.
Ιωάννης Συκουτρής - Ο φιλόλογος που σκανδάλισε τα μεσοπολεμικά ήθη.
Κ της Καθημερινής
Ήταν το 1934 όταν κυκλοφόρησε από την Ακαδημία Αθηνών μια έκδοση του «Συμποσίου» του Πλάτωνα με τη μετάφραση και τα σχόλια του φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή, ο οποίος, αν και σε νεαρή ηλικία - είχε γεννηθεί στη Σμύρνη το 1901 από πάμφτωχη οικογένεια - είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση της ευρωπαϊκής διανόησης, κυρίως της γερμανικής, αφού είχε σπουδάσει, μεταξύ άλλων, στο Βερολίνο και στη Λειψία, κοντά σε δυο από τους μεγαλύτερους φιλόλογους του 20ου αιώνα, τον Ulrich von Wilamowitz και τον Werner Jaeger.
Ιωάννης Συκουτρής - Ο φιλόλογος που σκανδάλισε τα μεσοπολεμικά ήθη.
Κ της Καθημερινής
Ήταν το 1934 όταν κυκλοφόρησε από την Ακαδημία Αθηνών μια έκδοση του «Συμποσίου» του Πλάτωνα με τη μετάφραση και τα σχόλια του φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή, ο οποίος, αν και σε νεαρή ηλικία - είχε γεννηθεί στη Σμύρνη το 1901 από πάμφτωχη οικογένεια - είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση της ευρωπαϊκής διανόησης, κυρίως της γερμανικής, αφού είχε σπουδάσει, μεταξύ άλλων, στο Βερολίνο και στη Λειψία, κοντά σε δυο από τους μεγαλύτερους φιλόλογους του 20ου αιώνα, τον Ulrich von Wilamowitz και τον Werner Jaeger.
Οι εργασίες του για τον Δημοσθένη, τον Σπεύσιππο, του Σωκρατικούς και την αρχαία ελληνική και βυζαντινή επιστολογραφία είχαν εντυπωσιάσει τους επιστημονικούς κύκλους. Τα πιο έγκριτα περιοδικά δημοσίευαν άρθρα και κρητικές του. Επιπλέον, ο εκδοτικός οίκος Teubner του είχε από το 1928 αναθέσει τη νέα έκδοση του Δημοσθένη, γεγονός που αποτελούσε τεράστια τιμή και αναγνώριση. Ο Συκουτρής είχε απορρίψει, παρά ταύτα, μια δελεαστική πρόταση από το πανεπιστήμιο της Πράγας, να αναλάβει την έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, και είχε προτιμήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στα προλεγόμενα του «Συμποσίου» (το οποίο αφιέρωνε στην σύζυγο του Χαρά), ο φιλόλογος που πολλοί έχουν χαρακτηρίσει αντάξιο του Αδαμάντιου Κοραή τόλμησε να μιλήσει και για ένα ζήτημα που και μια απλή αναφορά του μπορούσε τότε - μήπως όχι και σήμερα; - να σκανδαλίσει τα πλήθη: τον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαία Ελλάδα. Ο ίδιος το ήξερε ότι έπαιζε με την φωτιά: «Το θέμα είναι βέβαια πολύ λεπτό», έγραφε στην εισαγωγή του. «Αναφέρεται σε κάτι απολύτως ξένο προς τις συνήθειες και τις ηθικές αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να το αντικρίσουμε με ψυχραιμία και αγνότητα, την καθιστά ακόμα μεγαλύτερη.»
Στα προλεγόμενα του «Συμποσίου» (το οποίο αφιέρωνε στην σύζυγο του Χαρά), ο φιλόλογος που πολλοί έχουν χαρακτηρίσει αντάξιο του Αδαμάντιου Κοραή τόλμησε να μιλήσει και για ένα ζήτημα που και μια απλή αναφορά του μπορούσε τότε - μήπως όχι και σήμερα; - να σκανδαλίσει τα πλήθη: τον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαία Ελλάδα. Ο ίδιος το ήξερε ότι έπαιζε με την φωτιά: «Το θέμα είναι βέβαια πολύ λεπτό», έγραφε στην εισαγωγή του. «Αναφέρεται σε κάτι απολύτως ξένο προς τις συνήθειες και τις ηθικές αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να το αντικρίσουμε με ψυχραιμία και αγνότητα, την καθιστά ακόμα μεγαλύτερη.»
Ο ασκός του Αιόλου, όμως είχε ήδη ανοίξει παρά τα θετικά σχόλια που είχε εξασφαλίσει η έκδοση από τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Αχιλλέα Τζάρτζανο, τον Αχιλλέα Κύρου της «Εστίας», τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Οι επιθέσεις που δέχτηκε τα επόμενα χρόνια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Τα λιβελογραφήματα του κίτρινου τύπου ήταν σχεδόν καθημερινά. Το περιοδικό «Επιστημονική Ηχώ» με εκτενή, απανωτά δημοσιεύματα, τον σφυροκοπούσε λυσσαλέα. Η αρχιεπισκοπή επίσης. Και απέναντι του, εκτός από τον μεσοπολεμικό ηθικισμό, είχε έναν ακόμα ορκισμένο εχθρό: το ακαδημαϊκό κατεστημένο. Η υποψηφιότητα του, το 1936, για την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, είχε ενοχλήσει τους υπόλοιπους ισχυρούς «μνηστήρες» της.
