.
Ο Φράνσις Μπέικον μέσα από τα έργα του
Καθημερινή, 10/9/2008
Ο Φράνσις Μπέικον των τελευταίων χρόνων της ζωής του δεν είναι ο Φράνσις Μπέικον που ξέρουμε. Η έκθεση που φιλοξενείται στην Tate Britain (http://www.tate.org.uk/britain/exhibitions/francisbacon/ ) από αύριο μέχρι τις 4 Ιανουαρίου στο Λονδίνο φωτίζει τον καλλιτέχνη που έχει αποκαλυφθεί ελάχιστα, σαν έναν άνδρα που φλερτάρει και τις γυναίκες, καλλιτεχνικά τουλάχιστον. Γνωστός σαν ο σημαντικότερος Βρετανός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα έχει υπάρξει διάσημος για τους άνδρες στη ζωή του. Αυτό που προκύπτει όμως από την ρετροσπεκτίβα της Tate Britain είναι ότι ο Φράνσις Μπέικον στη διάρκεια των 82 του χρόνων, είχε σχέση στη χαοτική του ζωή με μοντέλα, μούσες, νεαρά κορίτσια, μεγαλύτερες γυναίκες. Ευκαιρία να δούμε τα καλύτερα και πιο σημαντικά έργα του, ανεπιτήδευτα, ωμά συναισθήματα, δυναμικές εικόνες τέχνης. Το ανθρώπινο σώμα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλλιτεχνική του πορεία και η συγκεκριμένη έκθεση στο Λονδίνο «διαφημίζεται» σαν η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του Φράνσις Μπέικον (1909-1992) για όσους δεν είναι και τόσο υποψιασμένοι για την τέχνη του.
Το 2009 θα γιορτάσουμε 100 χρόνια από τη γέννησή του... Θα ακολουθήσουν κι άλλες εκθέσεις, εκδόσεις, εκδηλώσεις. Η Tate Britain θα φιλοξενήσει 60 έργα και είναι η τρίτη φορά που η συγκεκριμένη γκαλερί φιλοξενεί Φράνσις Μπέικον. Μετά το Λονδίνο η έκθεση θα ταξιδέψει στο Museo Nacional del Prado στη Μαδρίτη και στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης.
Ο Φράνσις Μπέικον (Δουβλίνο 1909 – Μαδρίτη 1992) τοποθετείται ανάμεσα στους ελάχιστους σύγχρονους καλλιτέχνες που βίωσαν έντονα την κρίση της αστικής κοινωνίας μέσα στον 20ό αιώνα και εξίσου έντονα τη μετουσίωσαν σε εικαστική έκφραση. Διαχωρίζεται, όμως, από τους υπόλοιπους γιατί παρουσιάζει ιδιομορφία. Η ζωγραφική του δεν «αποτυπώνει» επιφανειακού τύπου επίκαιρα στοιχεία αυτής της κρίσης, αλλά τα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης φύσης. Αμιγώς ανθρωποκεντρικός, με τις παραμορφωμένες, σχεδόν φασματικές ανθρώπινες φιγούρες του, που εκφράζουν την πραγματικότητα σ’ όλη της τη βαναυσότητα, κατορθώνει να αναγάγει την κατάπτωση και το «ποταπό» του ψυχισμού σε υψηλή τέχνη. Και όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην Εισαγωγή της η Angela Molina: «Λίγοι καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Μπέικον στάθηκαν ικανοί να αποκαλύψουν τόσες καινούργιες και ποικίλες οπτικές γωνίες, προϊόν της σκόπιμης αμφισημίας του έργου του Ιρλανδού καλλιτέχνη – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μοναχική του προσπάθεια να εξιχνιάσει τα απροσμέτρητα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για εξαιρετικά ρωμαλέο έργο, δημιούργημα ενός σαρκαστικού πνεύματος, που χλευάζει ακόμη και τον θάνατο. (...) Ο Μπέικον, ζωγράφος–άθυρμα της μοίρας, ουδέποτε “σχεδίασε” οτιδήποτε στη λαμπρή καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Αντίθετα, άφηνε την ίδια του τη ζωή να αποτελεί το θέμα του έργου του, το οποίο κρεμόταν από το λεπτό νήμα της επιθυμίας. Ο Μπέικον τράφηκε από την ίδια του τη σάρκα όσο κανείς άλλος».
Αφετηρίες
«Από την αρχή κιόλας της καλλιτεχνικής του διαδρομής –γράφει η Francesca Marini στο κείμενο της Μονογραφίας– ο Μπέικον άντλησε έμπνευση από τα διδάγματα του Πικάσο και των σουρεαλιστών (τον κινηματογράφο), του Μπουνιουέλ αλλά και του Αϊζενστάιν, το έργο των οποίων παρέμενε ουσιαστικά ξένο προς την αγγλική κουλτούρα. Το 1930 δεν υπήρχε στην Αγγλία τίποτε ανάλογο».
«Το 1933 –αναφέρει η Molina– ο Μπέικον ζωγράφισε την πρώτη του “Σταύρωση”, εμπνευσμένος από το ομώνυμο έργο που είχε φιλοτεχνήσει ο Πικάσο το 1930. Πρόκειται για μια εντελώς παραμορφωμένη εκδοχή του θέματος, με μια μορφή σαν νυχτερίδα δεμένη σ’ έναν πρωτόγονο σταυρό. (...) Το έργο, πάντως, που προαναγγέλλει δυναμικά τον οικουμενικότερο Μπέικον είναι οι “Τρεις σπουδές για μορφές στο κάτω μέρος μιας Σταύρωσης” του 1944, εξαιρετικά ωμό τρίπτυχο, το οποίο καταγγέλλει τη φρίκη του πολέμου σαν άλλη “Γκερνίκα” του Πικάσο.
Ωστόσο, ο Μπέικον άρχισε να γίνεται γνωστός εκτός των συνόρων της πατρίδας του, και κυρίως στην Ιταλία και στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της Μπιενάλε της Βενετίας, όπου εκπροσώπησε τη Μεγάλη Βρετανία μαζί με τον φίλο του Λούσιαν Φρόιντ και τον Μπεν Νίκολσον».
O «μύθος Mπέικον»
«Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 –σημειώνει η Marini– η φήμη του Μπέικον αυξανόταν προοδευτικά και απρόσκοπτα. Ηταν πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. (...) Ωστόσο, ο ρόλος του απόλυτου εκφραστή ενός καινούργιου ιδιώματος του αναγνωρίστηκε χάρη στη μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Τέιτ του Λονδίνου, το 1962. (...) Κατά τη δεκαετία του 1960, μετά την ατομική του έκθεση στην Πινακοθήκη Τέιτ, ο Μπέικον, από εκκεντρικός καλλιτέχνης, εκτιμώμενος μονάχα από μια ελίτ “μυημένων”, έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη ζωγράφος διεθνούς διαμετρήματος και παγκόσμιας φήμης, οι αμοιβές του οποίου άγγιζαν αστρονομικά ποσά. (...) Ο ίδιος έγινε τόσο δημοφιλής –παρατηρεί η Molina– όσο και τα είδωλα της ποπ μουσικής, ενώ δεν ήταν λίγοι οι διάσημοι που ήθελαν να τους φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, όπως για παράδειγμα ο Μικ Τζάγκερ ή ο Τζιοβάνι Ανιέλι. (...) Ωστόσο, αν και χαρακτηριζόταν πλέον ως ο σημαντικότερος εν ζωή καλλιτέχνης και τα μέσα ενημέρωσης τον αποθέωναν, κάνοντας λόγο για τον “μύθο Μπέικον”, εκείνος εξακολουθούσε να δουλεύει. (...) Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που καθένας από τους πίνακες οι οποίοι βρέθηκαν στο εργαστήριό του μετά τον θάνατό του αποτιμήθηκαν περίπου σε 1.000.000 στερλίνες». (Καθημερινή)
Ο Φράνσις Μπέικον μέσα από τα έργα του
Καθημερινή, 10/9/2008
Ο Φράνσις Μπέικον των τελευταίων χρόνων της ζωής του δεν είναι ο Φράνσις Μπέικον που ξέρουμε. Η έκθεση που φιλοξενείται στην Tate Britain (http://www.tate.org.uk/britain/exhibitions/francisbacon/ ) από αύριο μέχρι τις 4 Ιανουαρίου στο Λονδίνο φωτίζει τον καλλιτέχνη που έχει αποκαλυφθεί ελάχιστα, σαν έναν άνδρα που φλερτάρει και τις γυναίκες, καλλιτεχνικά τουλάχιστον. Γνωστός σαν ο σημαντικότερος Βρετανός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα έχει υπάρξει διάσημος για τους άνδρες στη ζωή του. Αυτό που προκύπτει όμως από την ρετροσπεκτίβα της Tate Britain είναι ότι ο Φράνσις Μπέικον στη διάρκεια των 82 του χρόνων, είχε σχέση στη χαοτική του ζωή με μοντέλα, μούσες, νεαρά κορίτσια, μεγαλύτερες γυναίκες. Ευκαιρία να δούμε τα καλύτερα και πιο σημαντικά έργα του, ανεπιτήδευτα, ωμά συναισθήματα, δυναμικές εικόνες τέχνης. Το ανθρώπινο σώμα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλλιτεχνική του πορεία και η συγκεκριμένη έκθεση στο Λονδίνο «διαφημίζεται» σαν η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του Φράνσις Μπέικον (1909-1992) για όσους δεν είναι και τόσο υποψιασμένοι για την τέχνη του.
Το 2009 θα γιορτάσουμε 100 χρόνια από τη γέννησή του... Θα ακολουθήσουν κι άλλες εκθέσεις, εκδόσεις, εκδηλώσεις. Η Tate Britain θα φιλοξενήσει 60 έργα και είναι η τρίτη φορά που η συγκεκριμένη γκαλερί φιλοξενεί Φράνσις Μπέικον. Μετά το Λονδίνο η έκθεση θα ταξιδέψει στο Museo Nacional del Prado στη Μαδρίτη και στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης.
Ο Φράνσις Μπέικον (Δουβλίνο 1909 – Μαδρίτη 1992) τοποθετείται ανάμεσα στους ελάχιστους σύγχρονους καλλιτέχνες που βίωσαν έντονα την κρίση της αστικής κοινωνίας μέσα στον 20ό αιώνα και εξίσου έντονα τη μετουσίωσαν σε εικαστική έκφραση. Διαχωρίζεται, όμως, από τους υπόλοιπους γιατί παρουσιάζει ιδιομορφία. Η ζωγραφική του δεν «αποτυπώνει» επιφανειακού τύπου επίκαιρα στοιχεία αυτής της κρίσης, αλλά τα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης φύσης. Αμιγώς ανθρωποκεντρικός, με τις παραμορφωμένες, σχεδόν φασματικές ανθρώπινες φιγούρες του, που εκφράζουν την πραγματικότητα σ’ όλη της τη βαναυσότητα, κατορθώνει να αναγάγει την κατάπτωση και το «ποταπό» του ψυχισμού σε υψηλή τέχνη. Και όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην Εισαγωγή της η Angela Molina: «Λίγοι καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Μπέικον στάθηκαν ικανοί να αποκαλύψουν τόσες καινούργιες και ποικίλες οπτικές γωνίες, προϊόν της σκόπιμης αμφισημίας του έργου του Ιρλανδού καλλιτέχνη – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μοναχική του προσπάθεια να εξιχνιάσει τα απροσμέτρητα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για εξαιρετικά ρωμαλέο έργο, δημιούργημα ενός σαρκαστικού πνεύματος, που χλευάζει ακόμη και τον θάνατο. (...) Ο Μπέικον, ζωγράφος–άθυρμα της μοίρας, ουδέποτε “σχεδίασε” οτιδήποτε στη λαμπρή καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Αντίθετα, άφηνε την ίδια του τη ζωή να αποτελεί το θέμα του έργου του, το οποίο κρεμόταν από το λεπτό νήμα της επιθυμίας. Ο Μπέικον τράφηκε από την ίδια του τη σάρκα όσο κανείς άλλος».
Αφετηρίες
«Από την αρχή κιόλας της καλλιτεχνικής του διαδρομής –γράφει η Francesca Marini στο κείμενο της Μονογραφίας– ο Μπέικον άντλησε έμπνευση από τα διδάγματα του Πικάσο και των σουρεαλιστών (τον κινηματογράφο), του Μπουνιουέλ αλλά και του Αϊζενστάιν, το έργο των οποίων παρέμενε ουσιαστικά ξένο προς την αγγλική κουλτούρα. Το 1930 δεν υπήρχε στην Αγγλία τίποτε ανάλογο».
«Το 1933 –αναφέρει η Molina– ο Μπέικον ζωγράφισε την πρώτη του “Σταύρωση”, εμπνευσμένος από το ομώνυμο έργο που είχε φιλοτεχνήσει ο Πικάσο το 1930. Πρόκειται για μια εντελώς παραμορφωμένη εκδοχή του θέματος, με μια μορφή σαν νυχτερίδα δεμένη σ’ έναν πρωτόγονο σταυρό. (...) Το έργο, πάντως, που προαναγγέλλει δυναμικά τον οικουμενικότερο Μπέικον είναι οι “Τρεις σπουδές για μορφές στο κάτω μέρος μιας Σταύρωσης” του 1944, εξαιρετικά ωμό τρίπτυχο, το οποίο καταγγέλλει τη φρίκη του πολέμου σαν άλλη “Γκερνίκα” του Πικάσο.
Ωστόσο, ο Μπέικον άρχισε να γίνεται γνωστός εκτός των συνόρων της πατρίδας του, και κυρίως στην Ιταλία και στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της Μπιενάλε της Βενετίας, όπου εκπροσώπησε τη Μεγάλη Βρετανία μαζί με τον φίλο του Λούσιαν Φρόιντ και τον Μπεν Νίκολσον».
O «μύθος Mπέικον»
«Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 –σημειώνει η Marini– η φήμη του Μπέικον αυξανόταν προοδευτικά και απρόσκοπτα. Ηταν πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. (...) Ωστόσο, ο ρόλος του απόλυτου εκφραστή ενός καινούργιου ιδιώματος του αναγνωρίστηκε χάρη στη μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Τέιτ του Λονδίνου, το 1962. (...) Κατά τη δεκαετία του 1960, μετά την ατομική του έκθεση στην Πινακοθήκη Τέιτ, ο Μπέικον, από εκκεντρικός καλλιτέχνης, εκτιμώμενος μονάχα από μια ελίτ “μυημένων”, έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη ζωγράφος διεθνούς διαμετρήματος και παγκόσμιας φήμης, οι αμοιβές του οποίου άγγιζαν αστρονομικά ποσά. (...) Ο ίδιος έγινε τόσο δημοφιλής –παρατηρεί η Molina– όσο και τα είδωλα της ποπ μουσικής, ενώ δεν ήταν λίγοι οι διάσημοι που ήθελαν να τους φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, όπως για παράδειγμα ο Μικ Τζάγκερ ή ο Τζιοβάνι Ανιέλι. (...) Ωστόσο, αν και χαρακτηριζόταν πλέον ως ο σημαντικότερος εν ζωή καλλιτέχνης και τα μέσα ενημέρωσης τον αποθέωναν, κάνοντας λόγο για τον “μύθο Μπέικον”, εκείνος εξακολουθούσε να δουλεύει. (...) Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που καθένας από τους πίνακες οι οποίοι βρέθηκαν στο εργαστήριό του μετά τον θάνατό του αποτιμήθηκαν περίπου σε 1.000.000 στερλίνες». (Καθημερινή)
Reviews roundup: Francis Bacon at Tate Britain
ΑπάντησηΔιαγραφήOginia O'Dell, guardian.co.uk, 10/9/2008
Critics agree that this centenary retrospective is a sizzler – but could there be too many masterpieces on display?
Amid economic meltdown and on the eve of being sucked into a black hole, it was perhaps unusual to see a London exhibition opening featuring on the BBC's News at Ten. Then again, Tate Britain's centenary retrospective of Francis Bacon, which opens to the public tomorrow, has been widely anticipated as a major art highlight of the year.
Irish-born artist Bacon, widely regarded as one of the greatest painters of the 20th century, is known for his giant canvasses spilling out nightmarish visions and contorted bodies in their raw and fleshy glory. The Tate retrospective, arranged broadly chronologically, brings together approximately 70 of the most important paintings from the artist's turbulent life, including his portraits of Pope Innocent X and celebrated triptychs such as Three Studies for a Crucifixion. The exhibition will travel to the Prado in Madrid and the Metropolitan Museum in New York next year.
For Rachel Campbell-Johnston, writing in the Times, Bacon is "quite simply the most extraordinary, powerful and compelling of painters … His images short-circuit our appreciative processes. They arrive straight through the nervous system and hijack the soul." Campbell's high point of the five-star show is the "gallery dedicated to images of crucifixions, including three triptychs … In Three Studies for a Crucifixion, 1962, man is butchered like an animal on the cross of his life. The raw brutality of pain is overpowering."
She is less impressed, however, with a room devoted to archive material found in Bacon's studio. This collection of source material - including preparatory sketches, photographs of close friends, film stills and images of violence, animals, athletes and medical examinations - was revealed posthumously when Bacon's studio was painstakingly dismantled and relocated piece by piece to a Dublin gallery. It now sheds light on some of his working methods and dramatically dispels Bacon's self-mythologies about the spontaneous nature of his own work.
For Campbell-Johnston, it is "better to ignore those irritating wall texts and pass over the tatty memorabilia as a mere sideshow. Let the paintings do their work."
She also highlights a theme that troubles nearly all the critics: Bacon's monumental legacy and fame. There are almost "too many great paintings" on show, she writes. Overfamiliarity is also the subject of Fisun Güner's five-star review in Metro. The retrospective is "excellent" but Güner immediately highlights the "jaw-dropping" incongruity of Bacon's Van Gogh series of paintings made in north Africa in the late 1950s. Notably, Study for a Portrait of Van Gogh VI - a "riot of neon-bright streaks" - is used by the Tate on some of the exhibition memorabilia: "Perhaps they want to entice us with something less familiar, amid so much that is almost too intimately known," writes Güner.
The Independent's Tom Lubbock agrees: "[Bacon] now looks simply like an icon of general British culture. He's a familiar. You talk about Bacon as you talk about The Beatles or Monty Python."
Lubbock's review goes on to focus on the artist's shameless, showbiz approach to his art, calling him a "vulgar entertainer" whose art was rooted in shape-shifting theatricality: "The art of Bacon is a variety bill. It's a hall of mirrors, a crooked house, a peep show, a ghost train, a circus, a limbo dance, a stand-up act, a piece of conjuring … Bacon is a magician, a quick-change artist."
The Guardian's art critic, Adrian Searle, admits to being an adolescent fan ("the grisly aspects of Bacon's art appeal to the teenage mind") but after looking at the artist for 40 years, he is still troubled by the "myth, rumour and anecdote about his life [that] have come to dominate discussion of his art".
Searle writes: "Bacon fakes his boneless anatomies, and has the ingenuity to make us believe them, too. I vacillate between admiration and dismissal ... Bacon was a pasticheur, a mimic. He ended up imitating himself. This retrospective … is as uneven and overstretched as the artist himself was". He concludes: "I still ask myself if he was the real deal."