(Ηλέκτρα 2008)
.
Ας μην με είχες πετάξει…
Της Σταυρούλας Παπασπύρου (Ελευθεροτυπία 7 - 14/09/2008)
«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν' αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας "θρύλος", κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της "καλής" κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων»...
Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Γιάννης Βασιλακάκος, ολοκληρώνοντας την έρευνά του γύρω από την προσωπικότητα του Κώστα Ταχτσή, που με τον τίτλο «Η αθέατη πλευρά της σελήνης» αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα».
Τα χρόνια της Αυστραλίας
Εγκατεστημένος από νήπιο στην Αυστραλία όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα ως νεοελληνιστής, ο 57χρονος φιλόλογος πρωτογνώρισε τον Ταχτσή ως συγγραφέα, φοιτητής, στα μέσα της δεκαετίας του '70, μελετώντας το «Τρίτο στεφάνι».
Ενα μυθιστόρημα που και οι καθηγητές και ο φοιτητόκοσμος εκεί συζητούσαν μ' ενθουσιασμό, λογαριάζοντας, μάλιστα, τον Ταχτσή ως «δικό» τους άνθρωπο, μια και το είχε γράψει την περίοδο που ζούσε στα μέρη τους ξενιτεμένος.
Με μια διδακτορική διατριβή για τον Καχτίτση στο ενεργητικό του, ο Βασιλακάκος φλέρταρε για χρόνια με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ταχτσή, αλλά την έρευνά του την ξεκίνησε τελικά πριν από μια πενταετία. Χάρη στον ποιητή Γιάννη Κοντό, ήρθε σ' επαφή με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του Ελλη, οι οποίες του παρείχαν «ανεπιφύλακτα» πρόσβαση στο αρχείο και στα κατάλοιπά του.
Μέσω των τελευταίων προσέγγισε στη συνέχεια ανθρώπους-κλειδιά όπως τις έμπιστες φίλες του Ταχτσή, Ιώ Μαρμαρινού, Πολυξένη Σταμάτη και Τέσσα Πράττου ή τον εξάδελφο και συμμαθητή του Τάκη Αργυρό, ενώ συνομιλητές του υπήρξαν και οι Αλέκος Φασιανός, Θανάσης Νιάρχος, Μάγδα Κοτζιά και Τάκης Σπετσιώτης. Κι αφού ξεκοκάλισε πλήθος συνεντεύξεων και μαρτυριών γύρω από τον Ταχτσή που δημοσιεύτηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θανατό του -που είκοσι χρόνια τώρα παραμένει ανεξιχνίαστος- προχώρησε σ' ένα είδος βιογραφίας-ρεπορτάζ, που επιχειρεί ν' ακτινογραφήσει το αίνιγμα «Ταχτσής» κατά τους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του.
Μια διαλυμένη οικογένεια
«Οσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο Βασιλακάκος, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ' το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά ένα τρόπο την μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι' αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του». Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας "χτυπούσε" στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: "Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω" (...). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του "Το τρίτο στεφάνι". Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας...».Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του... Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα "Η συμφωνία του Μπραζίλιαν", ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό... Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι' αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ' όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ' τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό...».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
Ο Βασιλακάκος θεωρεί πως όλη η ζωή όσο και ο μυστηριώδης θάνατος του Ταχτσή ήταν ένα είδος αποθέωσης του τυχοδιωκτισμού, με την έννοια της καλλιτεχνικής, διονυσιακής μέθης, παρά με την έννοια της εκμετάλλευσης των περιστάσεων. Σε ό,τι δε αφορά τη ροπή του προς τον έκλυτο νυχτερινό βίο, φαίνεται πως στην Αυστραλία δεν τον γλέντησε όσο θα ήθελε: συνελήφθη στους Αντίποδες και προφυλακίστηκε επειδή έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί, κάτι που απαγορευόταν αυστηρότατα εκείνη την εποχή.
Κι όπως λέει η Νεοζηλανδέζα Λόρνα Αντωνιάδη, η οποία έκανε αγώνα τότε για ν' αποφευχθεί η απέλασή του από τη χώρα, υπήρξαν φίλοι του που δίσταζαν να τον βοηθήσουν από φόβο μη μαθευτεί ότι σχετίζονταν μαζί του και εκτεθούν...
Η «αναλγησία» του Αγγελόπουλου
Πόση βαρύτητα είχαν οι φήμες ότι το «Τρίτο στεφάνι» ήταν κλεμμένο από χειρόγραφο του Γιάννη Τσαρούχη;
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του Βασιλακάκου είναι αφιερωμένο σ' αυτήν την ιστορία προκειμένου να διαλύσει κάθε υποψία, ενώ φροντίζει να παραθέσει κι όλο το παρασκήνιο της άδοξης απόπειρας να μεταφερθεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ταχτσή στον κινηματογράφο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μια «αναλγησία», όπως γράφει, που οδήγησε τον συγγραφέα σε μια «απονενοημένη απόπειρα αυτοκτονίας».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν' ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και... καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν' αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.
Του ήταν αδύνατον να προσκυνάει οποιονδήποτε, τη στιγμή που ήξερε τη δική του αξία και ανωτερότητα» λέει η αδελφή του Ελπίδα στον Βασιλακάκο. Γιατί μπορεί η Ελλη Αλεξίου να είχε μιλήσει απαξιωτικά για το «Τρίτο στεφάνι» («Τι είναι αυτό;» είχε πει. «Δυο γυναίκες που συζητάνε πάνω από μπουγαδόνερα»...), αλλά, έστω και με καθυστέρηση, όλοι οι υπόλοιποι του λογοτεχνικού σιναφιού δήλωσαν θαυμαστές του. »Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν' αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του «Μπραζίλιαν» ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν' αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Σκόπευε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα», που έμελλε να μείνει ημιτελές) να πάρει την εκδίκησή του. Δεν πρόλαβε. Κι η οικογένειά του θεωρεί ότι σ' αυτά τα χειρόγραφα κρύβεται το μυστικό της δολοφονίας του, καθώς είχαν γίνει κοινωνοί της πρόθεσής του να προχωρήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για επωνύμους της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. «Εικασίες», επιμένει ο Θανάσης Νιάρχος, αλλά «όλα είναι δυνατά» λέει η εκδότρια του συγγραφέα Μάγδα Κοτζιά. Είκοσι χρόνια τώρα, τα αίτια της δολοφονίας του Ταχτσή, όπως κι ο δράστης της άλλωστε, μένουν στο σκοτάδι. Τα περί σκηνοθετημένης αυτοκτονίας, πάντως, όλοι οι συνομιλητές του Βασιλακάκου τα θεωρούν φαιδρά.
Ας μην με είχες πετάξει…
Της Σταυρούλας Παπασπύρου (Ελευθεροτυπία 7 - 14/09/2008)
«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν' αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας "θρύλος", κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της "καλής" κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων»...
Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Γιάννης Βασιλακάκος, ολοκληρώνοντας την έρευνά του γύρω από την προσωπικότητα του Κώστα Ταχτσή, που με τον τίτλο «Η αθέατη πλευρά της σελήνης» αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα».
Τα χρόνια της Αυστραλίας
Εγκατεστημένος από νήπιο στην Αυστραλία όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα ως νεοελληνιστής, ο 57χρονος φιλόλογος πρωτογνώρισε τον Ταχτσή ως συγγραφέα, φοιτητής, στα μέσα της δεκαετίας του '70, μελετώντας το «Τρίτο στεφάνι».
Ενα μυθιστόρημα που και οι καθηγητές και ο φοιτητόκοσμος εκεί συζητούσαν μ' ενθουσιασμό, λογαριάζοντας, μάλιστα, τον Ταχτσή ως «δικό» τους άνθρωπο, μια και το είχε γράψει την περίοδο που ζούσε στα μέρη τους ξενιτεμένος.
Με μια διδακτορική διατριβή για τον Καχτίτση στο ενεργητικό του, ο Βασιλακάκος φλέρταρε για χρόνια με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ταχτσή, αλλά την έρευνά του την ξεκίνησε τελικά πριν από μια πενταετία. Χάρη στον ποιητή Γιάννη Κοντό, ήρθε σ' επαφή με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του Ελλη, οι οποίες του παρείχαν «ανεπιφύλακτα» πρόσβαση στο αρχείο και στα κατάλοιπά του.
Μέσω των τελευταίων προσέγγισε στη συνέχεια ανθρώπους-κλειδιά όπως τις έμπιστες φίλες του Ταχτσή, Ιώ Μαρμαρινού, Πολυξένη Σταμάτη και Τέσσα Πράττου ή τον εξάδελφο και συμμαθητή του Τάκη Αργυρό, ενώ συνομιλητές του υπήρξαν και οι Αλέκος Φασιανός, Θανάσης Νιάρχος, Μάγδα Κοτζιά και Τάκης Σπετσιώτης. Κι αφού ξεκοκάλισε πλήθος συνεντεύξεων και μαρτυριών γύρω από τον Ταχτσή που δημοσιεύτηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θανατό του -που είκοσι χρόνια τώρα παραμένει ανεξιχνίαστος- προχώρησε σ' ένα είδος βιογραφίας-ρεπορτάζ, που επιχειρεί ν' ακτινογραφήσει το αίνιγμα «Ταχτσής» κατά τους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του.
Μια διαλυμένη οικογένεια
«Οσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο Βασιλακάκος, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ' το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά ένα τρόπο την μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι' αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του». Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας "χτυπούσε" στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: "Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω" (...). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του "Το τρίτο στεφάνι". Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας...».Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του... Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα "Η συμφωνία του Μπραζίλιαν", ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό... Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι' αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ' όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ' τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό...».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
Ο Βασιλακάκος θεωρεί πως όλη η ζωή όσο και ο μυστηριώδης θάνατος του Ταχτσή ήταν ένα είδος αποθέωσης του τυχοδιωκτισμού, με την έννοια της καλλιτεχνικής, διονυσιακής μέθης, παρά με την έννοια της εκμετάλλευσης των περιστάσεων. Σε ό,τι δε αφορά τη ροπή του προς τον έκλυτο νυχτερινό βίο, φαίνεται πως στην Αυστραλία δεν τον γλέντησε όσο θα ήθελε: συνελήφθη στους Αντίποδες και προφυλακίστηκε επειδή έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί, κάτι που απαγορευόταν αυστηρότατα εκείνη την εποχή.
Κι όπως λέει η Νεοζηλανδέζα Λόρνα Αντωνιάδη, η οποία έκανε αγώνα τότε για ν' αποφευχθεί η απέλασή του από τη χώρα, υπήρξαν φίλοι του που δίσταζαν να τον βοηθήσουν από φόβο μη μαθευτεί ότι σχετίζονταν μαζί του και εκτεθούν...
Η «αναλγησία» του Αγγελόπουλου
Πόση βαρύτητα είχαν οι φήμες ότι το «Τρίτο στεφάνι» ήταν κλεμμένο από χειρόγραφο του Γιάννη Τσαρούχη;
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του Βασιλακάκου είναι αφιερωμένο σ' αυτήν την ιστορία προκειμένου να διαλύσει κάθε υποψία, ενώ φροντίζει να παραθέσει κι όλο το παρασκήνιο της άδοξης απόπειρας να μεταφερθεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ταχτσή στον κινηματογράφο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μια «αναλγησία», όπως γράφει, που οδήγησε τον συγγραφέα σε μια «απονενοημένη απόπειρα αυτοκτονίας».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν' ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και... καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν' αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.
Του ήταν αδύνατον να προσκυνάει οποιονδήποτε, τη στιγμή που ήξερε τη δική του αξία και ανωτερότητα» λέει η αδελφή του Ελπίδα στον Βασιλακάκο. Γιατί μπορεί η Ελλη Αλεξίου να είχε μιλήσει απαξιωτικά για το «Τρίτο στεφάνι» («Τι είναι αυτό;» είχε πει. «Δυο γυναίκες που συζητάνε πάνω από μπουγαδόνερα»...), αλλά, έστω και με καθυστέρηση, όλοι οι υπόλοιποι του λογοτεχνικού σιναφιού δήλωσαν θαυμαστές του. »Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν' αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του «Μπραζίλιαν» ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν' αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Σκόπευε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα», που έμελλε να μείνει ημιτελές) να πάρει την εκδίκησή του. Δεν πρόλαβε. Κι η οικογένειά του θεωρεί ότι σ' αυτά τα χειρόγραφα κρύβεται το μυστικό της δολοφονίας του, καθώς είχαν γίνει κοινωνοί της πρόθεσής του να προχωρήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για επωνύμους της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. «Εικασίες», επιμένει ο Θανάσης Νιάρχος, αλλά «όλα είναι δυνατά» λέει η εκδότρια του συγγραφέα Μάγδα Κοτζιά. Είκοσι χρόνια τώρα, τα αίτια της δολοφονίας του Ταχτσή, όπως κι ο δράστης της άλλωστε, μένουν στο σκοτάδι. Τα περί σκηνοθετημένης αυτοκτονίας, πάντως, όλοι οι συνομιλητές του Βασιλακάκου τα θεωρούν φαιδρά.
Αγιογραφία χωρίς άγιο
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέτρος Τατσόπουλος (ΤΑ ΝΕΑ, 6/12/2008)
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙ ΣΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΟ
ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ. ΟΠΩΣ ΕΚΕΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ ΕΡΩΤΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΠΑΓΩΓΕΑ ΤΟΥ, ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΔΩ Ο ΒΙΟΓΡΑΦΟΣ ΜΕΡΟΛΗΠΤΕΙ ΑΒΑΣΑΝΙΣΤΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. ΜΠΟΡΕΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΟΓΜΑ «Ο ΑΠΟΘΑΝΩΝ ΔΕΔΙΚΑΙΩΤΑΙ»;
Με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή συμβαίνει το εξής παράδοξο, μολονότι όχι και τόσο σπάνιο. Η αξία του Τρίτου Στεφανιού, του μοναδικού μυθιστορήματός του, αναγνωρίστηκε καθυστερημένα από την ελληνική κριτική- μετά τη μεταπολίτευση- και αφού προηγήθηκε η αγγλική έκδοση στον Ρenguin. Παρ΄ ότι δεν είναι η μοναδική περίπτωση έργου που αγνοείται κατά την πρώτη έκδοσή του και κατόπιν «εισάγεται» η αναγνώρισή του από το εξωτερικό, στην περίπτωση του Ταχτσή αυτή η καθυστέρηση επισφράγισε μια 15ετία σνομπαρίσματος εκ μέρους του λογοτεχνικού μας σιναφιού και η αναγνώριση με τις «ξένες λόγχες» δεν χρησίμευσε για να κοπάσουν οι επικρίσεις και οι λοιδορίες εναντίον του. Τουναντίον. Την ώρα που η Γαλλία τιμούσε τον Ταχτσή στο Μπομπούρ, 4 μόλις μήνες πριν από τον βίαιο θάνατό του, στην πατρίδα του εισέπραττε την πλέον εκκωφαντική σιωπή.
Ως διά μαγείας, το σκηνικό άλλαξε άρδην μετά τη δολοφονία του. Άνοιξε η γη και κατάπιε τους επικριτές του, ενώ παντού ξεφύτρωσαν όψιμοι θαυμαστές του - ανάμεσά τους, θρασύτεροι και θορυβωδέστεροι, οι χθεσινοί εχθροί του. Κατανοούμε λοιπόν ότι όποιος αναλαμβάνει να ασχοληθεί με τον Κώστα Ταχτσή, όπως ο καθ΄ όλα έντιμος ομογενής Γιάννης Βασιλακάκος, πέφτει εξ αντικειμένου πάνω σ΄ ένα τείχος σιωπής και υποκρισίας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ο Βασιλακάκος θέλησε να μιλήσει με τους «εχθρούς» του Ταχτσή και δεν πήρε πράσινο φως ή προτίμησε εξ αρχής να παρακάμψει ως ανούσιες και κακόβουλες τις δικές τους μαρτυρίες. Καθώς διαβάζαμε όμως το βιβλίο του μας κατέκλυζε μια δυσάρεστη αίσθηση, ανάλογη με εκείνη όταν διαβάζαμε τον Άρη,Αρχηγό των Ατάκτων του Διονύση Χαριτόπουλου: ο βιογράφος δεν θα επέτρεπε σε τίποτε και σε κανέναν να σκιάσει το αγαπημένο του «είδωλο». Ωστόσο, αν δεν δώσεις το μικρόφωνο και στην «άλλη πλευρά», η εργασία σου δεν θα διαφέρει από το πρώτο τυχόν «δοξαστικό» τηλεοπτικό αφιέρωμα. Αποκαλυπτικό και συναρπαστικό όσο και το κόψιμο μιας κορδέλας στα εγκαίνια κλωστοϋφαντουργίας.
Με την προϋπόθεση ότι δεν σας ενοχλούν οι «πανηγυρικοί», θα βρείτε στο βιβλίο του Βασιλακάκου ένα κολάζ μαρτυριών από πρόσωπα συγγενικά ή φίλα προσκείμενα στον Ταχτσή. Μαζί τους θα ανασυνθέσετε την ανηφορική πορεία του Κώστα Ταχτσή προς την καταξίωση: τα δύσκολα παιδικά χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα, την «απόρριψη» της μητέρας, τον «υπερπροστατευτισμό» της γιαγιάς, τα πρώτα (αποτυχημένα) βήματα στα Γράμματα ως ποιητής, τη φυγή στην Αυστραλία (όπου και θα γράψει σχεδόν καθ΄ ολοκληρίαν το Τρίτο Στεφάνι ) και τα εκεί προβλήματα με τις Αρχές, την «υποχρεωτική» επιστροφή στην Ελλάδα (μια ανάσα πριν από τη φυλάκιση ή την απέλαση) και, μεταπολιτευτικά πια, την ενσωμάτωσή του- κυριολεκτικά- στον κόσμο των τραβεστί πορνών. Με την εκνευριστικά διαρκή υπόμνηση ότι ο Ταχτσής ήταν πάντοτε «ανδροπρεπής», «δεν φιλούσε κατουρημένες ποδιές», άτομο «αλέγρο», «αξιαγάπητο», παραπλανητικά «εριστικό»- «σαν σκύλος που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει», σημειώνει ο Θανάσης Νιάρχος-, που «δεν κρατάει κακίες», θα δυσκολευτείτε να κατανοήσετε πώς ένας τόσο αξιέραστος άνθρωπος - «πολλές γυναίκες», υποστηρίζει η Ελπίδα Ταχτσή-Αρτέμη, η αδελφή του, «παρ΄ όλο που ήξεραν τι ήταν, τον κυνηγούσαν»- προκάλεσε τόσο μένος εναντίον του, με κορύφωση τον στραγγαλισμό του τον Αύγουστο του 1988.
Γιάννης Βασιλακάκος
ΑπάντησηΔιαγραφήO Γιάννης Bασιλακάκος γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Σκάλας Λακωνίας. Έχει μάστερ και διδακτορικό απ' το Πανεπιστήμιο Mελβούρνης, Bachelor of Letters απ' το Πανεπιστήμιο της Νέας Αγγλίας, και δίπλωμα Διερμηνείας-Mετάφρασης απ' το Πανεπιστήμιο RMIT. Eίναι πανεπιστημιακός, επικεφαλής του προγράμματος Eλληνικών στον Tομέα Διερμηνείας-Mετάφρασης του Πανεπιστημίου RMIT της Μελβούρνης, συντονιστής της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας (Ωκεανίας) και συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Aπόδημου Eλληνισμού (ΣAE) για την Ωκεανία (1999-2006).
Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά, δοκίμια/κριτικές. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες (αγγλικά, ιταλικά, κινέζικα) και, ορισμένα εξ αυτών, έχουν γίνει μπεστ σέλερ και διδάσκονται σε λύκεια και πανεπιστήμια της Ελλάδας, Αυστραλίας και άλλων αγγλόφωνων χωρών.
Έχει τιμηθεί με 7 λογοτεχνικές χορηγίες απ’ το Αυστραλιανό Συμβούλιο Τεχνών της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, 2 πανεπιστημιακές ερευνητικές χορηγίες και πολλά λογοτεχνικά βραβεία και διεθνείς διακρίσεις. Του έχουν γίνει πλήθος αφιερώματα στα εγκυρότερα ελλαδικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά/εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα. Το 2000, οι πολιτιστικοί φορείς της ομογένειας της Αυστραλίας του απένειμαν τιμητικό δίπλωμα για τα 30 χρόνια προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα.
batsioulas.gr