Ο Συκουτρής δεν άντεξε. Δεν κατάφερε να βρει μια διέξοδο. Αυτοκτόνησε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937.
.
Ιωάννης Συκουτρής
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Ιωάννης Συκουτρής (Σμύρνη, 1901 — Αθήνα, 1937) ήταν Έλληνας φιλόλογος που διετέλεσε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το εξαιρετικής ποιότητας έργο του, στο οποίο δεσπόζουν οι εκδόσεις και οι εισαγωγές στην Ποιητική του Αριστοτέλη και το Συμπόσιο του Πλάτωνα, αλλά και για την αυτοκτονία του σε νεαρή ηλικία.
Η ζωή του
Ο Ι. Συκουτρής γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901. Τα οικονομικά μέσα της οικογένειάς του ήταν περιορισμένα αλλά οι εξαιρετικές σχολικές επιδόσεις του τού εξασφάλιζαν την οικονομική υποστήριξη της αρχιεπισκοπής Σμύρνης ώστε να κατορθώσει να ολοκληρώσει την φοίτησή του στο σχολείο. Οι φιλολογικές του επιδόσεις φάνηκαν ήδη από τα κείμενα που έγραφε σε σχολικό περιοδικό και από την ικανότητα χειρισμού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το 1918 αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Γκιαούρκιοϊ της Μαγνησίας. Το 1919 γράφτηκε αναδρομικά ως δευτεροετής στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1922. Τα χρόνια των σπουδών του τα οικονομικά προβλήματα συνεχίζονταν, αλλά κάλυπτε τις ανάγκες του με την εργασία του ως βοηθού στο Σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής Σχολής και με τα έσοδα από τις υποτροφίες του Σεβαστοπούλειου Διαγωνισμού, στον οποίον συμμετείχε δύο φορές. Τα επόμενα δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας και παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη ποικίλων εκφάνσεων του κυπριακού πολιτισμού και προσπάθησε να οργανώσει την πνευματική και επιστημονική ζωή του τόπου ιδρύοντας συλλόγους και εκδίδοντας το περιοδικό Κυπριακά Χρονικά. Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτωρ και αναχώρησε για σπουδές Κλασικής Φιλολογίας στην Γερμανία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1929. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Λειψίας κοντά σε μεγάλους φιλολόγους όπως οι U. von Wilamowitz και W. Jaeger. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο παραγωγικά σε φιλολογικές μελέτες τις οποίες δημοσίευε σε πολλά φιλολογικά περιοδικά. Η διδακτορική του διατριβή είχε θέμα τον Επιτάφιο του Δημοσθένη για τους πεσόντες Αθηναίους οπλίτες της Χαιρώνειας, οποίος εθεωρείτο νόθο έργο και ο Συκουτρής απέδειξε ότι ήταν γνήσιος. Ενδεικτικό της φήμης που απέκτησε είναι το γεγονός ότι ο Wilamowitz τον είχε εντάξει στον φιλολογικό σύλλογο Graeca Wilamowitziana, τον οποίον αποτελούσαν φιλόλογοι οι οποίοι στις συναντήσεις του ερμήνευαν κλασικούς Έλληνες συγγραφείς. Ο Συκουτρής ήταν το μόνο μέλος μη γερμανικής καταγωγής που συμμετείχε στον σύλλογο. Εκτός από τις ποικίλες δημοσιεύσεις σε φιλολογικά περιοδικά ο Συκουτρής ανέλαβε και την έκδοση των λόγων του Δημοσθένη για τον εκδοτκό οίκο Teubner.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να διδάσκει στο Αρσάκειο και το 1930 εξελέγη υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το εναρκτήριο μάθημά του είχε το θέμα «Φιλολογία και ζωή». Παράλληλα με τις παραδόσεις μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο και τις δημοφιλείς διαλέξεις και τα σεμινάρια σε ποικίλα θέματα, όχι μόνο κλασικής, αλλά και νεοελληνικής και σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, συνέχισε το επιστημονικό του έργο. Ανέλαβε την πρωτοβουλία για την οργάνωση της σειράς Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία θα περιελάμβανε σχολιασμένες και μεταφρασμένες εκδόσεις κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το 1934 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της σειράς, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, και άρχισε να προετοιμάζει την έκδοση της Ποιητικής του Αριστοτέλη (η οποία εκδόθηκε το 1937 μετά τον θάνατό του). Το 1933 του προτάθηκε η έδρα της κλασικής φιλολογία του Πανεπιστημίου της Πράγας, αλλά δεν αποδέχτηκε την θέση. Το 1936 υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή. Από εκείνη την χρονιά, και με αφορμή το κεφάλαιο της εισαγωγής του Συμποσίου που αναφερόταν στις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην παιδεραστία, άρχισε να δέχεται πολλές επιθέσεις από ακαδημαϊκούς και εξωακαδημαϊκούς κύκλους, αρχικά από την εφημερίδα Επιστημονική Ηχώ και στην συνέχεια από διάφορους συλλόγους και από την Ιερά Σύνοδο. Για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του δύο μηνύσεις.
