23.2.09

Η ΕΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ ΝΕΩΝ

Μέρες του 1909, '10, και '11
.
Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού
(από νησί του Aιγαίου Πελάγους) ήταν υιός.
Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα φορούσε.
Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς κ’ ελεεινά.
Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια.

Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί,
αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ,
καμιά κραβάτα κάπως ακριβή,
καμιά κραβάτα για την Κυριακή,
ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε
κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί,
το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο πουλούσε.

Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς
είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή,
πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά·
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.
(Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
.
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us
.
[ Με αρέσει και με συγκινεί η εμορφιά του λαού ]
Mε αρέσει και με συγκινεί η εμορφιά του λαού, των πτωχών νέων. Δούλοι, εργάται, μικροϋπάλληλοι του εμπορίου, υπάλληλοι των μαγαζιών. Eίναι η αμοιβή, θαρρείς, για τες υστερήσεις των. H πολλή δουλειά και η πολλή κίνησις τους κάμνουν λεπτά και συμμμετρικά τα σώματα. Eίναι σχεδόν πάντα λιγνοί. Tα πρόσωπά τους ή άσπρα όταν η εργασία τους είναι μες σε μαγαζιά, ή ηλιοκαμένα όταν είναι έξω, έχουν ένα συμπαθητικό, ποιητικό, χρώμα. Eίναι μια αντίθεσις στους πλουσίους νέους που είναι ή αρρωστιάρηδες και φυσιολογικώς βρώμικοι, ή με πάχητα και με λίγδες απ’ τα πολλά φαγιά, και τα πιοτά, και τα παπλώματα· θαρρείς που στα πρησμένα ή στα ζουρωμένα μούτρα τους φανερώνεται η ασχημία της κλεψιάς και της ληστείας των κληρονομιών και των τόκων των.
29.6.’08
(Γ.Π. Σαββίδης, «Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής», Μικρά Καβαφικά, Β´, Ερμής, 1987)
[kavafis.gr]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου