας του έργου είναι η επιθυμία του γιου του γκέι ζευγαριού να παντρευτεί μια κοπέλα με θρήσκους, συντηρητικούς γονείς. Αντί λοιπόν να ρίχνουμε το βάρος στα φτερά και τα πούπουλα, θα μπορούσαμε να στρέψουμε τον χιουμοριστικό άξονα στη σύγκρουση ανάμεσα στην ασφυκτική, περίκλειστη και υπερπροστατευτική ελληνική οικογένεια και το νέο αίμα των διεκδικήσεων που είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει. Οι θεατράνθρωποί μας έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά ικανοί να εκμεταλλευτούν αυτή τη σύγκρουση με μεγάλη επιτυχία όταν πρόκειται για τους μετανάστες (π.χ. στο “Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης” ή σε πολλές παραστάσεις των Ρέππα – Παπαθανασίου). Για ποιο λόγο δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν το ίδιο γόνιμα την αντιπαράθεση ανάμεσα στις παραδοσιακές και τις νέες μορφές οικογένειας; “Turn the joke on them”, που θα έλεγαν και οι Αγγλοι. Μένει βέβαια να αποδειχτεί κατά πόσο το καλλιτεχνικό κατεστημένο της χώρας μας είναι το ίδιο ανέτοιμο, ανίκανο και αμήχανο να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα με το πολιτικό κατεστημένο…».
Το Aπέναντι Πεζοδρόμιο
« (Οι κωμωδίες με γκέι ήρωες, όπως το Κλουβί με τις τρελές, απευθύνονται στο μεγάλο κοινό, κατά τεκμήριο ετεροφυλοφιλικό και στην πλειοψηφία του ομοφυλοφοβικό. Όσο τίμιες και αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις τους, το αποτέλεσμα παραμένει στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολο. Τι προσλαμβάνει τελικά το κοινό; Διασκεδάζει με τους στερεοτυπικούς αποκλίνοντες χαρακτήρες και τις προβλέψιμες κωμικές καταστάσεις, που του επιβεβαιώνουν τα ετεροκανονικά του πρότυπα, ή βλέποντας και την άλλη πλευρά εξοικειώνεται με τη διαφορετικότητα και αντιλαμβάνεται τη σχετικότητα των καταστάσεων ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό;)
Έχοντας δει όλα τα ανεβάσματα των σχετικών θεατρικών έργων στην Αθήνα μετά τη μεταπολίτευση, τείνω να απαντήσω με σχεδόν κατηγορηματικό τρόπο ότι η συνεισφορά αυτών των παραστάσεων στην ορατότητα των ομοφυλοφίλων είναι ελάχιστα θετική. Άλλωστε, μετά τις πρώτες μέρες, όπου μπορεί όντως να υπάρχει κάποια “άποψη”, όταν αρχίσει η προσέλευση των θεατών με τα εισιτήρια της Εργατικής Εστίας ή των συλλόγων, όλες καταλήγουν να μετατρέπονται σε “Δελφινάριο”.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, το πρώτο ανέβασμα του “Κλουβιού με τις τρελές”. Βέβαια, τότε ήμουν σχετικά μικρός στην ηλικία και ίσως δεν μπορούσα να αξιολογήσω ακριβώς τα όσα συνέβαιναν επί σκηνής, θυμάμαι όμως ότι τα χλευαστικά γέλια και τα σχόλια των θεατών, η διάδραση της σκηνής με την πλατεία, μού δημιουργούσαν την επιθυμία να κρυφτώ κάτω από το κάθισμά μου, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μετά από τριάντα τόσα χρόνια η εφιαλτική εκείνη ανάμνηση με στοιχειώνει ακόμη.
Θα έλεγα ότι σε αυτές τις παραγωγές τη μεγαλύτερη ευθύνη για το πόσο αξιοπρεπώς θα ερμηνευθούν οι γκέι ρόλοι τη φέρουν οι ηθοποιοί. Αλλά επίσης και λιγότερο εμφανείς συντελεστές όπως ο μεταφραστής, ο ενδυματολόγος, ο σκηνογράφος κ.ά. Ας μην ξεχνάμε ότι το λιμπρέτο της μουσικής διασκευής του έργου στο Μπρόντγουεϊ το έγραψε ο Harvey Fierstein και τη μουσική ο Jerry Hermman, ομοφυλόφιλοι και οι δύο, και το τραγούδι τους «I am what I am» το διασκεύασε μετά σε disco η Γκλόρια Γκέινορ, για να γίνει ο ύμνος των απανταχού γκέι στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Όμως δεν φθάνει να κλείνουν κάποιες φορές το μάτι στους λίγους “μυημένους”. Το σημαντικό είναι να υπάρχει σεβασμός στην ανάγνωση σε πρώτο επίπεδο, εκείνη που προορίζεται για τους πολλούς. Κι εκεί, δυστυχώς, τον λόγο φαίνεται να τον έχει το ταμείο, με αποτέλεσμα μια ασφαλή αναπαραγωγή των στερεοτύπων, στο όριο της καρικατούρας, που κολακεύουν και επιβεβαιώνουν τους φοβικούς ή αλλιώς περιορισμένη μιντιακή προβολή, άδειες καρέκλες, θλίψη και κατήφεια. Δηλαδή, μια, έτσι κι αλλιώς, χαμένη μάχη, ακόμη και για εκείνους που θα ήθελαν να τη δώσουν».
.
Καλώς ήρθατε στο τηλεοπτικό δίκτυο Gay Tv