Ο Ιωάννης Συκουτρής αυτοκτόνησε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937.
Το έργο του
Ο Συκουτρής δημοσίευσε πλήθος μελετών για ποικίλα θέματα. Εκτός από τις μελέτες και εκδόσεις κλασικής φιλολογίας ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με θέματα βυζαντινής φιλολογίας. Το διδακτορικό που ολοκλήρωσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε θέμα βυζαντινής φιλολογίας (Μιχαήλ Ψελλού, Βίος και Πολιτεία του οσίου Αυξεντίου κατά πρώτον εκδιδόμενος) και μία από τις σημαντικότερες μελέτες του ήταν η ανακοίνωσή του για τα προβλήματα της βυζαντινής επιστολογραφίας. Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως και με θέματα λογοτεχνίας (όπως τα άρθρα του «Γραμματολογία» και «Κριτική», που συνέταξε για την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια) και ειδικότερα νεοελληνικής φιλολογίας, στην οποία η συμβολή του ήταν πολύ σημαντική τόσο με μελέτες, όπως η ερμηνεία του Δωδεκάλογου του Γύφτου του Κωστή Παλαμά ή το άρθρο για τις κριτικές εκδόσεις νεοελληνικών κειμένων, όσο και με θεωρητικά κείμενα για την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία θεωρούσε αναγκαία για την κατανόηση της κλασικής γραμματείας. Είχε μάλιστα προτείνει το 1932 την ίδρυση αυτόνομης έδρας Νεοελληνικής Φιλολογίας (η οποία έως τότε ήταν ενιαία με την έδρα Μεσαιωνικής Φιλολογίας).
el.wikipedia.org
«Ουδέποτε συνήψαμεν γνωριμίαν με την αρχαίαν ελληνικήν λογοτεχνίαν»
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ.Συκουτρής
Με την αρχαίαν ελληνικήν λογοτεχνίαν, ως λογοτεχνίαν, ουδέποτε συνεφιλιώθημεν ουδέ συνήψαμεν καν αληθινήν γνωριμίαν. Οι μαθηταί ουδέποτε κατώρθωσαν ν' ανακαλύψουν τας ωραιότητας εκείνας, τας οποίας απεστήθιζον από το εγχειρίδιον γραμματολογίας, πολύ δε ολιγώτερον να τας αισθανθούν. Και οι διδάσκαλοι των εις τα γυμνάσια δεν ημπορούσαν υπέρ αυτών ούτε να τους διαφωτίσουν ούτε να τους θερμάνουν. Από τον Όμηρον εμάνθαναν μόνο την ιστορίαν του τρωϊκού πολέμου, άφθονον λεξιλόγιον, ολίγα στοιχεία μετρικής, διά να ποδίζουν -εν κυριολεξία με τα πόδια- τους εξάμετρους, χωρίς να εξυψούνται μέχρι του στοιχειωδέστατου αισθήματος του ρυθμού. Ποίησιν δεν εμάνθαναν, το αιώνιον ανθρώπινον ούτε. Ο Ησίοδος, που παλαιότερα εδιδάσκετο εις τα γυμνάσια, άφηνεν εις την μνήμην των μαθητών μερικάς ηθικολογίας, ως μόνον καρπόν. Η προφητική μορφή, με την φλογεράν της πιστίν εις την θείαν δικαιοσύνην και την θείαν της αποστολήν ως κήρυκος της κοσμικής τάξεως, του έργου των Ολυμπίων, ουδέ μακρόθεν ανεφάνη εις τον ορίζονταν μαθητών ή διδασκάλων. Ούτε διδασκάλων, ούτε μαθητών η φαντασία κατώρθωνε να ιδή και να αναπαραστήση την αρχαίαν τραγωδίαν ή κωμωδίαν ως θεατρικόν έργον. Και η διαισθητική των ικανότης δεν έφθανεν εις το να αντιληφθή και ζήση την τραγωδίαν, ως τραγικότητα, ως το πρόβλημα της ανθρωπίνης ζωής, που πάντα λύσιν απαιτεί και αιώνια άλυτον μένει, την πάλην μεταξύ της ανθρωπίνης προσπαθείας και της ανθρωπίνης μοίρας, μεταξύ του ιδεώδους και του πραγματικού, του ποθητού και του δυνατού.
