Δεν μου άρεσε να γνωρίζω τους συντρόφους του Ντόντι. Ήξερα πως ήταν λάθος, όμως ζήλευα. Οι σχέσεις του Ντόντι με τους άντρες έμοιαζαν πάντα καλύτερες από τις δικές μου και δεν ήταν απλώς επειδή οι σύντροφοί του ήταν πιο ωραίοι και πιο καλοντυμένοι. Ήταν επειδή έμοιαζαν να μοιράζονται με τον Ντόντι την αληθινή φιλία, αυτό που μέχρι τώρα έλειπε από όλες μου τις σχέσεις.
Ο Τζορτζ ήταν ωραίος τύπος. Ετοίμασε ένα φανταστικό γεύμα και μας αποκάλυψε τη μθστική συνταγή για τη νοστιμότατη σπανακόσουπα, που είχε απαίσια γεύση όταν μετά από καιρό προσπάθησα να τη φτιάξω με τα χεράκια μου. Όμως, όταν σερβιρίστηκε το πιάτο με τα τυριά και η κουβέντα κινήθηκε γύρω από τις φημολογούμενες ατασθαλίες του πρίγκηπα Κάρολου,ένιωσα πως ο Τζορτζ και ο Ντόντι όριζαν διαφορετικά ο καθένας τη λέξη αφοσίωση. (…)
Όταν δυο μήνες αργότερα ο Ντόντι μού μετέφερε με βραχνή, σπασμένη φωνή πως οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει, του είπα απλά ένα ειλικρινές «λυπάμαι». Το γεγονός μου προξενούσε αντιφατικά συναισθήματα, από τη μια στεναχωριόμουν κι από την άλλη αισθανόμουν μια εγωιστική ανακούφιση. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να πρέπει να ακούς για την ερωτική σχέση του καλύτερου σου φίλου όταν εσύ δεν έχεις να πεις τίποτα για τον εαυτό σου. Εκτός αυτού η σχέση του Ντόντι με τον Τζορτζ μου ενέπνεε μια άρρωστη ζήλια. (…)
«Ξέρεις», τον ρώτησα, «ποτέ δεν μου εξομολογήθηκες τι συνέβη πραγματικά μεταξύ σας».
«Σου έχω πει», μου είπε ο Ντόντι κοιτώντας έξω από το παράθυρο. «Έκανε απιστίες. Προς το τέλος η κατάσταση ήταν πολύ περίεργη».
«Τι σημαίνει περίεργη; Όλα είναι περίεργα».
«Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν ένας σωρός από μικρά πραγματάκια». Ο Ντόντι συνέχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. «Κι εκτός αυτού ήθελε να του λέω διάφορα τετριμμένα. Στο κρεβάτι».
Δάγκωσα τα χείλη μου, όχι και τόσο πρόθυμη να παραδεχτώ πως το ρεπερτόριό μου συνοψιζόταν στο ω, θεέ μου, πώς μου αρέσει και το ουσιαστικά περιττό γάμησέ με, γάμησέ με, ω, θεέ μου, γάμησέ με που έκανε έναν από τους ερωτικούς μου συντρόφους να μου πει, «Και τι στο διάολο κάνω τόση ώρα, τα δόντια σού βουρτσίζω».
«Το κρεβάτι δεν είναι ο καταλληλότερος χώρος για ουσιαστικό διάλογο», του είπα.
«Ναι, αλλά δεν είμαι διατεθειμένος να λέω ατάκες από φθηνές πορνοταινίες».
«Όπως;»
«Ω, Θεέ μου. Τι μου λες τώρα. Έλα λίγο στη θέση μου». Ο Ντόντι με κοίταξε και γέλασε νευρικά. «Ήθελε να τον αποκαλώ γαμημένη βρομοπουτάνα».
«Ο Τζόρτζ; Ο γλυκούλης ο Τζόρτζ;»
«Σταμάτα να φτύνεις το τιμόνι, Λίζα. Είναι ανθυγιεινό».
«Σε παρακαλώ πες μου πως κάνεις πλάκα».
«Εγώ να δεις πόσο θα το ήθελα».
