18.1.09

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ

Image Hosted by ImageShack.us
.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΕ ΛΕΝΕ
της Σοφίας Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Κ. Κωνσταντόπουλος.
Ερμηνεύουν: Λ. Πρωτοψάλτη, Εύα Καμινάρη.
Θέατρο ΣΤΟΑ
Μπισκίνη 55 (3η στάση Ζωγράφου) , 2107702830, Μέχρι 1/2.

Η δράση του έργου εκτυλίσσεται στο νοσοκομείο λίγες μέρες πριν την σοβαρή επέμβαση που είχε ως αποτέλεσμα η τραγουδίστρια να χάσει τη φωνή της.
Όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης «… Έχουμε ένα έργο και μια παράσταση, που φέρει στη σκηνή αυτό το ‘άλλο’ κομμάτι της ζωής της Σωτηρίας Μπέλλου. Ένα έργο – πορτρέτο. Που θα μπορούσε να είναι το πορτρέτο και κάθε μεγάλου καλλιτέχνη, μιας και - απ’ ό,τι δείχνει η εμπειρία - πίσω από κάθε μεγάλη καλλιτεχνική επωνυμία, κρύβεται συνήθως - ποιος ξέρει γιατί - και μια μεγάλη τραγωδία. Ένα έργο - διάλογος. Διάλογος με τον εαυτό της. Εκείνη τη νύχτα στο ‘Σωτηρία’, πριν την μοιραία επέμβαση, που Η ΦΩΝΗ έχασε τη φωνή της! Λένε πως ‘ο Θεός για να εγγράψει μια ευθεία χρησιμοποιεί τεθλασμένες’! Έτσι και με την ζωή της Μπέλλου… από την ‘τεθλασμένη της ζωή’ γεννήθηκε η ‘ευθεία του ήχου της’!»
.
Image Hosted by ImageShack.us
Σοφία Αδαμίδου: Σωτηρία Μπέλλου. Πότε ντόρτια πότε εξάρες.
Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας (Πατάκης)
.
«Η εκρηκτική προσωπικότητα, η μοναδικότητα του ταλέντου της και ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της δοκιμάζουν το συναίσθημα και τη λογική και επιβάλλουν τη μεγάλη ευθύνη που μου χάρισε η φιλία μας. Το γεγονός ότι μου εμπιστεύτηκε τη συγγραφή της βιογραφίας της με επιφορτίζει μ’ ένα χρέος τιμής προς τη μνήμη της , αλλά και με ένα χρέος ειλικρίνειας προς τους αναγνώστες. Ένα χρέος που θα εξοφληθεί μόνο με την καταγραφή της αλήθειας των γεγονότων τα οποία συνθέτουν το μύθο της Σωτηρίας Μπέλλου». Σοφία Αδαμίδου

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο πιέζοντας εδώ:
Gay βιβλιογραφία στα ελληνικά: Νο 574

2 σχόλια:

  1. Η ΛΗΔΑ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ
    «ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΚΑΙ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ…»
    Σωτηρία,
    ούτε Κυρία Μπέλλου, ούτε αγαπητή Σωτηρία!
    Σωτηρία!
    Σωτηρία σκέτο!!!
    Έτσι ήθελες να σε φωνάζουν. Κι έτσι σε φωνάζω κι εγώ!
    Σε φωνάζω; Ναι, σε φωνάζω. Και με «φωνάζουν» μιας και για μιάμιση ώρα πάνω στη σκηνή θα «είμαι» η Σωτηρία. Πώς να χωρέσει, βρε Σωτηρία, μέσα σε μιάμιση ώρα μια ολόκληρη ζωή; Μια ζωή σαν τη δική σου; Όχι, δεν χωράει. Δεν χωράει με τίποτα στον κόσμο.
    Τόσον καιρό ακούω διάφορα: μου λένε αυτοί πού σε γνώρισαν αν θέλω να μου δείξουν πώς εκφραζόσουνα, πώς κουνούσες τα χέρια σου, κι εγώ σωπαίνω.
    Εμένα μου ‘φτασε που σε είδα στην τελευταία σου συνέντευξη – χωρίς φωνή πια – μου ‘φτασε η αγέρωχη ματιά σου, κι αφουγκράστηκα την καρδιά σου που χτυπούσε πιο γρήγορα γιατί κανείς δεν ήθελες να ξέρει τι πέρναγες και τι θα περνούσες ακόμη μέχρι να φτάσει το τέλος.
    Είναι δύσκολο να μπεις μέσα στον ψυχισμό ενός άλλου ανθρώπου και μάλιστα του συγκεκριμένου, αυτουνού που γνώρισαν και τον αγάπησαν χιλιάδες.
    Εσύ δεν είσαι ένας ρόλος που γράφτηκε από κάποιον συγγραφέα. Εσύ δεν είσαι καν ρόλος!
    Λένε, θα ‘ρθουμε να σε δούμε στη Μπέλλου…Κι είναι σαν να εννοούν, να δούμε τη Μπέλλου! Αλήθεια, έτσι είναι. Βλέπεις το Θέατρο είναι χώρος μαγικός. Όλα μπορούν να συμβούν, όλα μπορούν να «φανούν» πραγματικά όταν ανάβουν τα φώτα της σκηνής.
    Περιμένω με αγωνία ν’ ανάψουν τα φώτα της σκηνής, να σε περιβληθώ και να σου ψιθυρίσω!
    Περπάτα, Σωτηρία! Σ’ ακολουθώ!
    Κι εκείνο το κρακ που κάνει η καρδιά μου όταν σ’ ακούω να τραγουδάς, βοηθάει πολύ!…
    Λήδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σωτηρία Μπέλλου 1921 – 1997



    Η κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού,
    Σωτηρία Μπέλλου, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στο χωριό
    Χάλια της Χαλκίδας. Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η
    μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του
    αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο
    Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους
    εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.
    Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο
    την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της,
    όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να
    κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη
    Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί
    όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι
    μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον
    τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο
    Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και
    αφέθηκε ελεύθερη.
    Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη
    Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην
    αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την
    τύχη της στην πρωτεύουσα. Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της
    συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του
    πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες
    και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε
    για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα που
    είχε αγοράσει στο μεταξύ.



    Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα
    και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του
    αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο
    θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο
    του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από
    τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.
    Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο
    Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν
    πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως
    λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη
    ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε
    με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε
    κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο
    ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω
    τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.
    Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας
    '60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας
    ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές
    συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το
    φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος
    («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»),
    Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε
    παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε
    η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα
    λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες
    συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
    Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά
    προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο
    «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό
    εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο
    του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76
    γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της
    πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.

    sansimera.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή