.
Μανόλης Λάσκαρης (1912-2003)
ένας βυζαντινός αισθητής στην Αυστραλία
Από τον Βρασίδα Καραλή (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ – τ.125, Ιούλιος 2004)
Το σπίτι αυτό ήταν κιόλας από την δεκαετία του '60 ένα σύμβολο. 20 Martin Road Centennial Park. Με κάποιο φόβο και με μεγάλη περιέργεια ήθελα να δω τον χώρο που στοίχειωσε η γραφή του Patrick White και εμψύχωσε η ευαισθησία του Μανόλη Λάσκαρη. Το σπίτι που μυθολόγησα κάπως σαν ένα αστεροσκοπείο της ψυχής, απ’ όπου καθένας μπορούσε να κοιτάξει το μαύρο της πραγματικότητας χωρίς να πανικοβληθεί.
Ήταν Δεκέμβριος του 1993, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πρώτου, όταν χτύπησα το κουδούνι, μετά από μία σειρά επίμονων τηλεφωνημάτων.
Ένας άνθρωπος κοντός, περασμένης ηλικίας, που μου θύμιζε έντονα τον Στήβεν Ράνσιμαν, άνοιξε την πόρτα.
«Καλώς ήλθατε», είπε, «αυτό είναι το αρχοντικό μας». Και συνέχισε με την συνηθέστερη ελληνική ερώτηση: «Από πού είστε;».
«Από την Πελοπόννησο», απάντησα.
«Παλαιοελλαδίτης δηλαδή», είπε καθώς μου έδειχνε πού να καθήσω. «Ημείς οι Μικρασιάτες και οι Πολίτες έχομεν άλλην νοοτροπίαν, είμεθα από άλλη στόφα, καθώς λέγομεν εις την Σμύρνην».
Μια ελαφριά προφορά ανατολίτικων ελληνικών αντήχησε στην ατμόσφαιρα, ενός σπιτιού αθόρυβου, καλυμμένου από την σκόνη της απουσίας, σχεδόν ετοιμοθάνατου. Μια σκυλίτσα, η Μίλλυ, έτρεχε χαρούμενη πάνω κάτω διασπώντας την ιερατική ακινησία του χώρου.
Οι τοίχοι, γεμάτοι πίνακες. Σε μια γωνιά ένα μικρό καντήλι έφεγγε, κάτω από μία εικόνα της Μεταμόρφωσης, ιστορισμένη από μαθητή του Κόντογλου. Ένα κομποσκοίνι κρεμόταν δίπλα της. «Μας έκλεψαν την αυθεντική εικόνα το 1973», μου εξήγησε.
«Όταν ήλθα εις την Αυστραλίαν κατά το 1949», συνέχισε, «οι άνθρωποι εδώ δεν γνώριζαν ότι οι τομάτες ήσαν δια σαλάτας. Πίστευαν ότι ήσαν, - μάλιστα, το πιστεύετε αυτό; Θεέ μου, τι φρίκη, τι καθυστέρησις -πίστευαν λοιπόν ότι ήσαν φρούτα!!! Σαν τα εσπεριδοειδή, λόγου χάριν. Και το λάδι; Μάλιστα, αγαπητέ μου κύριε! Πώς είπατε το όνομά σας; Το μικρό εννοώ’ Βρασίδας, λίαν ασυνήθιστο, έεεε; Ημπορούσα, λοιπόν, να αγοράσω λάδι, αλλαάάά, μόνον, επαναλαμβάνω μόνον, εις το φαρμακείον. Βεβαίως, ομιλώ διά το ελαιόλαδον».
Μια διάλεκτος αλεξανδρινή, καβαφική, κατοικούσε το σπίτι αυτό που για χρόνια αντιλαλούσε από τις συνομιλίες ανθρώπων της τέχνης και τα άγρια τηλεφωνήματα ενός τέρατος της λογοτεχνίας.
«Ξέρετε», συνέχισε, «δεν ομιλώ συχνά την ελληνικήν και θεωρώ ότι πρέπει να εξασκώ την γλώσσαν της παραδόσεως μου διά να μη την λησμονήσω. Είμαι, άλλωστε, ογδόντα πέντε ετών. Υγιής βέβαια, αλλά μολαταύτα τυμβογέρων, όπως συνήθιζε να λέγει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Γνωρίζετε τον Βενιζέλον; Μιλούν ακόμα εις την Ελλάδα δι' αυτόν; Ημείς ήμεθα βενιζελικοί, μολονότι οι φίλοι μας εις τους αριστοκρατικούς κύκλους των Αθηνών και της Αλεξανδρείας ήσαν όλοι βασιλόφρονες. Ακόμα και ο Καβάφης, βασιλόφρων - μάλιστα αυτός, ό οποιος οφείλω να πω δια την ιστορίαν, ότι δεν επλενόταν ποτέ! Εγώ ήμην υπάλληλος τότε εις την τράπεζαν... δεν ενθυμούμαι τώρα ποίαν... καταλαβαίνετε, μετά την Καταστροφήν, δεν μας έμεινεν τίποτε... έπρεπε να εργασθώ διά να εξοικονομήσω τα προς το ζην. Εκείνος ήρχετο εκεί δια τας δοσοληψίας του. Αυτό θα πρέπει να συνέβαινε το 1928... ή μήπως το 1929; Λοιπόν μύριζε καί έζεχνε από μακριά, μαζί με μια ελαφριάν υποψίαν ροδόνερου διά το πρόσωπόν του! Συμβαίνει αυτό, ξέρετε, με τους νεόπλουτους και τους χρεωκοπημένους αστούς».
Δεν είχε ξεχάσει τίποτε. Όλη του τη ζωή, πριν την μοιραία συνάντηση το 1943 που τον έστειλε στην άλλη μεριά της γης, γύριζε στο μυαλό του και χόρευε μεθυσμένη μέσα στην μαγεία των αναμνήσεων - ένας ολοζώντανος Προυστ μπροστά μου, ακινητοποιημένος από την μυρωδιά του τσαγιού και την λαγνεία του παρελθόντος.
«Θα πάρετε λίγο καφέ;», πρόσθεσε. «Προσωπικώς, με αρέζει πάντοτε το τέϊον. Από την εποχήν κατά την οποία ζούσα εις την Αλεξάνδρειαν».
Αθήνα, Πειραιεύς, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Μέση Ανατολή, Σύδνεϋ, όλα είxαν xάσει την xρονική και τοπική τους διάσταση και είxαν μεταμορφωθεί σε ημερολόγιο καταστρώματος μέσα στο xάος των αισθησιακών περιπλανήσεων.
«Εδέχθην προ ημερών την επίσκεψη ενός κόμητος, από την Πολωνία. Μου εδήλωσεν θαρσαλέως: «Ημείς ανήκομεν εις την αριστοκρατίαν της γης’ προπολεμικώς, είχαμεν την ιδικήν μας κομητείαν». «Συγγνώμην», του απήντησα, «ημείς υπήρξαμε αυτοκράτορες, και μάλιστα του Βυζαντίου!». Πρέπει να μαθαίνουν την θέση τους μερικοί, ειδικώς εις τας αποικίας. Συγκρίνεται τώρα η βυζαντινή αριστοκρατία με μίαν κομητείαν κάπου εις την προπολεμικήν Πολωνίαν; Όχι, όχι όχι!!! Δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν - αλλαάάά γνωρίζετε βεβαίως τους νεοπλουτίσαντας: θα πράξουν παν το δυνατόν δια να μας πείσουν ότι υπήρχαν ανέκαθεν».
Είχα πάει να τον ρωτήσω για τον σύντροφο του. Μετέφραζα τότε τον Βος στα ελληνικά και ήθελα να ξέρω τι διάβαζε. Αποτόλμησα την ερώτηση.
«Διάβαζε πολλά αυτός ο άνθρωπος. Πού να θυμούμαι τώρα... Οι πλούσιοι έχουν αυτή την πολυτέλεια. Η αδελφή μου, η οποία ζει εις τας Αθήνας, να την επισκεφθείτε, σας παρακαλώ, μένει εις το Κολωνάκι, έλεγε ότι τα βιβλία επινοήθηκαν για να μην αντικρυζόμεθα κατά πρόσωπον».
Τι ήθελε να πει με αυτά; Ήταν η επιθυμία ενός παραγκωνισμένου ανθρώπου να μιλήσει για τον εαυτό του, μήπως τώρα πανηγύριζε την ελευθερία του από μία δυναστική παρουσία που τον καταπίεσε για τόσον καιρό; Ή μήπως ήταν η εκτόνωση που μόνο η πρώτη γλώσσα σου μπορεί να δώσει, η γλώσσα που ονειρεύεσαι και ακούς μερικές φορές τον θάνατο να κουβεντιάζει μαζί σου; «Όσω γαρ αυτίτης και μονώτης ειμί, φιλομυθότερος γέγονα», όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης.
«Αν αγαπιόμαστε; Μετά από πενήντα χρόνια μονογαμικής σχέσεως μαζί, τι είναι άραγε αγάπη; - αυτό δεν είναι άσμα ελληνικόν; Το ήκουσα κάποτε από άγγλόφωνον ραδιοφωνικόν σταθμόν εις την έλληνικήν και με έπιασαν τα κλάμματα! Μόνος εις αυτή την ερημίαν, σχεδόν παγιδευμένος από την χώραν και από τον Πάτρικ! Κατοικώντας εις το πουθενά, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς συγγενείς, χωρίς εκκλησίαν, να μην μπορώ να κλαύσω, να ειπώ τον πόνον μου εις τα ελληνικά. Και μετακινούσα διαρκώς την κεραία του ραδιοφώνου για να ακούσω ελληνικά τραγούδια... Ενίοτε ήκουον τις ανακοινώσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, κύριος οίδεν πώς, και έπαιρνα τα πάνω μου. Ήτο άρκετόν, ήτο παρηγοριά... θυμούμαι ακόμη μέχρι σήμερον ονόματα απολεσθέντων Ελλήνων... Α, ναι... Αγαπιόμασταν λοιπόν με τον Πάτρικ και μισούμασταν ταυτοχρόνως. Μερικές φορές ήθελα να φύγω, άλλες φορές ήθελε να με διώξει. Έμεινα και μείναμε μαζί. Από το 1943 μέχρι σήμερα. Όχι, μεταξύ 1947 και 1949 ήμεθα χωρισμένοι, διότι έπρεπε να εκδοθούν τα χαρτιά να έλθω εδώ. Συνολικώς, λοιπόν 47 έτη. Θα πρέπει μάλλον να αγαπιόμασταν διά να μείνομεν μαζί διά τόσον χρονικόν διάστημα... δεν νομίζετε;».
Δεν τον είχα ρωτήσει τίποτε. Ήμουν περιττός, μια αφορμή. Μιλώντας ελληνικά ανακάλυπτε τον ίδιο του τον εαυτό, το νόημα των πράξεών του, την αγάπη του. Κοιτούσα κλεφτά γύρω μου. Να συγκρατήσω μερικές εικόνες αυτού του σπιτιού που μέσα του η σιωπή σερνόταν πάνω στους βουβούς πίνακες, τις εικόνες και τα παλιομοδίτικα έπιπλα.
«Δίπλα μένουν Έλληνες», συνέχισε. «Με θυμούνται συχνά και με φέρνουν γλυκά διά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Προχθές είχα βγάλει περίπατο την σκυλίτσα μου και με έριξε εις τον δρόμο χαμαί. Δεν ημπορούσα να σηκωθώ. Κειτόμην κατά γης επί δίωρον - ήτο, βλέπετε, ώρα προχωρημένη εσπερινή. Αίματα εις το πρόσωπον μου. Το σκυλάκι να με γλείφει κι εγώ να μην ημπορώ να σηκωθώ, φαντασθείτε σκηνή! Μία μικρή τραγωδία της καθημερινότητάς μου».
Είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Με συνόδευσε στην πόρτα. «Υποσχεθείτε μου ότι θα με επισκεφθείτε εκ νέου», ψιθύρισε με ενοχή. Έτσι, δια να ασκούμαι εις την ελληνικήν. Αναγκάζομαι να ομιλώ εις το εικόνισμα του Κόντογλου, μόνος, διά να μην παραλογίζομαι το βράδυ εις ερημίαν ανθρώπινης φωνής».
Περπάτησα το στενό μονοπάτι του κήπου και καθώς απομακρυνόμουν, γύρισα και τον είδα μέσα από την μπαλκονόπορτα να κάνει τον σταυρό του και να κοιτάζει αν υπήρχε λάδι στο καντήλι.
Δεκέμβριος, ένας τρομακτικός καύσωνας προετοίμαζε την ξηρασία που θα πυρπολούσε το Σύδνεϋ ένα μήνα μετά.
Τον ξαναείδα πολλές φορές’ μόνος ή με τον Άλκη, θαύμασα την σεμνότητα καί την παντελή απόσβεση του προσώπου του, την αθόρυβη ύπαρξή του που βομβούσε και εδονείτο από το τρομερό μαρτύριο της μοναξιάς, το μόνο δοκίμι της αγάπης που έχει απομείνει σε έναν κόσμο εγκαταλειμμένο από το θεό. Δυστυχώς δεν τον είδα όσο θα έπρεπε’ και σπατάλησα χρόνο πολύτιμο με την απερισκεψία της νιότης στο κυνήγι ενός παραισθησιογόνου ιδανικού πατέρα.
Πέθανε μόνος, τον Νοέμβριο του 2003, σε ένα γηριατρείο, που ήταν παλαιό αρχοντικό, το σπίτι που η οριστική του αφοσίωση, ο Πάτρικ, πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ένα κουκούλι η αγάπη τον τύλιξε και τον μεταμόρφωσε, όπως τον Ιησού η αγάπη του φωτός στο σκοτάδι ενός απόμερου βουνού. Άν κάποτε γραφεί η μαρτυρία της ελληνικής μετανάστευσης ως αλήθεια βιωμένου χρόνου, τότε ο Μανόλης Λάσκαρης θα μεταμορφωθεί και πάλι μεταθανατίως σε έναν πραγματικό ήρωα της αποδημίας’ στην κορυφαία φυσιογνωμία του Ελληνισμού στην Αυστραλία. «Μετουσίωσε την ξενιτειά σε παρουσία»: αυτό θα πρέπει να γραφτεί για την ζωή του την ώρα πού όλοι εμείς οι αγνώμονες καλαμαράδες θα κουβεντιάζουμε, απελπισμένα, για τα λαμπερά θραύσματα της απουσίας του.
Σύδνεϋ
Μανόλης Λάσκαρης (1912-2003)
ένας βυζαντινός αισθητής στην Αυστραλία
Από τον Βρασίδα Καραλή (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ – τ.125, Ιούλιος 2004)
Το σπίτι αυτό ήταν κιόλας από την δεκαετία του '60 ένα σύμβολο. 20 Martin Road Centennial Park. Με κάποιο φόβο και με μεγάλη περιέργεια ήθελα να δω τον χώρο που στοίχειωσε η γραφή του Patrick White και εμψύχωσε η ευαισθησία του Μανόλη Λάσκαρη. Το σπίτι που μυθολόγησα κάπως σαν ένα αστεροσκοπείο της ψυχής, απ’ όπου καθένας μπορούσε να κοιτάξει το μαύρο της πραγματικότητας χωρίς να πανικοβληθεί.
Ήταν Δεκέμβριος του 1993, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πρώτου, όταν χτύπησα το κουδούνι, μετά από μία σειρά επίμονων τηλεφωνημάτων.
Ένας άνθρωπος κοντός, περασμένης ηλικίας, που μου θύμιζε έντονα τον Στήβεν Ράνσιμαν, άνοιξε την πόρτα.
«Καλώς ήλθατε», είπε, «αυτό είναι το αρχοντικό μας». Και συνέχισε με την συνηθέστερη ελληνική ερώτηση: «Από πού είστε;».
«Από την Πελοπόννησο», απάντησα.
«Παλαιοελλαδίτης δηλαδή», είπε καθώς μου έδειχνε πού να καθήσω. «Ημείς οι Μικρασιάτες και οι Πολίτες έχομεν άλλην νοοτροπίαν, είμεθα από άλλη στόφα, καθώς λέγομεν εις την Σμύρνην».
Μια ελαφριά προφορά ανατολίτικων ελληνικών αντήχησε στην ατμόσφαιρα, ενός σπιτιού αθόρυβου, καλυμμένου από την σκόνη της απουσίας, σχεδόν ετοιμοθάνατου. Μια σκυλίτσα, η Μίλλυ, έτρεχε χαρούμενη πάνω κάτω διασπώντας την ιερατική ακινησία του χώρου.
Οι τοίχοι, γεμάτοι πίνακες. Σε μια γωνιά ένα μικρό καντήλι έφεγγε, κάτω από μία εικόνα της Μεταμόρφωσης, ιστορισμένη από μαθητή του Κόντογλου. Ένα κομποσκοίνι κρεμόταν δίπλα της. «Μας έκλεψαν την αυθεντική εικόνα το 1973», μου εξήγησε.
«Όταν ήλθα εις την Αυστραλίαν κατά το 1949», συνέχισε, «οι άνθρωποι εδώ δεν γνώριζαν ότι οι τομάτες ήσαν δια σαλάτας. Πίστευαν ότι ήσαν, - μάλιστα, το πιστεύετε αυτό; Θεέ μου, τι φρίκη, τι καθυστέρησις -πίστευαν λοιπόν ότι ήσαν φρούτα!!! Σαν τα εσπεριδοειδή, λόγου χάριν. Και το λάδι; Μάλιστα, αγαπητέ μου κύριε! Πώς είπατε το όνομά σας; Το μικρό εννοώ’ Βρασίδας, λίαν ασυνήθιστο, έεεε; Ημπορούσα, λοιπόν, να αγοράσω λάδι, αλλαάάά, μόνον, επαναλαμβάνω μόνον, εις το φαρμακείον. Βεβαίως, ομιλώ διά το ελαιόλαδον».
Μια διάλεκτος αλεξανδρινή, καβαφική, κατοικούσε το σπίτι αυτό που για χρόνια αντιλαλούσε από τις συνομιλίες ανθρώπων της τέχνης και τα άγρια τηλεφωνήματα ενός τέρατος της λογοτεχνίας.
«Ξέρετε», συνέχισε, «δεν ομιλώ συχνά την ελληνικήν και θεωρώ ότι πρέπει να εξασκώ την γλώσσαν της παραδόσεως μου διά να μη την λησμονήσω. Είμαι, άλλωστε, ογδόντα πέντε ετών. Υγιής βέβαια, αλλά μολαταύτα τυμβογέρων, όπως συνήθιζε να λέγει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Γνωρίζετε τον Βενιζέλον; Μιλούν ακόμα εις την Ελλάδα δι' αυτόν; Ημείς ήμεθα βενιζελικοί, μολονότι οι φίλοι μας εις τους αριστοκρατικούς κύκλους των Αθηνών και της Αλεξανδρείας ήσαν όλοι βασιλόφρονες. Ακόμα και ο Καβάφης, βασιλόφρων - μάλιστα αυτός, ό οποιος οφείλω να πω δια την ιστορίαν, ότι δεν επλενόταν ποτέ! Εγώ ήμην υπάλληλος τότε εις την τράπεζαν... δεν ενθυμούμαι τώρα ποίαν... καταλαβαίνετε, μετά την Καταστροφήν, δεν μας έμεινεν τίποτε... έπρεπε να εργασθώ διά να εξοικονομήσω τα προς το ζην. Εκείνος ήρχετο εκεί δια τας δοσοληψίας του. Αυτό θα πρέπει να συνέβαινε το 1928... ή μήπως το 1929; Λοιπόν μύριζε καί έζεχνε από μακριά, μαζί με μια ελαφριάν υποψίαν ροδόνερου διά το πρόσωπόν του! Συμβαίνει αυτό, ξέρετε, με τους νεόπλουτους και τους χρεωκοπημένους αστούς».
Δεν είχε ξεχάσει τίποτε. Όλη του τη ζωή, πριν την μοιραία συνάντηση το 1943 που τον έστειλε στην άλλη μεριά της γης, γύριζε στο μυαλό του και χόρευε μεθυσμένη μέσα στην μαγεία των αναμνήσεων - ένας ολοζώντανος Προυστ μπροστά μου, ακινητοποιημένος από την μυρωδιά του τσαγιού και την λαγνεία του παρελθόντος.
«Θα πάρετε λίγο καφέ;», πρόσθεσε. «Προσωπικώς, με αρέζει πάντοτε το τέϊον. Από την εποχήν κατά την οποία ζούσα εις την Αλεξάνδρειαν».
Αθήνα, Πειραιεύς, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Μέση Ανατολή, Σύδνεϋ, όλα είxαν xάσει την xρονική και τοπική τους διάσταση και είxαν μεταμορφωθεί σε ημερολόγιο καταστρώματος μέσα στο xάος των αισθησιακών περιπλανήσεων.
«Εδέχθην προ ημερών την επίσκεψη ενός κόμητος, από την Πολωνία. Μου εδήλωσεν θαρσαλέως: «Ημείς ανήκομεν εις την αριστοκρατίαν της γης’ προπολεμικώς, είχαμεν την ιδικήν μας κομητείαν». «Συγγνώμην», του απήντησα, «ημείς υπήρξαμε αυτοκράτορες, και μάλιστα του Βυζαντίου!». Πρέπει να μαθαίνουν την θέση τους μερικοί, ειδικώς εις τας αποικίας. Συγκρίνεται τώρα η βυζαντινή αριστοκρατία με μίαν κομητείαν κάπου εις την προπολεμικήν Πολωνίαν; Όχι, όχι όχι!!! Δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν - αλλαάάά γνωρίζετε βεβαίως τους νεοπλουτίσαντας: θα πράξουν παν το δυνατόν δια να μας πείσουν ότι υπήρχαν ανέκαθεν».
Είχα πάει να τον ρωτήσω για τον σύντροφο του. Μετέφραζα τότε τον Βος στα ελληνικά και ήθελα να ξέρω τι διάβαζε. Αποτόλμησα την ερώτηση.
«Διάβαζε πολλά αυτός ο άνθρωπος. Πού να θυμούμαι τώρα... Οι πλούσιοι έχουν αυτή την πολυτέλεια. Η αδελφή μου, η οποία ζει εις τας Αθήνας, να την επισκεφθείτε, σας παρακαλώ, μένει εις το Κολωνάκι, έλεγε ότι τα βιβλία επινοήθηκαν για να μην αντικρυζόμεθα κατά πρόσωπον».
Τι ήθελε να πει με αυτά; Ήταν η επιθυμία ενός παραγκωνισμένου ανθρώπου να μιλήσει για τον εαυτό του, μήπως τώρα πανηγύριζε την ελευθερία του από μία δυναστική παρουσία που τον καταπίεσε για τόσον καιρό; Ή μήπως ήταν η εκτόνωση που μόνο η πρώτη γλώσσα σου μπορεί να δώσει, η γλώσσα που ονειρεύεσαι και ακούς μερικές φορές τον θάνατο να κουβεντιάζει μαζί σου; «Όσω γαρ αυτίτης και μονώτης ειμί, φιλομυθότερος γέγονα», όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης.
«Αν αγαπιόμαστε; Μετά από πενήντα χρόνια μονογαμικής σχέσεως μαζί, τι είναι άραγε αγάπη; - αυτό δεν είναι άσμα ελληνικόν; Το ήκουσα κάποτε από άγγλόφωνον ραδιοφωνικόν σταθμόν εις την έλληνικήν και με έπιασαν τα κλάμματα! Μόνος εις αυτή την ερημίαν, σχεδόν παγιδευμένος από την χώραν και από τον Πάτρικ! Κατοικώντας εις το πουθενά, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς συγγενείς, χωρίς εκκλησίαν, να μην μπορώ να κλαύσω, να ειπώ τον πόνον μου εις τα ελληνικά. Και μετακινούσα διαρκώς την κεραία του ραδιοφώνου για να ακούσω ελληνικά τραγούδια... Ενίοτε ήκουον τις ανακοινώσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, κύριος οίδεν πώς, και έπαιρνα τα πάνω μου. Ήτο άρκετόν, ήτο παρηγοριά... θυμούμαι ακόμη μέχρι σήμερον ονόματα απολεσθέντων Ελλήνων... Α, ναι... Αγαπιόμασταν λοιπόν με τον Πάτρικ και μισούμασταν ταυτοχρόνως. Μερικές φορές ήθελα να φύγω, άλλες φορές ήθελε να με διώξει. Έμεινα και μείναμε μαζί. Από το 1943 μέχρι σήμερα. Όχι, μεταξύ 1947 και 1949 ήμεθα χωρισμένοι, διότι έπρεπε να εκδοθούν τα χαρτιά να έλθω εδώ. Συνολικώς, λοιπόν 47 έτη. Θα πρέπει μάλλον να αγαπιόμασταν διά να μείνομεν μαζί διά τόσον χρονικόν διάστημα... δεν νομίζετε;».
Δεν τον είχα ρωτήσει τίποτε. Ήμουν περιττός, μια αφορμή. Μιλώντας ελληνικά ανακάλυπτε τον ίδιο του τον εαυτό, το νόημα των πράξεών του, την αγάπη του. Κοιτούσα κλεφτά γύρω μου. Να συγκρατήσω μερικές εικόνες αυτού του σπιτιού που μέσα του η σιωπή σερνόταν πάνω στους βουβούς πίνακες, τις εικόνες και τα παλιομοδίτικα έπιπλα.
«Δίπλα μένουν Έλληνες», συνέχισε. «Με θυμούνται συχνά και με φέρνουν γλυκά διά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Προχθές είχα βγάλει περίπατο την σκυλίτσα μου και με έριξε εις τον δρόμο χαμαί. Δεν ημπορούσα να σηκωθώ. Κειτόμην κατά γης επί δίωρον - ήτο, βλέπετε, ώρα προχωρημένη εσπερινή. Αίματα εις το πρόσωπον μου. Το σκυλάκι να με γλείφει κι εγώ να μην ημπορώ να σηκωθώ, φαντασθείτε σκηνή! Μία μικρή τραγωδία της καθημερινότητάς μου».
Είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Με συνόδευσε στην πόρτα. «Υποσχεθείτε μου ότι θα με επισκεφθείτε εκ νέου», ψιθύρισε με ενοχή. Έτσι, δια να ασκούμαι εις την ελληνικήν. Αναγκάζομαι να ομιλώ εις το εικόνισμα του Κόντογλου, μόνος, διά να μην παραλογίζομαι το βράδυ εις ερημίαν ανθρώπινης φωνής».
Περπάτησα το στενό μονοπάτι του κήπου και καθώς απομακρυνόμουν, γύρισα και τον είδα μέσα από την μπαλκονόπορτα να κάνει τον σταυρό του και να κοιτάζει αν υπήρχε λάδι στο καντήλι.
Δεκέμβριος, ένας τρομακτικός καύσωνας προετοίμαζε την ξηρασία που θα πυρπολούσε το Σύδνεϋ ένα μήνα μετά.
Τον ξαναείδα πολλές φορές’ μόνος ή με τον Άλκη, θαύμασα την σεμνότητα καί την παντελή απόσβεση του προσώπου του, την αθόρυβη ύπαρξή του που βομβούσε και εδονείτο από το τρομερό μαρτύριο της μοναξιάς, το μόνο δοκίμι της αγάπης που έχει απομείνει σε έναν κόσμο εγκαταλειμμένο από το θεό. Δυστυχώς δεν τον είδα όσο θα έπρεπε’ και σπατάλησα χρόνο πολύτιμο με την απερισκεψία της νιότης στο κυνήγι ενός παραισθησιογόνου ιδανικού πατέρα.
Πέθανε μόνος, τον Νοέμβριο του 2003, σε ένα γηριατρείο, που ήταν παλαιό αρχοντικό, το σπίτι που η οριστική του αφοσίωση, ο Πάτρικ, πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ένα κουκούλι η αγάπη τον τύλιξε και τον μεταμόρφωσε, όπως τον Ιησού η αγάπη του φωτός στο σκοτάδι ενός απόμερου βουνού. Άν κάποτε γραφεί η μαρτυρία της ελληνικής μετανάστευσης ως αλήθεια βιωμένου χρόνου, τότε ο Μανόλης Λάσκαρης θα μεταμορφωθεί και πάλι μεταθανατίως σε έναν πραγματικό ήρωα της αποδημίας’ στην κορυφαία φυσιογνωμία του Ελληνισμού στην Αυστραλία. «Μετουσίωσε την ξενιτειά σε παρουσία»: αυτό θα πρέπει να γραφτεί για την ζωή του την ώρα πού όλοι εμείς οι αγνώμονες καλαμαράδες θα κουβεντιάζουμε, απελπισμένα, για τα λαμπερά θραύσματα της απουσίας του.
Σύδνεϋ
Συναρπαστικός αντι-Ζορμπάς
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου (ΤΑ ΝΕΑ, 2/8/2008)
Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΕ ΕΠΙΣΤΑΤΗ ΤΟΥ
ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΪΤ, ΑΛΛΑ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΗΤΑΝ Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ. ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΡΑΣΙΔΑ ΚΑΡΑΛΗ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΜΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ,
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΕΙΩΣΗ ΤΗΣ
ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
«Αυτός ο μικρόσωμος Έλληνας με την τεράστια ηθική δύναμη, που έγινε η απόκρυφη μαντάλα, η μυστική γεωμετρία της μέχρι τότε ακατάστατης ζωής μου». Έτσι περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ο Αυστραλιανός νομπελίστας συγγραφέας Πάτρικ Γουάιτ τον μεγάλο έρωτά του για τον Μανώλη Λάσκαρη, που υπήρξε για περίπου μισόν αιώνα ο αφοσιωμένος σύντροφος της ζωής του. Αυτή την περιγραφή πρέπει να είχε στο νου του ο Βρασίδας Καραλής το 1993, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γουάιτ, όταν χτυπούσε το κουδούνι του θρυλικού σπιτιού τους στον αριθμό 20 της Μartin Road στο Centennial Ρark του Σίδνεϊ.
Φανατικός θαυμαστής των μυθιστορημάτων και των θεατρικών έργων του Γουάιτ, ο Καραλής είχε ξεκινήσει ήδη να μεταφράζει κάποια από τα βιβλία του συγγραφέα στα ελληνικά όταν αποφάσισε να αναζητήσει τον Έλληνα σύντροφό του, που έμενε πια μόνος στο σπίτι που είχε μοιραστεί με τον Γουάιτ για δεκαετίες. Πρώτος στόχος του Καραλή ήταν να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες για τον νεκρό συγγραφέα, να συζητήσει τα έργα του. Ίσως επίσης, παραδέχεται σήμερα, αυτό που τον έκανε να συνδεθεί φιλικά με τον Λάσκαρη είχε να κάνει και με την «υπόρρητη αλληλεγγύη που νοιώθουν όλοι οι μετανάστες όταν συναντιούνται μεταξύ τους, και συνειδητοποιούν ότι γι΄ αυτούς δεν έχει πια οδό επιστροφής στην πατρίδα». Εν τούτοις, καθώς οι συναντήσεις τους πλήθαιναν και οι συζητήσεις τους γίνονταν όλο και πιο έντονες και απαιτητικές, ο Καραλής συνειδητοποίησε ότι αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ήταν μια μορφή συναρπαστική, προσωπικότητα πολύπλοκη και αντιφατική, σπουδαίας διορατικότητας και γοητείας, το υλικό μιας αυτοβιογραφίας που δεν γράφτηκε ποτέ.
Το βιβλίο Recollections of Μr Μanoly Lascaris που εκδόθηκε στην Αυστραλία τον περασμένο μήνα και ήδη έχει αποσπάσει ευνοϊκότατες κριτικές, είναι η προσπάθεια του Βρασίδα Καραλή, αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, να ανασυντάξει τις εικόνες και τις μνήμες που έχει κρατήσει από τη φιλία του με τον Μανώλη Λάσκαρη. Καθώς κάθε κεφάλαιο περιγράφει μια συνάντηση και μια συζήτηση με τον Λάσκαρη (ο οποίος πέθανε το 2003), το βιβλίο καταλήγει επίσης μια αγωνιώδης προσπάθεια να καταγραφεί η ίδια η φωνή του Λάσκαρη, έστω διαμεσολαβημένη από τον συγγραφέα. Ο αγγλικός τίτλος, άλλωστε, σημαίνει ταυτόχρονα « Αναμνήσεις από τον κ.Μανώλη Λάσκαρη » και « Οι αναμνήσεις του κ. Μανώλη Λάσκαρη ».
Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια χειρονομία με στόχο να ανασυρθεί από την αφάνεια ένας άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στη σκιά ενός μεγάλου συγγραφέα και στην υπηρεσία ενός μεγάλου έρωτα. Ούτε θα βρει εδώ ο αναγνώστης λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του Γουάιτ με τον Λάσκαρη που να μην είναι ήδη γνωστές, είτε από την αυτοβιογραφία του συγγραφέα ( Flaws in the Glass ) είτε από την κλασική βιογραφία του από τον David Μarr. Κρατώντας πολύ έξυπνα χαμηλούς τόνους, ο Καραλής αρχίζει μεταφέροντας τις απόψεις του Λάσκαρη για την τέχνη, τη φιλοσοφία, την αισθητική και τη ζωή, καταλήγει όμως να προσφέρει μια πολυεπίπεδη ιστορία με θέμα τον έρωτα και την εμπιστοσύνη, την (ελληνική) γλώσσα και την τέχνη της αφήγησης, το τραύμα της ιστορίας και την ανοικείωση της διασποράς.
Εδώ όμως υπάρχει μια έκπληξη: καθώς ο αφηγητής Καραλής προσπαθεί να καταλάβει τη φιλοσοφία ζωής του συνομιλητή του και στο τέλος αποφασίζει να κάνει αυτή την εμπειρία βιβλίο, ο σνομπ, ελιτιστής, βαθύτατα συναισθηματικός Λάσκαρης μεταμορφώνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, στο αρνητικό του πιο γνωστού χαρακτήρα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λάσκαρης του Καραλή στέκεται τελικά στον αντίποδα του Καζαντζακικού Ζορμπά: κλεισμένος στο σπίτι του, λεπταίσθητος και λεπτοκαμωμένος, αφοσιωμένος στην πεμπτουσία του έρωτα και αδιάφορος για την ηδονή, μορφωμένος και βαθυστόχαστος, ο Λάσκαρης προβάλλει εν τούτοις, όπως και ο Ζορμπάς, μια βιωμένη, σωματοποιημένη άποψη για τη ζωή, την ανθρώπινη ηθική, την ισορροπία που αγωνίζεται να κατακτήσει ο άνθρωπος μέσω των Άλλων.
«Πρέπει να δει κανείς τον εαυτό του σαν έναν φιλοξενούμενο», λέει κάποια στιγμή ο Λάσκαρης. «Η ζωή δεν έχει καμία σχέση με την ατομικότητα· η ζωή παίρνει αντίθετα σημασία μέσα από τις συναντήσεις μας με τους άλλους. Μέσα από τις συναντήσεις της ζωής μας μπορούμε να αρθρώσουμε τις φαινομενικά ακατανόητες λέξεις διά των οποίων η ψυχή μας προβάλλει τις πιο παράλογες, τις πιο απίθανες αξιώσεις από την πραγματικότητα. Δεν χρειαζόμαστε θρησκείες: χρειαζόμαστε φιλίες, έρωτες, πάθη».
Γεννημένος το 1912 στο Κάιρο, με καταγωγή από τη Σμύρνη και αριστοκρατική γενιά, ο Μανώλης Λάσκαρης μεγάλωσε στην Αθήνα. Μόλις ενηλικιώθηκε πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Εκεί γνώρισε μάλιστα και τον Καβάφη (για τον οποίο λέει: «δεν πρέπει να πλύθηκε ποτέ στη ζωή του. Ερχόταν πελάτης στην τράπεζα που δούλευα και βρώμαγε από μακριά, κι ας έβαζε φτηνά αρώματα»). Τον χειμώνα του 1941 γνώρισε τον Πάτρικ Γουάιτ, που βρισκόταν τότε στην Αλεξάνδρεια ως αξιωματικός της Αυστραλιανής Αεροπορίας. Μετά τον πόλεμο και μια αποτυχημένη προσπάθεια να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, φεύγουν για την Αυστραλία, όπου και θα μείνουν για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο αυστραλιανός και ο διεθνής Τύπος αναφερόταν συχνά σε αυτόν ως «ο αφοσιωμένος επιστάτης του Γουάιτ» και η φύση της σχέσης τους δεν είχε ξεκαθαριστεί ποτέ πριν από τη δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του Γουάιτ το 1981. Οι κριτικοί αναφέρουν συχνά ότι ο Λάσκαρης ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Γουάιτ στα βιβλία του αναφερόταν τόσο συχνά στην Ελλάδα, αλλά μέχρι εκεί- το στερεότυπο που τον ακολουθεί είναι αυτό του ανθρώπου που έζησε στην αφάνεια. Σε ένα από τα πιο ωραία σημεία του βιβλίου του Καραλή, ο ίδιος ο Λάσκαρης σχολιάζει σχεδόν ειρωνικά:
«Πάντα δημιουργώ αμφίβολες εντυπώσεις. Δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν είμαι έξυπνος ή χαζός, ή αν έζησα με τον Πάτρικ λόγω ενός βαθύτατου συναισθήματος κατωτερότητας, ή επειδή φοβόμουν να αντιμετωπίσω τη ζωή μου πίσω στην πατρίδα... Πρέπει να σου πω ότι ήμουν πάντα αδύναμος και αναποφάσιστος... Αλλά μέσα από την αδυναμία μου, μπορούσα να δω τους άλλους ξεκάθαρα, χωρίς προκαταλήψεις.
Ποτέ δεν ένοιωθαν να απειλούνται από μένα. Τους έδινα χώρο να μιλήσουν, έκανα μόνο μικρές χειρονομίες καλής θέλησης και πρόσφερα αδιόρατες πράξεις συμπαράστασης. Έτσι έμεινα στη ζωή μου κρυμμένος - μα αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό».
A tribute to Manoly Lascaris
ΑπάντησηΔιαγραφήWe mark the death last week of Manoly Lascaris, who for more than forty years was the partner of Australia's Nobel Prizewinning novelist, Patrick White.
Patrick White met Manoly Lascaris in Alexandria during the Second World War. And in his autobiography, he described him as "a small Greek of immense moral strength, who had become the central mandala in my life's hitherto messy design".
Of course, the mandala is the meditative circle known to Tibetan Buddhists and Jungians, and it was also very significant in the novels of Patrick White. In fact, there was a string of mandala novels, including Voss, The Solid Mandala and The Tree of Man, which are among the great Australian religious novels. The Tree of Man ends with a spectacular mandala, the story of Stan and Amy Parker, who - like White and Lascaris - set up a precarious farming existence on the edge of Sydney.
It's the story of Stan Parker, who's a dreamer (but revelation has only ever come in occasional flashes) and Amy, the "materialist" - or so he's always thought. And then at the very end of his life, sitting in the garden, Stan suddenly sees that the plants she's randomly stuck in over the years, form a perfect circle around him.
Well, here's Justice Michael Kirby, reading that passage from The Tree of Man from a program I produced for the ABC about the ten years go.
Reader: That afternoon the old man's chair had been put on the grass at the back, which was quite dead-looking from the touch of winter. Out there at the back, the grass (you could hardly call it lawn) had formed a circle in the shrubs and trees, which the old woman had not so much planted, as stuck in during her lifetime. There was little of design in the garden originally, though one had formed out of the wilderness. It was perfectly obvious that the man was seated at the heart of it, and from this heart, the trees radiated with grave movements of life, and beyond them the sweep of a vegetable garden - which had gone to weed during the months of the man's illness - presented the austere skeletons of cabbages and the wands of onion seed.
All was circumferenced to the centre, and beyond the worlds of other circles, where the crescent of purple villas, or the bare patches of earth on which rabbits sat and observed some abstract spectacle for minutes on end, in a paddock not yet built upon. The last circle but one was the cold and golden bowl of winter, enclosing all that was visible and material, and at which the man would blink from time to time out of his watery eyes, unequal to the effect of realising he was the centre of it.
The large triumphal scene of which he was becoming mysteriously aware, made him shift in his seat and resent the entrance of the young man who'd jumped the fence and was coming down towards him. Stepping over beds, rather than following paths, he was so convinced of achieving his mission by direct means and approaches. Stan Parker was shrinking all this time; his skin was papery, you could see through it almost in certain light. His eyes had been reduced to a rudimentary shape through which was observed, you felt, a version of objects that was possibly true.
When the young man had reached the old one - who purposely didn't look up, but at the shoe which had approached, and which was crushing the brown nets of clover - he burst at once into a speech addressing the button of the old man's cap. He said "I just wanted to have a little talk, Sir. I was passing, and saw you sitting here on this beautiful day". "Sir" he said, very respectful; some kind of student perhaps. But the old man drew in his neck which was as wrinkled as a tortoise's. "I wanted when I saw you, Sir, to bring to bring to you the story of the gospels", said the young man, "and of Our Lord I wanted to tell you of my own experience, and how it is possible for the most unlikely to be saved".
The old man was most unhappy. "I was a fettler. I don't know whether you know anything of the condition of fettlers' camps", said the young man, whose experience was filling his eyes - even to the exclusion of his present mission, the old man. The young evangelist began to present himself in the most complete nakedness. "Drinking and whoring most weekends", he said, "we would go down into the nearest settlement and carry back the drink. We would knock the heads off, we were craving for it that bad. The women would come up along the line, knowing where the camp was - there were black women, too".
The old man was intensely unhappy.
When the young one had finished his orgasm, he presented the open palms of his hands, and told how he had knelt upon his knees and grace descended on him. "This can happen to you, too", he said, kneeling on one knee and sweating at every pore.
The old man cleared his throat. "I'm not sure whether I'm intended to be saved", he said.
The evangelist smiled with youthful incredulity; no subtleties would escape the steamroller of faith. "You don't understand", he said smilingly.
"If you can understand at your age what I have been struggling with all my life, then it is a miracle", thought the old man. He spat on the ground in front of him. He'd been sitting for some time in one position, and he had on his chest a heaviness of phlegm. "I'm too old", he said colourlessly. He was tired, really, he wanted to be left alone.
"But the glories of salvation", persisted the evangelist, whose hair went up in even waves, "those great glories are everybody's for the asking, just for the putting out of the hand".
The old man fidgeted. He was not saying anything. Great glories were glittering in the afternoon. He had already been a little dazzled.
"You are not stubborn, friend".
"I would not be here if I was not stubborn", said the old man.
"Don't you believe in God, perhaps?" asked the evangelist who'd begun to look around him and to feel the necessity for some further stimulus of confession. "I can show you books", he yawned.
Then the old man, who'd been cornered long enough, saw - through perversity, perhaps, but with his own eyes - he was illuminated. He pointed with his stick to the gob of spittle. "That is God", he said.
Stephen Crittenden: Justice Michael Kirby reading from The Tree of Man.
abc.net.au/
Θετικές κριτικές για το βιβλίο του Δρ. Καραλή για τον Λάσκαρη
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνεχίζονται οι δημοσιεύσεις θετικών σχολίων για το τελευταίο βιβλίο του ομογενούς πανεπιστημιακού Δρ. Βρασίδα Καραλή με τίτλο « Recollections of Mr Manoly Lascaris».
Η έκδοση του Σαββατοκύριακου της εφημερίδας The Sydney Morning Herald προτείνει το βιβλίο «για ανάγνωση στην τρέχουσα εβδομάδα».
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον σύντροφο του Αυστραλού νομπελίστα Patrick White, ομογενούς εξ Αιγύπτου Μανώλη Λάσκαρη. Σύμφωνα με τον Bruce Elder που συνέταξε την κριτική ‘το βιβλίο προσφέρει μια διεισδυτική ματιά σε μια σχέση που εξάπτει τους λογοτεχνικούς κύκλους της Αυστραλίας και καταδεικνύει πως ο Λάσκαρης, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις Σωκρατικές συζητήσεις που είχε με τον Καραλή, ήταν στην πραγματικότητα ένας ιδιαίτερα μορφωμένος, έξυπνος και προκλητικός κριτικός, και κακώς αντιμετωπιζόταν απλώς ως ο οικονόμος του White'.
voiceofgreece.gr/, 3/11/2008
Εξαιρετικό κείμενο, ευχαριστούμε erva. Ενδιαφέρουσες εμπειρίες και καταπληκτική γλώσσα που βγαίνει από άλλες εποχές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσοι ζούμε σε χώρες με έλληνες μετανάστες, ίσως έχουμε γνωρίσει παρόμοια πρόσωπα: καθώς αποκόβονται από την αρχική πατρίδα τους, ενώ συγχρόνως είναι εκτός του κοινωνικού ιστού της νέας τους χώρας, παραμένουν "παγωμένοι" στο χρόνο, όπως ο Λάσκαρης παρέμεινε στην Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου.
Πολύ σωστή η παρατήρηση παγωμένοι στο χρόνο. Έζησα 12 χρόνια στη Γερμανία και τότε το κατάλαβα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως ξέρετε αν ο Λάσκαρης έχει γράψει κανένα βιβλίο?