Συνέχισα να οδηγώ. Αν και με έτρωγε η περιέργεια, περίμενα μέχρι να ξαναβγούμε στον κεντρικό κι όταν παρκάραμε στο μανάβικο τον ρώτησα, «Και τι έκανες;»
«Τι να έκανα;»
«Τον αποκαλούσες γαμημένη βρομοπουτάνα;»
«Τον αγαπούσα», μου απάντησε ο Ντόντι και δεν ήξερα αν μέσα μου υπερίσχυε η λύπη ή η έκπληξη. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα έτσι κι αν αυτό ήταν αγάπη γιατί εγώ έψαχνα ακόμη απεγνωσμένα να τη βρώ;
Rita Ciresi: Κάποιος να μ’ αγαπάει (Περίπλους, 2002)
Ο Τζορτζ ήταν ωραίος τύπος. Ετοίμασε ένα φανταστικό γεύμα και μας αποκάλυψε τη μθστική συνταγή για τη νοστιμότατη σπανακόσουπα, που είχε απαίσια γεύση όταν μετά από καιρό προσπάθησα να τη φτιάξω με τα χεράκια μου. Όμως, όταν σερβιρίστηκε το πιάτο με τα τυριά και η κουβέντα κινήθηκε γύρω από τις φημολογούμενες ατασθαλίες του πρίγκηπα Κάρολου,ένιωσα πως ο Τζορτζ και ο Ντόντι όριζαν διαφορετικά ο καθένας τη λέξη αφοσίωση. (…)
Όταν δυο μήνες αργότερα ο Ντόντι μού μετέφερε με βραχνή, σπασμένη φωνή πως οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει, του είπα απλά ένα ειλικρινές «λυπάμαι». Το γεγονός μου προξενούσε αντιφατικά συναισθήματα, από τη μια στεναχωριόμουν κι από την άλλη αισθανόμουν μια εγωιστική ανακούφιση. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να πρέπει να ακούς για την ερωτική σχέση του καλύτερου σου φίλου όταν εσύ δεν έχεις να πεις τίποτα για τον εαυτό σου. Εκτός αυτού η σχέση του Ντόντι με τον Τζορτζ μου ενέπνεε μια άρρωστη ζήλια. (…)
«Ξέρεις», τον ρώτησα, «ποτέ δεν μου εξομολογήθηκες τι συνέβη πραγματικά μεταξύ σας».
«Σου έχω πει», μου είπε ο Ντόντι κοιτώντας έξω από το παράθυρο. «Έκανε απιστίες. Προς το τέλος η κατάσταση ήταν πολύ περίεργη».
«Τι σημαίνει περίεργη; Όλα είναι περίεργα».
«Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν ένας σωρός από μικρά πραγματάκια». Ο Ντόντι συνέχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. «Κι εκτός αυτού ήθελε να του λέω διάφορα τετριμμένα. Στο κρεβάτι».
Δάγκωσα τα χείλη μου, όχι και τόσο πρόθυμη να παραδεχτώ πως το ρεπερτόριό μου συνοψιζόταν στο ω, θεέ μου, πώς μου αρέσει και το ουσιαστικά περιττό γάμησέ με, γάμησέ με, ω, θεέ μου, γάμησέ με που έκανε έναν από τους ερωτικούς μου συντρόφους να μου πει, «Και τι στο διάολο κάνω τόση ώρα, τα δόντια σού βουρτσίζω».
«Το κρεβάτι δεν είναι ο καταλληλότερος χώρος για ουσιαστικό διάλογο», του είπα.
«Ναι, αλλά δεν είμαι διατεθειμένος να λέω ατάκες από φθηνές πορνοταινίες».
«Όπως;»
«Ω, Θεέ μου. Τι μου λες τώρα. Έλα λίγο στη θέση μου». Ο Ντόντι με κοίταξε και γέλασε νευρικά. «Ήθελε να τον αποκαλώ γαμημένη βρομοπουτάνα».
«Ο Τζόρτζ; Ο γλυκούλης ο Τζόρτζ;»
«Σταμάτα να φτύνεις το τιμόνι, Λίζα. Είναι ανθυγιεινό».
«Σε παρακαλώ πες μου πως κάνεις πλάκα».
«Εγώ να δεις πόσο θα το ήθελα».
Συνέχισα να οδηγώ. Αν και με έτρωγε η περιέργεια, περίμενα μέχρι να ξαναβγούμε στον κεντρικό κι όταν παρκάραμε στο μανάβικο τον ρώτησα, «Και τι έκανες;»
«Τι να έκανα;»
«Τον αποκαλούσες γαμημένη βρομοπουτάνα;»
«Τον αγαπούσα», μου απάντησε ο Ντόντι και δεν ήξερα αν μέσα μου υπερίσχυε η λύπη ή η έκπληξη. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα έτσι κι αν αυτό ήταν αγάπη γιατί εγώ έψαχνα ακόμη απεγνωσμένα να τη βρώ;
Rita Ciresi: Κάποιος να μ’ αγαπάει (Περίπλους, 2002)
To τηλέφωνο του Τζορτζ το έχουμε; :-D
ΑπάντησηΔιαγραφή