Το αποτέλεσμα ήτο, ότι οι μορφωμένοι μας διέβλεπαν εις την γραμματικήν εκμάθησιν της αρχαίας γλώσσης είτε μυστηριώδους τινος και θαυματουργού δυνάμεως πρόσκτησιν, της οποίας η μόνη αξία -εις την αντίληψίν των- ήτο ο κόπος, που κατέβαλλον δι' αυτήν, και η ευλαβής προσατένισις των άλλων προς τον αποκτήσαντα την γνώσιν αυτήν -είτε χάσιμον χρόνου άσκοπον. Και τα δύο αλλότρια του σκοπού της ανθρωπιστικής παιδείας. Η μεγάλη πλειονότης απέφευγε να ανοίξη κανένα από τους «συγγραφείς», του σχολείου κατόπιν, αφ' ού δεν είχαν τίποτε να της δώσουν. Όσοι δε τους άνοιγαν και κατόπιν -και ήσαν αρκετοί- εδοκίμαζαν βεβαίως αληθινήν ευφροσύνην από την ανάγνωσίν των, αλλ' ευφροσύνην, που δημιουργεί αυτή η ενασχόλησις του πνεύματος, ανεξαρτήτως του αντικειμένου της ενασχολήσεως, ανάλογον με την καλαισθητικήν συγκίνησιν του μαθηματικού ενώπιον των ήκιστα αισθητικών εξισώσεών του. Δι' άλλους η ευφροσύνη αύτη συνίστατο εις τον αόριστον εκείνον και ασύλληπτον γλυκασμόν της εκτάσεως ενώπιον της «θείας» γλώσσης. Δι' άλλους συνεχέετο με την ανθρωπίνως ευεξήγητον ηδονικήν αναβίωσιν παιδικών και νεανικών αναμνήσεων. Η ουσία μας παρέμενε ξένη, η επαφή μας ήτο εξωτερική μόνον, ήκιστα προσωπική. Το ανώριμον της ψυχής μας όμμα την επιφάνειαν μόνο ημπορούσε να ιδή, όχι το βάθος. Η επικοινωνία μας με τους αρχαίους δεν επήγαζεν από μέσα μας· μας προσετίθετο απ' έξω ως φραγκική μίμησις ή βυζαντινή παράδοσις ή επέκτασις της άλλως βαθύτατα ερριζωμένης εθνικής μας συνειδήσεως...
...Την εικόνα, που παρουσιάζει η επαφή του έθνους μας, ως συνόλου, προς την Αρχαιότητα, επιβεβαιώνει και η επισκόπησις της ιστορίας της φιλολογικής μας επιστήμης. Και εις την σχέσιν της προς τον αρχαίον βίον και εις την επιστημονικήν της παραγωγήν παρέμεινε και αύτη προσηλωμένη εις την γλωσσικήν μορφήν των αρχαίων ελληνικών συγγραμάτων, με γραμματικάς και κριτικάς παρατηρήσεις ή το πολύ σχολιασμένας εκδόσεις περιοριζόμενας απλώς και αποκλειστικώς εις το γλωσσικόν στοιχείον.
[Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από τα επιλεγόμενα στη μετάφραση του Th. Zielinski, «Ημείς και οι αρχαίοι», Δημητράκος, Αθήνα 1928, σελ. 238-239 και 241]
anorthografies.blogspot.com
Το 1934 ο Συκουτρής εξέδωσε το Συμπόσιο του Πλάτωνος, σχολιασμένο και με εκτενή πρόλογο, στον πρώτο τόμο της "Ελληνικής Βιβλιοθήκης" της Ακαδημίας Αθηνών. Η έκδοση έγινε δεκτή με θαυμασμό και επαίνους. Μόλις δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε η συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του, βραδυφλεγώς και με σκοπιμότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπο την εποχή αυτή αρχίζει βαθμιαία η πορεία που θα τον οδηγήσει στο τραγικό του τέλος. Ιδού τα γεγονότα με χρονολογική σειρά:
Το 1931, ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο, που ψηφίσθηκε ως νόμος 5058 "περί ενισχύσεως των ελληνικών γραμμάτων". Μ'αυτό τον νόμο προβλεπόταν η ετήσια χορήγηση στην Ακαδημία Αθηνών του ποσού των 350.000 δραχμών για να εκδίδει μεταφράσεις των έργων των αρχαίων κλασσικών στη νέα ελληνική. Απ'αυτά, σύμφωνα με νεώτερη υπουργική απόφαση του 1932, 200.000 δραχμές θα εδίδοντο για έκδοση σχολιασμέων και μεταφρασμένων κειμένων μαζί με το πρωτότυπο. Σύμφωνα με τον Β. Λαούρδα, ο ίδιος ο Συκουτρής ήταν αυτός που έπεισε τον Γενικό Γραμματέα της Ακαδημίας και τον Παπανδρέου γι΄αυτή την σημαντική πρωτοβουλία. Ο Συκουτρής υπηρετούσε τότε ως βιβλιονόμος της Ακαδημίας. Διορίσθηκε έμμισθος επιμελητής της σειράς και του ανετέθη η έκδοση του Συμποσίου του Πλάτωνος. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας το διεκπεραίωσε στις Ράχες της Ικαρίας, όπου έμεινε έναν ολόκληρο μήνα, το καλοκαίρι του 1933. Τέλος του 1933 υπέβαλε το χειρόγραφο, το οποίο εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1934 απο τις εκδόσεις Κολλάρου, με ομόφωνη άδεια της επιτροπής των ακαδημαϊκών και την έγκριση του εποπτεύοντος την μετάφραση καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Καλλιτσουνάκη. Το βιβλίο ο Συκουτρής αφιέρωσε στην γυναίκα του Χαρά.
Η έκδοση αυτή είχε διεθνή απήχηση. Εκθειάστηκε απο καθηγητές ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, παρουσιάσθηκε σε έγκυρες φιλολογικές επιθεωρήσεις και μάλιστα στο Journal of Hellenic Studies ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου F. H. Marshall έγραψε ότι η έκδοση ήταν αντάξια αυτών του Κοραή.
Ενδιαφέρουσα είναι η κριτική του ελληνιστή I. Roussel στο περιοδικό Libre, που εξαίρει τον Συκουτρή και την "εκπληκτική του οικειότητα με την πλατωνική σκέψη". Διατυπώνει όμως δύο επιφυλάξεις: την μικτή γλώσσα της μετάφρασης, θεωρώντας προτιμητέα την δημοτική, και την υπερτίμηση της αρχαίας Ελλάδας, η οποία οφείλεται, όπως σημείωσε, στην ακραιφνώς ουμανιστική αντίληψη του Συκουτρή.
Αλλά και στην Ελλάδα η έκδοση του Συμποσίου είχε ευμενέστατη υποδοχή. Εκφράσθηκαν κάποιες αντιρρήσεις για το γεγονός ότι η μετάφραση ήταν φιλολογική (κυριολεκτική δηλαδή) αντί για λογοτεχνική, ενώ ο Γ. Παπανδρέου δήλωσε στην Νέα Εστία ότι θα προτιμούσε την δημοτική, αν και η απλή καθαρεύουσα του Συκουτρή διαβαζόταν άνετα και ήταν πολύ ευχάριστη. Επαίνους απηύθυναν και ο Γρ. Ξενόπουλος, ο Αχ. Κύρου της Εστίας, ο Αχ. Τζάρτζανος, ο Σπ. Μελάς κα. ακόμη και το Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδας. Αυτά μαζί με κάποιες δευτερεύουσες επικρίσεις σε μερικά συντηρητικά περιοδικά κι έναν υπαινιγμό κάποιου Φραγκούδη στο περιοδικό Εργασία για την ηθική διάσταση του Συμποσίου (δηλαδή τα σχόλια του Συκουτρή για την έννοια του "πλατωνικού έρωτα").
Τον Οκτώβριο του 1936, δυόμισυ χρόνια μετά την κυκλοφορία του Συμποσίου και αφού είχαν εξαντληθεί τα 3.300 αντίτυπα της πρώτης εκδόσεως, η Επιστημονική Ηχώ ("Μηνιαίον εικονογραφημένον περιοδικόν των εφηρμοσμένων επιστημών και της βιομηχανίας") εγκαινίασε μία λυσσώδη εκστρατεία κατά του Συκουτρή. Στην επιστημονική επιτροπή του περιοδικού αυτού συμπεριλαμβανόταν ο Αντώνης Χατζής, τακτικός καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, ανιψιός του Γ. Μυστριώτη. Ηταν ο αντίπαλος του Συκουτρή στην διεκδίκηση της έδρας του Σίμου Μενάρδου το 1933.
Η συγκυρία δεν ήταν τυχαία. Ο Συκουτρής είχε εκ νέου θέσει υποψηφιότητα για την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, μετά την παραίτηση του Παναγή Λορεντζάτου. Η επίθεση επικεντρώθηκε στο κεφάλαιο 4 της εισαγωγής στο Συμπόσιο, που είχε τίτλο "Ο παιδικός έρως εις τους αρχαίους Ελληνας". Η εισαγωγή αυτή του Συκουτρή είναι πράγματι μία απολογία, ένα μανιφέστο που υπονόμευε τον μεσοπολεμικό ηθικισμό. Πέρα απο την σωρεία επιχερημάτων και τεκμηρίων που παραθέτει ο Συκουτρής υπέρ του "πλατωνικού έρωτα", επισημαίνει ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα ιστορικό φαινόμενο με το πρίσμα της σημερινής εποχής. Σε κάποιο σημείο σημειώνει: "Ο αναμάρτηρος πρώτος τον λίθον βαλέτω". Το κείμενο ήταν σαφώς μία πρόκληση στα ήθη της εποχής.
Εκεί βασίσθηκε η επίθεση εναντίον του Συκουτρή. Αλλά αυτό φυσικά ήταν μόνον πρόσχημα. Το ζήτημα, στην πραγματικότητα, ήταν να εξοντωθεί ο χαρισματικός φιλόλογος, που έφερε επανάσταση στο Πανεπιστήμιο, που εκόμισε μία εντελώς νέα αντίληψη για την Φιλολογική Επιστήμη, που έγινε μέτρο σύγκρισης για τις μετριότητες της Φιλοσοφικής Σχολής, που διατάραξε τις φαυλόβιες ισορροπίες των διαφόρων κατεστημένων και μικρο-ομάδων.
Μετά την Επιστημονική Ηχώ, που κατήγγειλε τον Συκουτρή για "ανηθικότητα", "διαφθορά" κλπ, την σκυτάλη παρέλαβαν διάφορες γραφικές φιγούρες και οργανώσεις, όπως ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων Πατρών, ο Γ. Πώπ. του Εθνους, ο "σολωμιστής" Φάνης Μιχαλόπουλος, οι σταφιδέμποροι Βόλου, ο γεωργικός συνεταιρισμός Δουνέϊκων Ηλείας, οι κρεοπώλες Αιγίου, οι αχθοφόροι Λουτρών Αιδηψού κλπ. Οι επιθέσεις, που συνεχίσθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατέληξαν σε προσωπικές ύβρεις. Βεβαίως, ο τότε υπουργός Παιδείας του Μεταξά Γεωργακόπουλος, σε έγγραφό του προς τον υφυπουργό παρά τω Προέδρω της κυβερνήσεως, υποστηρίζει τον Συκουτρή και επισημαίνει ότι αυτός προσπάθησε αντικειμενικά να αποδώσει την πραγματικότητα της εποχής του Συμποσίου και αντιδιαστέλλει τον εαυτό του και τις πεποιθήσεις του απο τις αρχαιοελληνικές δοξασίες και συνήθειες, εκφράζεται δε ευπρεπέστατα για την αντίληψη και την σύγχρονη ηθική περί σχέσεως των δύο φύλων.
Οι επιθέσεις όμως στράφηκαν και εναντίον όσων υποστήριζαν τον Συκουτρή, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ακαδημαϊκός Χρύσανθος Παπαδόπουλος (ο απο Τραπεζούντος) κα.
Ετσι, τον Μάϊο του 1937, η Ιερά Σύνοδος καταδίκασε σε τεύχος της Φωνής της Εκκλησίας τον Συκουτρή και κάλεσε τον Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, καθηγητή της Απολογητικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε δημοσιεύσει στον επίσημο Δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος ευμενή κριτική για τον Συκουτρή, να ανακαλέσει την κριτική του!
Στα τέλη Μαΐου 1937, ο Συκουτρής αντεπετέθη. Κυκλοφόρησε το τομίδιο: "Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου: Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι", το οποίο ο ίδιος στον πρόλογο παρουσίαζε ως "μαστίγωμα των Φαρισαίων και των ιεροκαπήλων και των αναρχικών, οι οποίοι προβάλλουν ως συντηρητικοί'. Ο Συκουτρής αποδίδει την βραδυφλεγή δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του στην παραίτηση του καθηγητή Π. Λορεντζάτου και την, κατά συνέπεια, κένωση της έδρας του, που διεκδίκησε στην συνέχεια ο Συκουτρής.
Υπερασπιζόμενος τον Συκουτρή, ο Γρ. Ξενόπουλος σημείωνε ότι, με βάση το μεσαιωνικό ρητό "γράψε μου δέκα λόγια, τα πιο αθώα, κι εγώ είμαι ικανός να σε στείλω στην πυρά", οι γλωσσαμύντορες χτυπούσαν τον Συκουτρή γιατί στην πραγματικότητα παραδεχόταν και την δημοτική, γιατί θαύμαζε τον Παλαμά και την νέα ελληνική λογοτεχνία, γιατί είχε ανεξαρτησία γνώμης και γιατί είχε αξία όσο ίσως κανείς σύγχρονός του δεν είχε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το άρθρο του Ξενόπουλου δημοσιεύθηκε στα Αθηναϊκά Νέα λογοκριμένο.
Τελικώς, η Ακαδημία Αθηνών, απαντώντας σε σχετικό έγγραφο της Ι. Συνόδου, υποσχόταν "να προβή προσεχώς εις νέα έκδοσιν του Συμποσίου... απηλλαγμένη παντός χωρίου δυναμένου να προσκρούση εις το κοινόν αίσθημα, το τε θρησκευτικόν και το κοινωνικόν, και να προκαλέση θλιβεράς παρεξηγήσεις". (Κάτι που δεν έγινε, αφού απεναντίας το 1949 επανεξέδωσε το Συμπόσιο χωρίς καμμία μεταβολή απο την έκδοση του 1934). Ταυτόχρονα, υπεβλήθη μήνυση εναντίον του Συκουτρή απο τον διευθυντή του συκοφαντικού εντύπου Επιστημονική Ηχώ, Σπ. Παπανικολάου, με προτεινόμενους μάρτυρες πολλούς καθηγητές του Πανεπιστημίου. Δεύτερη μήνυση υπεβλήθη απο κάποιον ιερομόναχο.
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της αλεξανδρινής εφημερίδας Ταχυδρόμος-Ομόνοιας, πίσω απο την εκστρατεία εναντίον του Συκουτρή κρυβόταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πεζόπουλος, εκπρόσωπος του πνεύματος του σχολαστικισμού...".
"ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ"
Τεύχος, 41 (καλοκαίρι 2005)
Συμπληρωματικώς, όσα σχετικά αναφέρει στο βιβλίο του "Ιδανικοί αυτόχειρες" (εκδ. του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2003) ο Πέτρος Χαρτοκόλλης. [στο ίδιο βιβλίο περιλαμβάνεται και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης].
ΑπάντησηΔιαγραφή:
Το 1934, με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών, πραγματοποιεί κριτική έκδοση του Συμποσίου του Πλάτωνα, που γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από το σύνολο σχεδόν του ελληνικού και ξένου φιλολογικού κόσμου. Τον Μάιο του 1936 πληρούται η έδρα της Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με τη μεθοδευμένη μετάκληση από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης του Αντωνίου Χατζή, ανιψιού του περιώνυμου γλωσσαμύντορα και υποκινητή των Ευαγγελικών στις αρχές του αιώνα Γεωργίου Μιστριώτη, προφανώς για να αποφευχθεί η εκλογή του Συκουτρή ως του πιο ενδεδειγμένου μέλους του Διδακτικού προσωπικού του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.
Δυόμισι χρόνια ύστερα από την έκδοση του Συμποσίου και, όπως επισημαίνει ο ίδιος, «όταν ακριβώς επρόκειτο, δια της παραιτήσεως καθηγητού της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, να κενωθεί τακτική πανεπιστημιακή έδρα, την οποία ήτο φυσικόν και δίκαιον να διεκδικήσω», εκδηλώνεται μια βίαιη επίθεση εναντίον του Συμποσίου και προσωπικά του Συκουτρή για αθεΐα και δυσφήμιση των αρχαίων προγόνων. Η επίθεση, που ξεκίνησε με σειρά λιβελογραφημάτων στο περιοδικό Επιστημονική Ηχώ (μηνιαίο εικονογραφημένο έντυπο «των εφηρμοσμένων επιστημών και της βιομηχανίας»), υπό την υψηλή εποπτεία τακτικού καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, προκάλεσε πολυάριθμα ψηφίσματα διαμαρτυρίας επαγγελματικών και παραθρησκευτικών σωματείων, προπάντων της Πάτρας, τόπο καταγωγής του διευθυντή του περιοδικού, και ακολούθως της Εκκλησίας, εναντίον του Συκουτρή. Την άνοιξη του 1937 ο Συκουτρής κυκλοφορεί φυλλάδιο με τον τίτλο Η Εκστρατεία κατά του Συμποσίου (Τα κείμενα και οι Κουλουροπώλαι) με το οποίο επιχειρεί να καταρρίψει τις κατηγορίες επικριτών του, που τις αποδίδει στις σκευωρίες καθηγητικής «παρατάξεως» της Φιλοσοφικής Σχολής, όπου και το καταθέτει, μαζί με διαμαρτυρία του για την εκλογή δεύτερου υφηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο πρόσωπο «45ετούς νεοσσού» της επιστημονικής έρευνας, του Ιωάννη Σταματάκου, εν καιρώ καθηγητή και ακαδημαϊκού. Η Σχολή, εξοργισμένη, αποφασίζει να καλέσει τον Συκουτρή να εκφράσει την λύπη του και να πάψει να τη θίγει με τα γραφόμενά του. Στην επόμενη συνεδρίασή της, με ημερομηνία 4.10.37, ο κοσμήτορας της Σχολής ανακοινώνει τον αιφνίδιο θάνατο του Συκουτρή, δηλώνοντας: «[Η]σχολείτο περί πολλά μετά περισσού ζήλου. Η απώλεια αυτού δημιουργεί έλλειψιν εις την Σχολήν». Και προτείνει «όπως αποσταλεί συλλυπητήριο γράμμα εις την οικογένειάν του».
Η αυτοκτονία του Συκουτρή συνδέθηκε με την ανάβασή του ένα φθινοπωρινό απόγευμα στον Ακροκόρινθο, όπου κάθισε κι έγραψε μια σύντομη εισαγωγή στην αδημοσίευτη ως τότε Ποιητική του Αριστοτέλη, μεταφρασμένη και με ερμηνευτικά σχόλια από τον παλαιό καθηγητή του Σίμο Μενάρδο, στην οποία ανέφερε ότι σχεδίαζε να μιλήσει για "το πρόβλημα των τραγικών συναίσθηματων", ένα σχέδιο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει γιατί, όπως εξηγεί ο ίδιος,
"Το πρόβλημα αυτό εζούσε ο συγγραφεύς μέσα του τόσον έντονα, τόσον προσωπικά, ώστε δεν κατώρθωνε επί πολύ να το περιλάβει εις ισότιμον και αποστρογγυλωμένην διατύπωσιν [και όταν ήταν έτοιμος να το κάνει] περιπλ[έχτηκε] εις συζητήσεις μικροπρεπείς και ταπεινάς."
To κείμενο αυτό, διατυπωμένο καθώς είναι στο τρίτο πρόσωπο, δημιουργεί την εντύπωση ότι γράφτηκε από έναν άνθρωπο που ήθελε να πάρει μιαν απόσταση από το θέμα που τον απασxoλούσε. "την ψυxολογία του τραγικού προσώπου", ή που έβλεπε τον εαυτό του από τη θέση ενός ανθρώπου που έχει περάσει στην απέναντι όχθη. Ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το ύστατο αυτό κείμενο του Συκουτρή ενισχύει την εντύπωση ότι το έγραφε ένας άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του ήδη νεκρόν:
Ήλπιζε πως θα επρόφθανεν... Μα ο έρως του θανάτου είναι ισχυρότερος από κάθε έρωτα: έρωτα ανθρώπων, έρωτα παιδείας, έρωτα γης και φωτός...
(εξ αντιγραφής από το βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη, για το Απ.Πεζ.)
Eξ αντιγραφής από το ίδιο, όπως το παραπάνω, βιβλίο:
ΑπάντησηΔιαγραφή...στον θάνατο του Συκουτρή αφιέρωσαν ποιήματα ο Παλαμάς και ο Σικελιανός. Οι στίχοι του Παλαμά, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Το Ελεύθερον Βήμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1937, δύο μέρες μετά την αναγγελία του θανάτου του Συκουτρή, έχουν ως εξής:
Στο Θάνατο του Συκουτρή
Του αρχαίου του Λόγου φώτιζες τέλεια την Τρανοσύνη
με τη δική σου την καρδιά και τη νοημοσύνη.
Και με του Λόγου ρύθμιζες συχνά την ομορφάδα
τη γλώσσα που, κι' αρχαία και νέα, πάντα είναι, ζει η Ελλάδα
Όμως, πώς ήρθε ξαφνικά της νιότης σου τη χάρη Χάρος
να σβήσει, σαν ψαλμού λειτουργικό τροπάρι! Πώς είναι
κρίματα που δε μπορεί να τα πιστέψει κανείς, να τα
συλλογιστεί και να μνημονέψει!
Αλλά κι αν χάθηκε ο ψαλμός, πάντα άσβηστος ακόμα κι'
άλυωτος μένει, σα να βγαίνει απ' το δικό σου στόμα. Και
με τ' αρχαία τα γράμματα και με τα νέα τα λόγια, σου
πρέπουνε δοξάσματα λαϊκά και μυρολόγια.
Το ποίημα του Σικελιανού, αφιερωμένο στη γυναίκα του Συκουτρή, Χαρά, δημοσιεύτηκε αρκετά αργότερα, στις 15 Νοεμβρίου 1937, προφανώς όταν ήταν πια γνωστό ότι ο Συκουτρής είχε δώσει τέλος στη ζωή του με το χέρι του.
Ιωάννης Συκουτρής
Στο μυστικόν ανήφορο, τον ύστερο που επήρες, ψηλά στον
Ακροκόρινθο, να ξάστραψαν μπροστά Σου, ως στην κορφή
της Ασκησης, σα νάταν μια, οι τρεις Μοίρες; A, πώς εχτύπαε
δυνατά, την ώρ' αυτή, η καρδιά Σου!
Κάτου στον κάμπο, ταπεινές φωνές, πικρές και στείρες,
στη χλαλοή τους έσμιγαν, ανόσια, τ' όνομα Σου. Απάνω
εκεί, σα ν' άνοιγαν οι αιώνες του Πήγασου φτερούγες, του
ανέμου γλυκά πώς έπαιζαν οι λύρες!
Κι' α, πώς θα νάταν δυνατό, Σα γύριζες και πάλι
στον όχλο, για την άνιση που Σε καρτέραε πάλη,
όλο Σου το αίμα μονομιά, ξοπίσω να μη φύγει,
με την ιερή που σ' τόθρεψε πλατωνική μανία, βαθειά, προς
την απόκρυψη του Ηράκλειτου Αρμονία που απάνω κι' απ'
το θάνατο, τον αφουκρώνται οι Λίγοι;
Υποκλίνομαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είχα ιδέα για την ύπαρξη αυτού του Έλληνα. Εξαιρετική δουλειά, παρουσίαση , Erva. Το απόσπασμα από το Συμπόσιο το είχα ξαναδιαβάσει.
Είχα κάποτε πει πως αν οι Έλληνες
γνώριζαν τον Πλάτωνα,Τον Επίκουρο και νεώτερους, όπως ο Εμπειρίκος, Ο Καβάφης , σε βάθος , δε θα είχαν θανατώσει (και δεν θα αισχύνονταν) από άγνοια το Θεό που γέννησε αυτή η γλώσσα. Τον έρωτα.
Πολύ ενδιαφέρον τόσο το ποστ, όσο και τα σχόλια!Δεν την ήξερα αυτή την ιστορία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή η ιστορία, όπως και όλες εκείνες του μεσοπολέμου, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα τώρα πια που η χρονική απόσταση μας επιτρέπει να τις δούμε ψύχραιμα, χωρίς τις εμπάθειες της εποχής τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα επιστρέψω σύντομα με αυθεντικά κείμενα της εποχής για το ζήτημα του "Συμποσίου", αλλά και με άλλες ανάλογες ιστορίες.