Yπάρχει μια σκηνή στον πέμπτο κύκλο του Six Feet Under (Γραφείο Κηδειών Φίσερ), αδιανόητη για οποιαδήποτε τηλεόραση του κόσμου, μόλις λίγα χρόνια πίσω. Ο 35άρης συντηρητικός, ομοφυλόφιλος, συγκρατημένος συνήθως Ντέιβιντ Φίσερ ξεσπάει στον ετεροφυλόφιλο, ομοφοβικό συνεργάτη του Ρίκο Ντίαζ. «Εχω σύζυγο, Ρίκο, και δύο παιδιά. Πότε σκοπεύεις να συνειδητοποιήσεις ότι είμαι ένα ανθρώπινο ον ακριβώς σαν κι εσένα; Πότε; Ε, πότε;».
Ναι, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι από τα χρόνια του ταλαίπωρου Στίβεν Κάρινγκτον, μάλιστα, της γνωστής «Δυναστείας», όταν σε πολύ πιο άγρια χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και της δίνης του AIDS, προσπαθούσε να ψελλίσει στον φοβερό και τρομερό Μπλέικ Κάρινγκτον, τον τηλεοπτικό του πατέρα, ότι ναι, είναι ομοφυλόφιλος. Ήταν μια μικρή επανάσταση εκείνη την εποχή να αποτολμήσει ένα μαζικό προϊόν του prime time (ζώνη υψηλής θεαματικότητας), όπως ήταν η «Δυναστεία» να «πλασάρει» (και να «πουλήσει») στο κοινό της έναν ομοφυλόφιλο πρωταγωνιστή.
Το γκέι κοινό είναι υπολογίσιμη δύναμη στην διαφημιστική αγορά, γι’ αυτό και προσπαθούν να το «καλοπιάσουν» τα μεγάλα δίκτυα. Στο «Gossip Girl», ο αδελφός της Σιρίνα είναι ομοφυλόφιλος. Στο νεανικό «Will and Grace» ο Γουίλ είναι μεν ξεκάθαρα γκέι, με ελάχιστη «δράση» δε. Πού οι ρεαλιστικές ερωτικές σκηνές του Ντέβιντ στο «Six Feet Under», του ορθολογιστή, κυνικού δικηγόρου Κέβιν Γουόκερ στο «Brothers and Sisters» ή του δραστήρου Κάλβιν στο «Greek», διαδόχου του αλησμόνητου «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς»; Ακόμα περισσότερο, υπάρχουν «στοχευμένες» σειρές που απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στο γκει κοινό. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν το «Queer as Folk» (για γκέι άντρες) και το «The L Word» για τα κορίτσια.
.
Γιάννης Μπέζος: Επιφανειακή αποδοχή
O Γιάννης Μπέζος πριν σταδιοδρομήσει ως «πάτερ φαμίλιας» σε μερικά από τα πιο δημοφιλή σίριαλ της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, είχε ταυτιστεί με τον ρόλο του γκέι συγκάτοικου του αείμνηστου Βλάση Μπονάτσου στους «Απαράδεκτους» της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Εκείνος ο «Γιάννης», πολύ κοντά στο αρχέτυπο της «υστερικής αδελφής», έμοιαζε διαρκώς θυμωμένος και εκνευρισμένος, προφανώς λόγω «καταπίεσης» και περιορισμένης σεξουαλικής δραστηριότητας.
Σήμερα ο Γιάννης Μπέζος καλείται να ερμηνεύσει έναν πολύ διαφορετικό ρόλο: του ιδιοκτήτη μπαρ στο «Σεν Τροπέ», εκεί που κάνει (ντραγκ) σόου ο σύντροφός του. Επίσης, είναι πατέρας ενός νέου παιδιού από έναν προηγούμενο άτυχο γάμο, παιδί το οποίο ετοιμάζεται να παντρευτεί. «Δηλαδή, καμία απολύτως σχέση με τον τηλεοπτικό Γιάννη», ανακεφαλαιώνει. «Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο πιο λαϊκό και μεγαλύτερο σε ηλικία, ο οποίος επιπροσθέτως έχει να αντιμετωπίσει και ζητήματα πατρότητας. Ακόμα εδώ παρουσιάζεται μια σχέση, η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς άντρες. Και η ματιά του έργου «βγάζει» τρυφερότητα και συγκίνηση».
Οταν του επισημαίνουμε τη διαφορά στα ήθη ανάμεσα στη δεκαετία του ’70, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο, το 1991 των «Απαράδεκτων» και το 2009, ο Γιάννης Μπέζος γίνεται αιχμηρός. «Μη νομίζετε ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα κατά βάθος. Η αποδοχή των γκέι μου φαίνεται μάλλον επιφανειακή, υπάρχει σχεδόν πάντα μια δόση γραφικότητας, αν το παρατηρήσετε. Η κοινωνία μας αποδέχεται τους ομοφυλόφιλους με τον ίδιο τρόπο που “αποδέχεται” τα κατοικίδια ή τους μετανάστες. Δεν τους βάζει στην ίδια θέση γιατί τους φοβάται».

5 σχόλια:

  1. Χαχαχα, η Καθημερινή φοβήθηκε να βάλει τις διευθύνσεις των μπλογκ μην τυχόν και σοκαριστούν οι αναγνώστες της;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ anonymous

    Oποιοσδήποτε πατήσει στο google τους τίτλους των τριών μπλογκ τα βρίσκει κατευθείαν. 'Ελεος δηλαδή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Mπράβο για τις απαντήσεις σας, αγαπητοί bloggers, και μπράβο και στον Δημήτρη Ρηγόπουλο της Καθημερινής που έθεσε το θέμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. sinxaritiria kai apo mena....

    evge!!!!

    eftixos kapoioi exoun katalavei oti tha prepei na pernoun sovara ta blog kai oti ta blog ekfrazoun apopsi...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ενδιαφέρον άρθρο και πολυ καλές οι απαντήσεις σας παιδιά!
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή