Bill Travis
.
Παρατηρήσεις της ΕΕΔΑ επί του Σχεδίου Νόμου «Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί και την Κοινωνία»[1]
.
Κεφάλαιο Πρώτο: «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης»
Ι. Ιστορικό
Η ΕΕΔΑ, με αφορμή την δημόσια συζήτηση σχετικά με το Σ/Ν περί Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης[2] (εφεξής ΣΕΣ) και τις απόψεις που διατυπώνονταν σε υψηλούς τόνους από πολιτικούς, εκκλησιαστικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς περί τα τέλη Μαρτίου του 2008, έκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει στους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς τις ήδη, από τον Δεκέμβριο του 2004, διατυπωμένες θέσεις και προτάσεις της[3] για τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την νομική αναγνώριση της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Έτσι, στις 26/3/2008 ο Πρόεδρος της Επιτροπής απηύθυνε επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώ εκδόθηκε και σχετικό Δελτίο Τύπου[4]. Στην πρώτη μεταξύ σειράς προτάσεων, η ΕΕΔΑ υποστήριζε «την νομική αναγνώριση της πραγματικής συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, ούτως ώστε να αρθούν οι δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους σε κληρονομικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό, προνοιακό και εργασιακό επίπεδο». Παράλληλα, η Επιτροπή είχε προτείνει την «σύσταση Ομάδας Εργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία θα διερευνήσει όλες τις όψεις αυτής της αναγνώρισης, αξιοποιώντας την υπάρχουσα διεθνή πρακτική και το υφιστάμενο εγχώριο νομικό πλαίσιο, και προσμετρώντας τις τοποθετήσεις μιας σειράς φορέων που μπορούν να συνεισφέρουν προς την κατεύθυνση του αποτελεσματικού χειρισμού του ζητήματος».
Μέσω της επιστολής της προς τον Υπουργό, η Εθνική Επιτροπή κάλεσε την Πολιτεία να επανεξετάσει τις προτεινόμενες ρυθμίσεις στο πνεύμα της σκοπούμενης ισοπολιτείας και της εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες, ενώ προανήγγειλε την πρόθεσή της να καταθέσει τις παρατηρήσεις και συστάσεις της για την νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία στους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς, όπως υπαγορεύεται από τον θεσμικό της ρόλο. Είχε επισημάνει ήδη από τότε, το ότι η μη συμπερίληψη των ζευγαριών ιδίου φύλου στις ρυθμίσεις του εν λόγω Σ/Ν, αποτελεί αδυναμία του όλου εγχειρήματος, καθώς αφενός δεν αντιμετωπίζονται πραγματικές και διαπιστωμένες κοινωνικές ανάγκες, και αφετέρου παραλείπεται η συμμόρφωση προς σειρά δεσμευτικών και για την χώρα μας ρυθμίσεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Στην συνέχεια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε Δελτίο Τύπου (28/3/2008), μέσω του οποίου κοινοποιείται απαντητική προς την ΕΕΔΑ επιστολή, όπου ο Υπουργός κ. Χατζηγάκης δηλώνει αφενός ότι «δεν υπάρχει καμία πρόθεση του Υπουργείου να συμπεριφερθεί με βάση αποκλεισμούς και διακρίσεις προς οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα», και αφετέρου, ότι αποδέχεται την πρόταση να συσταθεί ομάδα εργασίας που θα διερευνήσει όλες τις όψεις της νομοθετικής ρύθμισης της ομόφυλης συμβίωσης .
Η ΕΕΔΑ ανταπάντησε με Δελτίο Τύπου (1/4/2008)[5], και νέα επιστολή προς τον Υπουργό, στην οποία υπογράμμισε την ανάγκη προσδιορισμού των χρονικών ορίων μέσα στα οποία θα πρέπει να ολοκληρώσει και να καταθέσει τις προτάσεις της η ομάδα εργασίας της οποίας την σύσταση ανήγγειλε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, όπως επίσης και την ανάγκη συμμετοχής στη διαδικασία αυτή των ατόμων που αφορούν οι νέες ρυθμίσεις, ώστε να ληφθούν υπ’ όψιν οι θέσεις και προτάσεις τους. Τέλος, επανέλαβε την εκτίμησή της ότι η συνολική νομική επεξεργασία των θεμάτων που αφορούν την ελεύθερη συμβίωση τόσο των ετερόφυλων όσο και των ομόφυλων προλαμβάνει την εισαγωγή διακρίσεων, η οποία πέραν της ουσιαστικής της βαρύτητας, αντιβαίνει και σε διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας.
Επισημαίνεται ότι, από τις αρχές Απριλίου έως σήμερα, δεν έχει υπάρξει καμία ενημέρωση από το Υπουργείο προς την ΕΕΔΑ σχετικά με το θέμα της ομάδας εργασίας, οπότε οι πληροφορίες που διέρρευσαν σε έντυπα περί συγκρότησης ομάδας υπό τον Γεν. Γραμματέα κ. Γκλέτσο, δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως ανακριβείς.
Ακολούθησε, στις αρχές Ιουνίου, η θύελλα δημοσιευμάτων και γνωμοδοτήσεων εγκρίτων νομικών[6], και ο νέος γύρος αντεγκλήσεων στους κόλπους της ιεραρχίας, αλλά και στους δικαστικούς, βουλευτικούς, και, γενικότερα, πολιτικούς κύκλους, που πυροδοτήθηκαν από τους περίφημους «γάμους ομοφύλων» που τελέστηκαν από τον δήμαρχο Τήλου. Η ΕΕΔΑ δεν έκρινε σκόπιμο να τοποθετηθεί έναντι αυτών των αντιπαραθέσεων και διαξιφισμών.
Μέσα σε κλίμα επαπειλούμενων πειθαρχικών και ποινικών διώξεων για παράβαση καθήκοντος, και ερμηνευτικών ασαφειών και συγχύσεων περί του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, απεστάλη στην ΕΕΔΑ (27/5/2008), η νέα μορφή του Σ/Ν, στο οποίο, μετά από το Πρώτο Κεφάλαιο περί «Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης», είχε προστεθεί ένα Κεφάλαιο Δεύτερο περί «Τροποποίησης διατάξεων του αστικού κώδικα για την υιοθεσία, το διαζύγιο, το επώνυμο των συζύγων και τη γονική μέριμνα».
ΙΙ. Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με το Νομοσχέδιο
Δεν διευκρινίζεται, και είναι πάντως ακατανόητος, ο λόγος για τον οποίο το Σ/Ν συνδυάζει την εισαγωγή νέας μορφής ρυθμιζόμενης συμβίωσης με την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του οικογενειακού δικαίου, κάτω από τον ίδιο τίτλο «Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί και την Κοινωνία», χωρίς μάλιστα να εντάσσονται στον ΑΚ οι σχετικές με το Σύμφωνο ρυθμίσεις που ανήκουν στην ύλη του αστικού δικαίου, όπως θα ήταν ορθό νομοτεχνικά και για τη δημιουργία ασφάλειας δικαίου.
Σοβαρές απορίες επίσης δημιουργεί η εσπευσμένη, αποσπασματική και πολύ ελλιπώς αιτιολογούμενη τροποποίηση διατάξεων του οικογενειακού δικαίου, και ιδίως εκείνων που αφορούν τη γονική μέριμνα, χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με αρμόδιους φορείς και επιστήμονες και ενδελεχής μελέτη και αξιολόγηση της λειτουργίας στην πράξη των ρυθμίσεων, που θεσπίσθηκαν εδώ και 25 χρόνια, μετά μακρόχρονη και εμπεριστατωμένη εργασία νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, που περιλάμβαναν πανεπιστημιακούς, δικαστές, δικηγόρους και εκπροσώπους των γυναικείων οργανώσεων, εγκρίθηκαν ομόφωνα από τη Βουλή και έτυχαν γενικής κοινωνικής αποδοχής.
ΙΙΙ. Γενικές παρατηρήσεις για το τμήμα της Αιτιολογικής Έκθεσης που αφορά το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης
Η ΕΕΔΑ επισημαίνει εξαρχής, ότι οι ρυθμίσεις του ΣΕΣ είναι ατελείς και αποσπασματικές και δεν δημιουργούν την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Δεν κατοχυρώνουν επαρκώς τα χαρακτηριζόμενα από την αιτιολογική έκθεση «αδύνατα μέρη», αλλά τουναντίον γεννούν εσφαλμένες εντυπώσεις και αβάσιμες προσδοκίες. Εξάλλου, εκπλήσσουν ορισμένες παράδοξες, αντιφατικές και απαξιωτικές αιτιολογίες των ρυθμίσεων του ΣΕΣ, που δεν συνάδουν με την υποχρέωση σεβασμού της αξίας και της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Ειδικότερα, σε γενικές γραμμές, την αιτιολογική έκθεση του Σ/Ν διακρίνει μια επαμφοτερίζουσα διάθεση απέναντι στις εισαγόμενες ρυθμίσεις, ενώ περιλαμβάνεται σειρά αξιολογικών χαρακτηρισμών που υποδηλώνουν την πρόσληψη του νομοθετήματος ως «υποδεέστερου» σε σχέση με αυτά που ρυθμίζουν τα του θρησκευτικού ή/και του πολιτικού γάμου. Είναι σαφής η πρόθεση των συντακτών να καθησυχάσουν ή/και να προλάβουν τα φοβικά ανακλαστικά μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη στο προοίμιο εγγράφεται πως «ασφαλώς η αξία του θρησκευτικού γάμου είναι και παραμένει μεγάλη και ασύγκριτη και μαζί με τον πολιτικό γάμο αποτελούν την καλύτερη επιλογή για τα ζευγάρια που θέλουν να δημιουργήσουν οικογένεια με όλες τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές εγγυήσεις και προστασίες», ενώ μετά από λίγες γραμμές σημειώνεται πως «το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης έχει σκοπό να ρυθμίσει, να περιορίσει και να θέσει σε νέες βάσεις τις συνέπειες αυτής της δυσάρεστης πραγματικότητας» (δηλαδή αυτής που, νωρίτερα, έχει περιγραφεί και αφορά το ότι οι άνθρωποι συμβιώνουν όλο και συχνότερα πριν συνάψουν γάμο και ότι γεννιούνται όλο και περισσότερα παιδιά εκτός γάμου. Επίσης παρέχεται η διαβεβαίωση πως αυτό το Σ/Ν «δεν ακολουθεί τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά νομοθετήματα σε ό,τι αφορά την ελεύθερη συμβίωση αλλά αντίθετα, οι δικές μας ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περισσότερες δικλείδες ασφαλείας και προστασίας».
Επίσης, η αιτιολογική έκθεση σημειώνει πως «το ποσοστό των γυναικών (sic) στη χώρα μας, που επιλέγουν να συμβιώσουν, έστω και μία φορά, στην ηλικιακή ομάδα 18-24, έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια». Δημιουργείται, εύλογα το ερώτημα γιατί επιλέγεται η ομάδα των γυναικών για να σημειωθεί η μεταστροφή των κοινωνικών συμπεριφορών, και η απορία, αφού αυτές οι γυναίκες συν-βιώνουν, με ποιόν -άραγε;- το πράττουν; Ακόμη, ενώ αναφέρεται πως η νομοθεσία άλλων ευρωπαϊκών χωρών αφορά τόσο την ετερόφυλη, όσο και την ομόφυλη συμβίωση, δεν αιτιολογείται γιατί το Σ/Ν αποκλείει την ομόφυλη συμβίωση.
Το μέρος της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρεται στον στόχο των διατάξεων, πιστό στο πνεύμα του προοιμίου, συνεχίζει τις συγκριτικές με τον θρησκευτικό -κυρίως- γάμο παρατηρήσεις. Το πλέον αξιοπρόσεκτο σημείο είναι αυτό που αξιολογεί το ΣΕΣ ως ένα νομοθέτημα που «θα ενεργήσει υπέρ του γάμου και ιδιαίτερα του θρησκευτικού» και που «οδηγεί τελικά πιο κοντά στην ιδέα του πραγματικά έγγαμου βίου, όπως έχει οδηγήσει ήδη η ιδέα του πολιτικού γάμου, στον θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τα στοιχεία. Δεν απομακρύνει από το γάμο, όπως φοβούνται ορισμένοι, αλλά διευκολύνει την προσέγγιση προς την ιδέα του γάμου. Μειώνει την απόσταση από τον γάμο». Είναι τουλάχιστον παράδοξος ο σχεδόν απολογητικός τόνος της έκθεσης, που προδίδει μειωτική αντιμετώπιση των εισαγόμενων ρυθμίσεων και των «αδύνατων μερών» της συμβίωσης, τα οποία χρειάζονται, κατά την Αιτιολογική ΄Εκθεση, προστασία, αλλά και του πολιτικού γάμου. Είναι ακατανόητη η επιχειρούμενη υποτίμηση του επί 25ετία υφιστάμενου θεσμού του πολιτικού γάμου, που θεσπίσθηκε με ομοφωνία όλων των πολιτικών παρατάξεων, ως μέτρο αναγκαίο για την κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων και την αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικών αναγκών;
Κατά τα λοιπά, η έκθεση υπογραμμίζει την άρση των κοινωνικών αδικιών που επιτυγχάνεται με τις επωφελείς για τα αδύναμα μέρη της σύμβασης ρυθμίσεις και τις διαφορές μεταξύ ΣΕΣ και γάμου.
Κατά την αιτιολογική έκθεση, το Σ/Ν «υλοποιεί…τον παιδευτικό ρόλο της Δικαιοσύνης στην κοινωνία». Η υλοποίηση αυτή είναι όμως ατελής, εφόσον δεν συμβάλλει στην ωρίμανση της κοινωνίας, αλλά εκφράζει ξεπερασμένες ηθικολογίες ή/και αποτιμήσεις ενός κακώς εννοούμενου πολιτικού κόστους, ασύμβατες με την αξία του ανθρώπου.
ΙΙΙ. Παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων διατάξεων
α. Η εξαίρεση της ομόφυλης συμβίωσης από τις ρυθμίσεις του Σ/Ν
Όπως προαναφέρθηκε, η ΕΕΔΑ, στην εισήγησή της προς τους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς, το 2004, είχε τονίσει την ανάγκη νομικής αναγνώρισης της ομόφυλης συμβίωσης, βάσει των αρχών του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, και απαγορεύουν τις διακρίσεις ως προς την πλήρη απόλαυση όλων των δικαιωμάτων, αστικών, πολιτισμικών, οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών.
Η εισήγηση της ΕΕΔΑ ανέφερε τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που σαφώς ή/και συνδυαστικά απαγορεύουν τις διακρίσεις σε βάρος των λεσβιών, ομοφυλοφίλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλς (ΛΟΑΤ) και παρέχουν επαρκές έρεισμα για την καθιέρωση Συμφώνου Συμβίωσης: άρθρα 2, 7 & 16 της Οικουμενικής Διακήρυξης ΔτΑ, άρθρα 8, 12 & 14 ΕΣΔΑ, 12ο Πρόσθετο στην ΕΣΔΑ Πρωτόκολλο, άρθρο 2 παρ. 1, άρθρο 17 παρ. 1 & 2, άρθρα 23 και 26 ΔΣΑΠΔ, άρθρο 2 παρ. 1 Σ, 4 παρ. 1 Σ, άρθρα 5 και 9 Σ, άρθρο 25 παρ. 1 Σ[7].. Πάντως, το ότι ο Έλληνας νομοθέτης εισάγει ένα νέο θεσμό, από τον οποίο αποκλείει την ομόφυλη συμβίωση συνιστά άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ευθέως αντίθετη με τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι ο γενετήσιος προσανατολισμός καλύπτεται από το άρθρο 14 ΕΣΔΑ,[8] και ότι «η έννοια της ‘οικογένειας’ δεν περιορίζεται σε σχέσεις βασισμένες στο γάμο αλλά περιλαμβάνει και άλλους de facto οικογενειακούς δεσμούς όταν τα μέρη ζουν μαζί εκτός γάμου».[9]
Η νομική κατοχύρωση της ομόφυλης συμβίωσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες[10], γίνεται με διάφορους τρόπους, ενώ σε αρκετές χώρες, συνυπάρχουν περισσότερες της μιας μορφές αναγνώρισης:
Ο γάμος : οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από τη νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών είναι ταυτόσημα με αυτά των ετερόφυλων (Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία).
Η αναγνωρισμένη συμβίωση (registered partnership): παρέχει κατ’ αρχήν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά με εξαιρέσεις. (Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σλοβενία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία).
Η καταχωρισμένη συγκατοίκηση (registered cohabitation): παρέχει συγκεκριμένα δικαιώματα στα άτομα που αποδεδειγμένα συμβιώνουν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα (Βέλγιο).
Νομικά κατοχυρωμένη συγκατοίκηση (unregistered cohabitation): πολύ περιορισμένος αριθμός δικαιωμάτων μετά από συγκατοίκηση ορισμένης χρονικής διάρκειας. (Αυστρία, Γαλλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία)
Καμία αναγνώριση: Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Ελλάδα, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία.
Ο νεοσυσταθείς Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA: Fundamental Rights Agency) της EE, σε πρόσφατη έκθεση για τις ισχύουσες ρυθμίσεις στα κράτη-μέλη, σημειώνει ότι η ισότιμη προστασία των ΛΟΑΤ παραμένει ανεκπλήρωτος στόχος για την ΕΕ, και υποστηρίζει την ανάγκη για βελτιώσεις σε όλα τα πεδία, με έμφαση στη νομική κατοχύρωση της ομόφυλης συμβίωσης, με όλες τις προεκτάσεις στο πεδίο ελεύθερης διακίνησης προσώπων, οικογενειακής επανένωσης, κλπ[11].
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, χάνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την άρση σημαντικού μέρους των διακρίσεων. Η ρύθμιση ήταν αναμενόμενη και αναγκαία κατεξοχήν για την ομόφυλη συμβίωση, αφού για την ετερόφυλη συμβίωση υπάρχουν ήδη εναλλακτικές μορφές κατοχύρωσης, πράγμα που καθιστά αβάσιμο και τον ισχυρισμό πως, αν η ρύθμιση συμπεριλάμβανε τις πρώτες, θα εβάλλετο ο «πυρήνας της ηθικής» των δεύτερων.
Παρά τα αιτήματα πλήθους φορέων, μεταξύ των οποίων και της ΕΕΔΑ, η πολιτεία επέλεξε την «κλιμακωτή» ρύθμιση (πρώτα της ετερόφυλης συμβίωσης και, ενδεχομένως στο απροσδιόριστο μέλλον, της ομόφυλης), με κίνδυνο παραπομπής στις γνωστές ελληνικές καλένδες.
Η ΕΕΔΑ ζητεί και πάλι την κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των ΛΟΑΤ και την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους βάσει των, υπερνομοθετικών κανόνων, που επιβάλλουν την εξάλειψη των στερεοτύπων, και των κοινωνικών προκαταλήψεων. Ήδη, μετά τη δημοσιοποίηση του Σ/Ν, τάχθηκαν υπέρ της νομικής κατοχύρωσης της ομόφυλης συμβίωσης πολυάριθμες οργανώσεις με κοινή δήλωση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
β. Άρθρο 1: Σύσταση
Δεν ορίζεται από πότε αρχίζει να ισχύει το ΣΕΣ, κι έτσι μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αρχίζει από την υπογραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου, πράγμα που δημιουργεί πλήρη ανασφάλεια δικαίου και, ενόψει των σοβαρών προσωπικών και περιουσιακών έννομων συνεπειών του ΣΕΣ, θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις συναλλαγές, τόσο για τους ίδιους τους συμβαλλόμενους στο ΣΕΣ όσο και για τους τρίτους, και θα οδηγήσει σε καταχρήσεις. Η καταχώριση στο ληξιαρχείο είναι η αναγκαία διατύπωση δημοσιότητας, από την οποία πρέπει να αρχίζει η ισχύς του ΣΕΣ.
Άρθρο 2: Προϋποθέσεις
Παράγραφος 1: Η παρ. 1 του άρθρου 2 ορίζει ότι «για τη σύναψη συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα». Καταρχήν, η ρύθμιση αυτή είναι ορθή, ειδικά όσον αφορά τους ανήλικους. Ωστόσο, εφόσον απαγορεύεται η σύναψη του ΣΕΣ σε άτομα που τελούν σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική, θεωρούμε ότι η διάταξη θέτει υπέρμετρους περιορισμούς.
Το άρθρο 1352 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση πλήρη ή μερική που περιλαμβάνει και το γάμο, συνάπτει γάμο μόνο με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Αν ο τελευταίος αρνείται να συναινέσει, το δικαστήριο μπορεί, αφού τον ακούσει, να δώσει την άδεια για τη σύναψη του γάμου, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατούμενου». Επιπλέον, το άρθρο 1373 ΑΚ προβλέπει ότι η ακυρότητα του γάμου που επέρχεται σε περίπτωση παραβίασης της ως άνω διάταξης (άρθρο 1372 ΑΚ) «αίρεται: [….] 4. αν, στην περίπτωση του άρθρου 1352, ο δικαστικός συμπαραστάτης, το δικαστήριο ή ο ίδιος ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός, εγκρίνει το γάμο». Έτσι, ο ΑΚ παρέχει τη δυνατότητα σύναψης γάμου ακόμα και σε άτομα που τους έχει αφαιρεθεί η συγκεκριμένη δικαιοπρακτική ικανότητα και μάλιστα προβλέπει και τη δυνατότητα άρσης της σχετικής ακυρότητας. Αφού λοιπόν, παρέχεται αυτή η δυνατότητα για τη σύναψη γάμου, που συνεπάγεται μεγαλύτερες, σε αριθμό αλλά και περιεχόμενο, έννομες συνέπειες σε σχέση με αυτές του ΣΕΣ και ενόψει του ότι η διαδικασία λύσης του γάμου είναι πιο πολύπλοκη και χρονοβόρα από τη λύση του ΣΕΣ, θεωρούμε ότι η προϋπόθεση της πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας είναι υπερβολική. Αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό αν ληφθεί υπόψη και το παράδοξο που δημιουργεί η ρύθμιση αυτή: άτομο που βρίσκεται σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση που περιλαμβάνει και το γάμο μπορεί να τελέσει γάμο με τη συναίνεση του συμπαραστάτη του, ενώ άτομο που βρίσκεται σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση που δεν περιλαμβάνει το γάμο, μπορεί να τελέσει γάμο αυτοβούλως, αλλά όχι να συνάψει ΣΕΣ. Γι’ αυτό, πρέπει στο άρθρο 2 παρ. 1 του Σ/Ν να προστεθεί δεύτερη παράγραφος που να παρέχει δυνατότητα σύναψης ΣΕΣ και στα άτομα που τελούν σε πλήρη ή μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση.
Παράγραφος 3: Η απόκλιση σχετικά με την πλάγια αγχιστεία συνιστά ορθή επιλογή δεδομένου ότι και για το γάμο καμία ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν καθιερώνει παρόμοιο κώλυμα.
δ. Άρθρο 4: Λύση
Η παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζει ότι το ΣΕΣ λύνεται είτε με συμφωνία των συμβαλλομένων, που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είτε με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στο άλλο μέρος. Παραλείπεται όμως η καταχώριση στο ληξιαρχικό βιβλίο, με την οποία θα ολοκληρωθεί το actus contrarius και θα επιτευχθεί η αναγκαία δημοσιότητα και συνακόλουθη ασφάλεια δικαίου.
Πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθεί ότι τόσο η συμφωνία όσο και η μονομερής δήλωση είναι ανίσχυρες αν δεν καταχωρισθούν στο ληξιαρχείο. Σε περίπτωση συμφωνίας, η λύση πρέπει να επέρχεται από την καταχώριση. Σε περίπτωση όμως μονομερούς δηλώσεως, είναι πολύ σκληρό για το άλλο μέρος να λύνεται το ΣΕΣ αμέσως με την καταχώριση. Γι’ αυτό, θα πρέπει η λύση να επέρχεται μετά πάροδο τριμήνου από την καταχώριση.
Επιπλέον, η παρ. 2 προβλέπει ορθά την αυτοδίκαιη λύση του ΣΕΣ αν συναφθεί γάμος μεταξύ των συμβαλλομένων, εφ’ όσον καθίσταται άνευ αντικειμένου με την τέλεση του γάμου αυτού.
Η παρ. 2 προβλέπει και την αυτοδίκαιη λύση του ΣΕΣ όταν ένας εκ των συμβαλλομένων τελέσει γάμο με τρίτο. Η ΕΕΔΑ θεωρεί ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ηθικής τάξεως, πρέπει να προβλεφθεί ότι αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γάμου καταχωρίζεται εκεί που έχει καταχωρισθεί το ΣΕΣ και κοινοποιείται στο άλλο μέρος του ΣΕΣ. Αυτό ανταποκρίνεται στον αναφερόμενο στην Αιτιολογική ΄Εκθεση του Σ/Ν στόχο του ΣΕΣ που είναι «να ρυθμίσει μία πραγματικότητα, να περιορίσει τις αρνητικές της συνέπειες και επιπτώσεις στην κοινωνία και να τις μετατρέψει σε υποχρεώσεις, να κάνει τους πολίτες περισσότερο υπεύθυνους ως προς τα θέματα και τα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από την κοινή τους συμβίωση».
Η αυτοδίκαιη λύση του ΣΕΣ χωρίς γνωστοποίησή της στο άλλο μέρος έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 288). Εφόσον δεν απαιτείται κοινοποίηση από τον συνάψαντα το ΣΕΣ του επερχόμενου γάμου του προς τον έτερο συμβαλλόμενο, ο τελευταίος δικαίως και καλόπιστα μπορεί να θεωρεί ότι το συναφθέν ΣΕΣ τελεί ακόμα σε ισχύ. Εξάλλου, η σύναψη γάμου ενός εκ των δύο συμβαλλομένων με τρίτο συνιστά κατά κάποιο τρόπο υπαναχώρηση από το σύμφωνο, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 390 ΑΚ πρέπει γίνεται με δήλωση αυτού που υπαναχωρεί προς το άλλο μέρος.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η σύναψη ΣΕΣ δεν περιβάλλεται με τη δημοσιότητα, η οποία προβλέπεται για την τέλεση του γάμου, η προτεινόμενη προσθήκη απαιτείται και για λόγους ηθικής τάξης έναντι του τρίτου, ο οποίος τελεί γάμο με έναν εκ των δύο συμβαλλομένων.
Επιπλέον, για την καλύτερη διατύπωση της διάταξης σκόπιμο θα ήταν να αντικατασταθεί η φράση «στον άλλο» με τη φράση «στο άλλο μέρος» ή «στον αντισυμβαλλόμενό του».
ε. Άρθρο 6: Περιουσιακές σχέσεις
Το άρθρο 6 ρυθμίζει τα των περιουσιακών σχέσεων των συμβαλλομένων παρέχοντας τους τη δυνατότητα να ρυθμίσουν με το συστατικό της ελεύθερης συμβίωσης συμβολαιογραφικό έγγραφο και την τύχη των περιουσιακών τους στοιχείων που θα αποκτηθούν από τον έναν ή από τον άλλο κατά τη διάρκεια του ΣΕΣ (αποκτήματα). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ωστόσο, «σχετικές συμφωνίες που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο συμβολαιογραφικό συστατικό σύμφωνο, είναι άκυρες είτε γίνουν παράλληλα, είτε μετά τη σύναψη του συμφώνου». Στο σημείο αυτό ο νομοθέτης θέτει σοβαρούς περιορισμούς στη δυνατότητα των συμβαλλομένων να ρυθμίζουν τις περιουσιακές τους σχέσεις και σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς μάλιστα να αιτιολογεί αυτή του την επιλογή.
Οι συμβαλλόμενοι για διάφορους λόγους μπορεί να επιθυμούν να προβούν στη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων όχι κατά τη σύσταση του ΣΕΣ αλλά σε κάποια ύστερη φάση, σύμφωνα και με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ή να τροποποιήσουν υφιστάμενη συμφωνία τους. Ο νομοθέτης, λοιπόν, θα πρέπει να τους παρέχει αυτή τη δυνατότητα μέσω της σύνταξης συμβολαιογραφικής πράξης τροποποιητικής ή συμπληρωματικής της αρχικής συστατικής του ΣΕΣ πράξης και καταχώρισής της στο ληξιαρχικό βιβλίο.
Επιπλέον, ενώ η διάταξη αναφέρεται στο ζήτημα των αποκτημάτων και προβλέπει ότι αν δεν υπάρχει συμφωνία, το κάθε μέρος έχει μετά τη λύση του ΣΕΣ σχετική αξίωση κατά του άλλου, δεν προβλέπει τίποτα σχετικά με την κατανομή των κοινών κινητών και τη ρύθμιση της χρήσης της κοινής στέγης. Προς ρύθμιση και αυτών των ζητημάτων η ΕΕΔΑ προτείνει να προβλέπει το άρθρο 6 την αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1393 και 1394 του ΑΚ.
στ. Άρθρο 7: Διατροφή μετά τη λύση
Το άρθρο 7 ρυθμίζει τα της διατροφής μετά τη λύση του ΣΕΣ. Η ΕΕΔΑ έχει να παρατηρήσει τα εξής προβληματικά σημεία:
Α) Το Σ/Ν στο άρθρο 7 παρ. 1 προβλέπει ότι στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο καταρτίζεται το σύμφωνο, μπορεί να περιέχεται συμφωνία σχετικά με την υποχρέωση διατροφής μετά τη λύση του ΣΕΣ στην περίπτωση που υπάρχει αδυναμία αυτοδιατροφής ενός εκ των συμβαλλομένων. Ωστόσο, ο νόμος αλλά ούτε και η αιτιολογική έκθεση καθιστούν σαφές αν μπορεί να υπάρξει αξίωση για διατροφή μετά τη λύση του ΣΕΣ στην περίπτωση που δεν έχει γίνει σχετική πρόβλεψη στη συμβολαιογραφική πράξη σύναψης του ΣΕΣ. Επιπλέον, το γεγονός ότι απαιτείται από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη σύναψη του ΣΕΣ, η οποία συνιστά για ορισμένους την επισημοποίηση της σχέσης τους, να συμφωνήσουν και τα της λύσης του, είναι σαν να προεξοφλείται ότι αυτή θα υπάρχει. Όπως, άλλωστε χαρακτηριστικά έχει πει και ο καθηγητής Παπαχρίστου «Η ‘χαλαρότητα’ του συμφώνου που αφορά την ευκολία της λύσης του, δε συνεπάγεται αναγκαστικά και ‘χαλαρότητα’ του οικογενειακού δεσμού»[12]. Συνεπώς, η ΕΕΔΑ θεωρεί ότι οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ που ρυθμίζουν τη διατροφή μετά το διαζύγιο (1442-1445 ΑΚ) θα πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικά στην περίπτωση ατόμων που έχουν συνάψει ΣΕΣ μετά τη λύση του.
Β) Σύμφωνα με το Σ/Ν η συμφωνία περί διατροφής δε θα ισχύει στην περίπτωση αυτοδίκαιης λύσης του ΣΕΣ. Όσον αφορά την αυτοδίκαιη λύση λόγω γάμου των συμβαλλομένων μερών η ρύθμιση είναι απολύτως λογική, αφού σε περίπτωση λύσης του γάμου θα εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις του οικογενειακού δικαίου.
Η συμφωνία διατροφής μετά τη λύση του ΣΕΣ προβλέπεται προφανώς ενόψει του ενδεχόμενου της λύσης του και των αναγκών που μπορεί να προκύψουν από αυτή τη λύση. Ο τρόπος λύσης του ΣΕΣ (είτε με συμφωνία, είτε μονομερώς, είτε αυτοδικαίως) δε μεταβάλλει ωστόσο τις προκύπτουσες ανάγκες. Η αδυναμία αυτοδιατροφής που μπορεί να συντρέχει στο πρόσωπο ενός εκ των συμβαλλομένων δεν εξαρτάται από τον τρόπο λύσης του ΣΕΣ. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης παραβιάζει την αρχή της ισότητας αφού η ίδια κατάσταση –η αδυναμία αυτοδιατροφής ενός εκ των συμβαλλομένων – ρυθμίζεται με διαφορετικό τρόπο αναλόγως με τον τρόπο λύσης του ΣΕΣ. Μάλιστα, ο νομοθέτης προκρίνει μία τέτοια λύση τη στιγμή που ο ίδιος στο άρθρο 7 παρ. 4 αναγνωρίζει ότι ο δικαιούχος διατροφής από το ΣΕΣ συμπορεύεται, ως προς το δικαίωμα διατροφής, με τον διαζευγμένο σύζυγο του υπόχρεου. Συνεπώς η συμφωνία διατροφής θα πρέπει να διατηρεί την ισχύ της ανεξαρτήτως του τρόπου λύσης του ΣΕΣ.
ζ. Άρθρο 8: Τεκμήριο πατρότητας
Το άρθρο 8, που προβλέπει μαχητό τεκμήριο πατρότητας και ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 1466 επ. ΑΚ και 614 επ. ΚΠολΔ περί προσβολής πατρότητας, δεν προστατεύει επαρκώς τα παιδιά. Για να αποφευχθούν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την ΕΣΔΑ διακρίσεις λόγω γέννησης[13], πρέπει να αντικατασταθεί με διάταξη που να προβλέπει, κατ’αναλογία όσων ισχύουν σε περίπτωση γάμου (άρθρα 1473, 1382 ΑΚ), ότι «τα τέκνα που γεννήθηκαν από τα συμβαλλόμενα με το σύμφωνο πρόσωπα, είτε πριν είτε μετά τη σύναψη του συμφώνου, εξομοιώνονται ως προς όλα με τέκνα γεννημένα σε γάμο και διατηρούν την ιδιότητα αυτή και μετά τη με οποιοδήποτε τρόπο λύση του συμφώνου ή την ακύρωσή του».
Ο νομοθέτης πρέπει επίσης να προβλέψει ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 1455 επ. ΑΚ για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή και του άρθρου 1465 ΑΚ για τη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Το άρθρο 1456 ΑΚ προβλέπει ότι «αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο». Αφού αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκτησης τέκνων με τεχνητή γονιμοποίηση, ακόμη και μεταθανάτια, από ζευγάρια που ζουν σε ελεύθερη ένωση, θα πρέπει να επεκταθεί η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και στα άτομα που έχουν συνάψει ΣΕΣ.
Η. Άρθρο 9: Επώνυμο τέκνων
Το άρθρο 9 ρυθμίζει το επώνυμο των τέκνων κινούμενο στην απολύτως σωστή κατεύθυνση και στη βάση της ισότητας των δύο φύλων, αφού προβλέπει ότι σε περίπτωση που οι γονείς δεν έχουν επιλέξει κατά τη σύναψη του ΣΕΣ επώνυμο για τα τέκνα τους, τότε αυτά θα έχουν σύνθετο επώνυμο αποτελούμενο από τα επώνυμα και των δύο γονέων τους. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τη αιτιολογική έκθεση προκρίθηκε η συγκεκριμένη λύση καθώς «μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 116 παρ. 2 Σ, που προέβλεπε τη δυνατότητα αποκλίσεων από τη συνταγματική αρχή της ισονομίας των φύλων για ‘αποχρώντες λόγους’, η προτίμηση του επωνύμου του πατέρα δεν έχει πλέον συνταγματικό έρεισμα.» Η ΕΕΔΑ συμφωνεί απολύτως με τη διατύπωση της ως άνω διάταξης και με αφορμή την επικείμενη αναθεώρηση διατάξεων του οικογενειακού δικαίου θα ήθελε να προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 1505 ΑΚ που αφορά το επώνυμο τέκνων γεννημένα σε γάμο έτσι ώστε να μη λαμβάνουν αυτομάτως το επώνυμο του πατέρα σε περίπτωση παράλειψης δήλωσης επωνύμου από την πλευρά των γονέων. Η συγκεκριμένη διάταξη στερείται πλέον συνταγματικού ερείσματος, γεγονός που αναγνωρίζει εμμέσως και η ίδια αιτιολογική έκθεση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου.
Θ. Άρθρο 11: Κληρονομικό δικαίωμα
Το άρθρο 11 ορίζει ότι ο/η σύντροφος του εκλιπόντος έχει κληρονομικό δικαίωμα που ανέρχεται στο 1/6 της κληρονομίας αν συντρέχει με κληρονόμους πρώτης τάξης και στο 1/3 αν συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων. Το άρθρο 1820 ΑΚ ορίζει τα ως άνω ποσοστά για το σύζυγο που επιζεί σε 1/4 και 1/2 αντίστοιχα ενώ υπάρχει και πρόβλεψη για τα οικιακά αντικείμενα. Δε φαίνεται να υπάρχει σοβαρό έρεισμα για τις ως άνω διαφοροποιήσεις. Ναι μεν το επιχείρημα περί χαλαρότερης μορφής της ελεύθερης συμβίωσης σε σχέση με το γάμο ισχύει, αλλά και η όποια διαφοροποίηση θα πρέπει να εξυπηρετεί κάποια ανάγκη ή σκοπιμότητα που να συνδέεται με αυτή τη χαλαρή μορφή. Αποκλίσεις που απλώς επιλέγονται για να επισημάνουν τη διαφορά με τον τύπο της σύμβασης του γάμου και να προτάξουν τον τελευταίο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Ως εκ τούτου η ΕΕΔΑ κρίνει ότι η διάταξη πρέπει να τροποποιηθεί ώστε το κληρονομικό δικαίωμα του/της συντρόφου του εκλιπόντος να ανέρχεται στο 1/5 της κληρονομίας αν συντρέχει με κληρονόμους πρώτης τάξης και στο 1/2 αν συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων.
Ι. H απάλειψη του άρθρου περί ανάλογης εφαρμογής (πρώην άρθρο 12)
Κατάπληξη προκαλεί η απάλειψη από το τελικό Σ/Ν του άρθρου περί ανάλογης εφαρμογής διατάξεων δημοσιοϋπαλληλικού, εργατικού, ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού δικαίου που αναφέρονται σε συζύγους και στα πρόσωπα που έχουν συνάψει ΣΕΣ, την οποία προέβλεπε το αρχικό Σ/Ν στο άρθρο 12 που κοινοποιήθηκε στην ΕΕΔΑ. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στην εισαγωγή, σχετικά με το ζήτημα της ανάλογης εφαρμογής αναφέρεται ότι: «Μπορεί να εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του εργατικού, ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού και δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, που αναφέρονται σε συζύγους, ώστε να μην υπάρχει άνιση (και, συνεπώς, άδικη και ανεπιεικής) νομική μεταχείριση των προσώπων, τα οποία συμβιώνουν μεν εκτός γάμου αλλά ουσιαστικά ζουν, υπό συνθήκες έγγαμης συμβίωσης και το μόνο στοιχείο που λείπει είναι η τυπική σύναψη του γάμου». Δε μπορεί, λοιπόν, παρά να προκαλέσει απορία η απόφαση για απάλειψη της σχετικής διάταξης τη στιγμή που την αναγκαιότητά της υπογραμμίζει η ίδια η Αιτιολογική Έκθεση..
Η ΕΕΔΑ θεωρεί απαραίτητη την επαναφορά του ως άνω άρθρου στο Σ/Ν. Επιπλέον προτείνει να ορίζεται ότι οι ως άνω οριζόμενες διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και στα πρόσωπα που έχουν συνάψει ΣΕΣ, εφόσον τούτο έχει διαρκέσει επί δύο συνεχή έτη, τουλάχιστον. Ο περιορισμός αυτός αποσκοπεί σε πρόληψη εικονικών ΣΕΣ.
Ι. Ιστορικό
Η ΕΕΔΑ, με αφορμή την δημόσια συζήτηση σχετικά με το Σ/Ν περί Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης[2] (εφεξής ΣΕΣ) και τις απόψεις που διατυπώνονταν σε υψηλούς τόνους από πολιτικούς, εκκλησιαστικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς περί τα τέλη Μαρτίου του 2008, έκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει στους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς τις ήδη, από τον Δεκέμβριο του 2004, διατυπωμένες θέσεις και προτάσεις της[3] για τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την νομική αναγνώριση της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Έτσι, στις 26/3/2008 ο Πρόεδρος της Επιτροπής απηύθυνε επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώ εκδόθηκε και σχετικό Δελτίο Τύπου[4]. Στην πρώτη μεταξύ σειράς προτάσεων, η ΕΕΔΑ υποστήριζε «την νομική αναγνώριση της πραγματικής συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, ούτως ώστε να αρθούν οι δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους σε κληρονομικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό, προνοιακό και εργασιακό επίπεδο». Παράλληλα, η Επιτροπή είχε προτείνει την «σύσταση Ομάδας Εργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία θα διερευνήσει όλες τις όψεις αυτής της αναγνώρισης, αξιοποιώντας την υπάρχουσα διεθνή πρακτική και το υφιστάμενο εγχώριο νομικό πλαίσιο, και προσμετρώντας τις τοποθετήσεις μιας σειράς φορέων που μπορούν να συνεισφέρουν προς την κατεύθυνση του αποτελεσματικού χειρισμού του ζητήματος».
Μέσω της επιστολής της προς τον Υπουργό, η Εθνική Επιτροπή κάλεσε την Πολιτεία να επανεξετάσει τις προτεινόμενες ρυθμίσεις στο πνεύμα της σκοπούμενης ισοπολιτείας και της εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες, ενώ προανήγγειλε την πρόθεσή της να καταθέσει τις παρατηρήσεις και συστάσεις της για την νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία στους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς, όπως υπαγορεύεται από τον θεσμικό της ρόλο. Είχε επισημάνει ήδη από τότε, το ότι η μη συμπερίληψη των ζευγαριών ιδίου φύλου στις ρυθμίσεις του εν λόγω Σ/Ν, αποτελεί αδυναμία του όλου εγχειρήματος, καθώς αφενός δεν αντιμετωπίζονται πραγματικές και διαπιστωμένες κοινωνικές ανάγκες, και αφετέρου παραλείπεται η συμμόρφωση προς σειρά δεσμευτικών και για την χώρα μας ρυθμίσεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Στην συνέχεια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε Δελτίο Τύπου (28/3/2008), μέσω του οποίου κοινοποιείται απαντητική προς την ΕΕΔΑ επιστολή, όπου ο Υπουργός κ. Χατζηγάκης δηλώνει αφενός ότι «δεν υπάρχει καμία πρόθεση του Υπουργείου να συμπεριφερθεί με βάση αποκλεισμούς και διακρίσεις προς οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα», και αφετέρου, ότι αποδέχεται την πρόταση να συσταθεί ομάδα εργασίας που θα διερευνήσει όλες τις όψεις της νομοθετικής ρύθμισης της ομόφυλης συμβίωσης .
Η ΕΕΔΑ ανταπάντησε με Δελτίο Τύπου (1/4/2008)[5], και νέα επιστολή προς τον Υπουργό, στην οποία υπογράμμισε την ανάγκη προσδιορισμού των χρονικών ορίων μέσα στα οποία θα πρέπει να ολοκληρώσει και να καταθέσει τις προτάσεις της η ομάδα εργασίας της οποίας την σύσταση ανήγγειλε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, όπως επίσης και την ανάγκη συμμετοχής στη διαδικασία αυτή των ατόμων που αφορούν οι νέες ρυθμίσεις, ώστε να ληφθούν υπ’ όψιν οι θέσεις και προτάσεις τους. Τέλος, επανέλαβε την εκτίμησή της ότι η συνολική νομική επεξεργασία των θεμάτων που αφορούν την ελεύθερη συμβίωση τόσο των ετερόφυλων όσο και των ομόφυλων προλαμβάνει την εισαγωγή διακρίσεων, η οποία πέραν της ουσιαστικής της βαρύτητας, αντιβαίνει και σε διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας.
Επισημαίνεται ότι, από τις αρχές Απριλίου έως σήμερα, δεν έχει υπάρξει καμία ενημέρωση από το Υπουργείο προς την ΕΕΔΑ σχετικά με το θέμα της ομάδας εργασίας, οπότε οι πληροφορίες που διέρρευσαν σε έντυπα περί συγκρότησης ομάδας υπό τον Γεν. Γραμματέα κ. Γκλέτσο, δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως ανακριβείς.
Ακολούθησε, στις αρχές Ιουνίου, η θύελλα δημοσιευμάτων και γνωμοδοτήσεων εγκρίτων νομικών[6], και ο νέος γύρος αντεγκλήσεων στους κόλπους της ιεραρχίας, αλλά και στους δικαστικούς, βουλευτικούς, και, γενικότερα, πολιτικούς κύκλους, που πυροδοτήθηκαν από τους περίφημους «γάμους ομοφύλων» που τελέστηκαν από τον δήμαρχο Τήλου. Η ΕΕΔΑ δεν έκρινε σκόπιμο να τοποθετηθεί έναντι αυτών των αντιπαραθέσεων και διαξιφισμών.
Μέσα σε κλίμα επαπειλούμενων πειθαρχικών και ποινικών διώξεων για παράβαση καθήκοντος, και ερμηνευτικών ασαφειών και συγχύσεων περί του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, απεστάλη στην ΕΕΔΑ (27/5/2008), η νέα μορφή του Σ/Ν, στο οποίο, μετά από το Πρώτο Κεφάλαιο περί «Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης», είχε προστεθεί ένα Κεφάλαιο Δεύτερο περί «Τροποποίησης διατάξεων του αστικού κώδικα για την υιοθεσία, το διαζύγιο, το επώνυμο των συζύγων και τη γονική μέριμνα».
ΙΙ. Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με το Νομοσχέδιο
Δεν διευκρινίζεται, και είναι πάντως ακατανόητος, ο λόγος για τον οποίο το Σ/Ν συνδυάζει την εισαγωγή νέας μορφής ρυθμιζόμενης συμβίωσης με την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του οικογενειακού δικαίου, κάτω από τον ίδιο τίτλο «Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί και την Κοινωνία», χωρίς μάλιστα να εντάσσονται στον ΑΚ οι σχετικές με το Σύμφωνο ρυθμίσεις που ανήκουν στην ύλη του αστικού δικαίου, όπως θα ήταν ορθό νομοτεχνικά και για τη δημιουργία ασφάλειας δικαίου.
Σοβαρές απορίες επίσης δημιουργεί η εσπευσμένη, αποσπασματική και πολύ ελλιπώς αιτιολογούμενη τροποποίηση διατάξεων του οικογενειακού δικαίου, και ιδίως εκείνων που αφορούν τη γονική μέριμνα, χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με αρμόδιους φορείς και επιστήμονες και ενδελεχής μελέτη και αξιολόγηση της λειτουργίας στην πράξη των ρυθμίσεων, που θεσπίσθηκαν εδώ και 25 χρόνια, μετά μακρόχρονη και εμπεριστατωμένη εργασία νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, που περιλάμβαναν πανεπιστημιακούς, δικαστές, δικηγόρους και εκπροσώπους των γυναικείων οργανώσεων, εγκρίθηκαν ομόφωνα από τη Βουλή και έτυχαν γενικής κοινωνικής αποδοχής.
ΙΙΙ. Γενικές παρατηρήσεις για το τμήμα της Αιτιολογικής Έκθεσης που αφορά το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης
Η ΕΕΔΑ επισημαίνει εξαρχής, ότι οι ρυθμίσεις του ΣΕΣ είναι ατελείς και αποσπασματικές και δεν δημιουργούν την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Δεν κατοχυρώνουν επαρκώς τα χαρακτηριζόμενα από την αιτιολογική έκθεση «αδύνατα μέρη», αλλά τουναντίον γεννούν εσφαλμένες εντυπώσεις και αβάσιμες προσδοκίες. Εξάλλου, εκπλήσσουν ορισμένες παράδοξες, αντιφατικές και απαξιωτικές αιτιολογίες των ρυθμίσεων του ΣΕΣ, που δεν συνάδουν με την υποχρέωση σεβασμού της αξίας και της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Ειδικότερα, σε γενικές γραμμές, την αιτιολογική έκθεση του Σ/Ν διακρίνει μια επαμφοτερίζουσα διάθεση απέναντι στις εισαγόμενες ρυθμίσεις, ενώ περιλαμβάνεται σειρά αξιολογικών χαρακτηρισμών που υποδηλώνουν την πρόσληψη του νομοθετήματος ως «υποδεέστερου» σε σχέση με αυτά που ρυθμίζουν τα του θρησκευτικού ή/και του πολιτικού γάμου. Είναι σαφής η πρόθεση των συντακτών να καθησυχάσουν ή/και να προλάβουν τα φοβικά ανακλαστικά μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη στο προοίμιο εγγράφεται πως «ασφαλώς η αξία του θρησκευτικού γάμου είναι και παραμένει μεγάλη και ασύγκριτη και μαζί με τον πολιτικό γάμο αποτελούν την καλύτερη επιλογή για τα ζευγάρια που θέλουν να δημιουργήσουν οικογένεια με όλες τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές εγγυήσεις και προστασίες», ενώ μετά από λίγες γραμμές σημειώνεται πως «το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης έχει σκοπό να ρυθμίσει, να περιορίσει και να θέσει σε νέες βάσεις τις συνέπειες αυτής της δυσάρεστης πραγματικότητας» (δηλαδή αυτής που, νωρίτερα, έχει περιγραφεί και αφορά το ότι οι άνθρωποι συμβιώνουν όλο και συχνότερα πριν συνάψουν γάμο και ότι γεννιούνται όλο και περισσότερα παιδιά εκτός γάμου. Επίσης παρέχεται η διαβεβαίωση πως αυτό το Σ/Ν «δεν ακολουθεί τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά νομοθετήματα σε ό,τι αφορά την ελεύθερη συμβίωση αλλά αντίθετα, οι δικές μας ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περισσότερες δικλείδες ασφαλείας και προστασίας».
Επίσης, η αιτιολογική έκθεση σημειώνει πως «το ποσοστό των γυναικών (sic) στη χώρα μας, που επιλέγουν να συμβιώσουν, έστω και μία φορά, στην ηλικιακή ομάδα 18-24, έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια». Δημιουργείται, εύλογα το ερώτημα γιατί επιλέγεται η ομάδα των γυναικών για να σημειωθεί η μεταστροφή των κοινωνικών συμπεριφορών, και η απορία, αφού αυτές οι γυναίκες συν-βιώνουν, με ποιόν -άραγε;- το πράττουν; Ακόμη, ενώ αναφέρεται πως η νομοθεσία άλλων ευρωπαϊκών χωρών αφορά τόσο την ετερόφυλη, όσο και την ομόφυλη συμβίωση, δεν αιτιολογείται γιατί το Σ/Ν αποκλείει την ομόφυλη συμβίωση.
Το μέρος της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρεται στον στόχο των διατάξεων, πιστό στο πνεύμα του προοιμίου, συνεχίζει τις συγκριτικές με τον θρησκευτικό -κυρίως- γάμο παρατηρήσεις. Το πλέον αξιοπρόσεκτο σημείο είναι αυτό που αξιολογεί το ΣΕΣ ως ένα νομοθέτημα που «θα ενεργήσει υπέρ του γάμου και ιδιαίτερα του θρησκευτικού» και που «οδηγεί τελικά πιο κοντά στην ιδέα του πραγματικά έγγαμου βίου, όπως έχει οδηγήσει ήδη η ιδέα του πολιτικού γάμου, στον θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τα στοιχεία. Δεν απομακρύνει από το γάμο, όπως φοβούνται ορισμένοι, αλλά διευκολύνει την προσέγγιση προς την ιδέα του γάμου. Μειώνει την απόσταση από τον γάμο». Είναι τουλάχιστον παράδοξος ο σχεδόν απολογητικός τόνος της έκθεσης, που προδίδει μειωτική αντιμετώπιση των εισαγόμενων ρυθμίσεων και των «αδύνατων μερών» της συμβίωσης, τα οποία χρειάζονται, κατά την Αιτιολογική ΄Εκθεση, προστασία, αλλά και του πολιτικού γάμου. Είναι ακατανόητη η επιχειρούμενη υποτίμηση του επί 25ετία υφιστάμενου θεσμού του πολιτικού γάμου, που θεσπίσθηκε με ομοφωνία όλων των πολιτικών παρατάξεων, ως μέτρο αναγκαίο για την κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων και την αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικών αναγκών;
Κατά τα λοιπά, η έκθεση υπογραμμίζει την άρση των κοινωνικών αδικιών που επιτυγχάνεται με τις επωφελείς για τα αδύναμα μέρη της σύμβασης ρυθμίσεις και τις διαφορές μεταξύ ΣΕΣ και γάμου.
Κατά την αιτιολογική έκθεση, το Σ/Ν «υλοποιεί…τον παιδευτικό ρόλο της Δικαιοσύνης στην κοινωνία». Η υλοποίηση αυτή είναι όμως ατελής, εφόσον δεν συμβάλλει στην ωρίμανση της κοινωνίας, αλλά εκφράζει ξεπερασμένες ηθικολογίες ή/και αποτιμήσεις ενός κακώς εννοούμενου πολιτικού κόστους, ασύμβατες με την αξία του ανθρώπου.
ΙΙΙ. Παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων διατάξεων
α. Η εξαίρεση της ομόφυλης συμβίωσης από τις ρυθμίσεις του Σ/Ν
Όπως προαναφέρθηκε, η ΕΕΔΑ, στην εισήγησή της προς τους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς, το 2004, είχε τονίσει την ανάγκη νομικής αναγνώρισης της ομόφυλης συμβίωσης, βάσει των αρχών του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, και απαγορεύουν τις διακρίσεις ως προς την πλήρη απόλαυση όλων των δικαιωμάτων, αστικών, πολιτισμικών, οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών.
Η εισήγηση της ΕΕΔΑ ανέφερε τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που σαφώς ή/και συνδυαστικά απαγορεύουν τις διακρίσεις σε βάρος των λεσβιών, ομοφυλοφίλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλς (ΛΟΑΤ) και παρέχουν επαρκές έρεισμα για την καθιέρωση Συμφώνου Συμβίωσης: άρθρα 2, 7 & 16 της Οικουμενικής Διακήρυξης ΔτΑ, άρθρα 8, 12 & 14 ΕΣΔΑ, 12ο Πρόσθετο στην ΕΣΔΑ Πρωτόκολλο, άρθρο 2 παρ. 1, άρθρο 17 παρ. 1 & 2, άρθρα 23 και 26 ΔΣΑΠΔ, άρθρο 2 παρ. 1 Σ, 4 παρ. 1 Σ, άρθρα 5 και 9 Σ, άρθρο 25 παρ. 1 Σ[7].. Πάντως, το ότι ο Έλληνας νομοθέτης εισάγει ένα νέο θεσμό, από τον οποίο αποκλείει την ομόφυλη συμβίωση συνιστά άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ευθέως αντίθετη με τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι ο γενετήσιος προσανατολισμός καλύπτεται από το άρθρο 14 ΕΣΔΑ,[8] και ότι «η έννοια της ‘οικογένειας’ δεν περιορίζεται σε σχέσεις βασισμένες στο γάμο αλλά περιλαμβάνει και άλλους de facto οικογενειακούς δεσμούς όταν τα μέρη ζουν μαζί εκτός γάμου».[9]
Η νομική κατοχύρωση της ομόφυλης συμβίωσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες[10], γίνεται με διάφορους τρόπους, ενώ σε αρκετές χώρες, συνυπάρχουν περισσότερες της μιας μορφές αναγνώρισης:
Ο γάμος : οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από τη νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών είναι ταυτόσημα με αυτά των ετερόφυλων (Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία).
Η αναγνωρισμένη συμβίωση (registered partnership): παρέχει κατ’ αρχήν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά με εξαιρέσεις. (Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σλοβενία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία).
Η καταχωρισμένη συγκατοίκηση (registered cohabitation): παρέχει συγκεκριμένα δικαιώματα στα άτομα που αποδεδειγμένα συμβιώνουν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα (Βέλγιο).
Νομικά κατοχυρωμένη συγκατοίκηση (unregistered cohabitation): πολύ περιορισμένος αριθμός δικαιωμάτων μετά από συγκατοίκηση ορισμένης χρονικής διάρκειας. (Αυστρία, Γαλλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία)
Καμία αναγνώριση: Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Ελλάδα, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία.
Ο νεοσυσταθείς Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA: Fundamental Rights Agency) της EE, σε πρόσφατη έκθεση για τις ισχύουσες ρυθμίσεις στα κράτη-μέλη, σημειώνει ότι η ισότιμη προστασία των ΛΟΑΤ παραμένει ανεκπλήρωτος στόχος για την ΕΕ, και υποστηρίζει την ανάγκη για βελτιώσεις σε όλα τα πεδία, με έμφαση στη νομική κατοχύρωση της ομόφυλης συμβίωσης, με όλες τις προεκτάσεις στο πεδίο ελεύθερης διακίνησης προσώπων, οικογενειακής επανένωσης, κλπ[11].
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, χάνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την άρση σημαντικού μέρους των διακρίσεων. Η ρύθμιση ήταν αναμενόμενη και αναγκαία κατεξοχήν για την ομόφυλη συμβίωση, αφού για την ετερόφυλη συμβίωση υπάρχουν ήδη εναλλακτικές μορφές κατοχύρωσης, πράγμα που καθιστά αβάσιμο και τον ισχυρισμό πως, αν η ρύθμιση συμπεριλάμβανε τις πρώτες, θα εβάλλετο ο «πυρήνας της ηθικής» των δεύτερων.
Παρά τα αιτήματα πλήθους φορέων, μεταξύ των οποίων και της ΕΕΔΑ, η πολιτεία επέλεξε την «κλιμακωτή» ρύθμιση (πρώτα της ετερόφυλης συμβίωσης και, ενδεχομένως στο απροσδιόριστο μέλλον, της ομόφυλης), με κίνδυνο παραπομπής στις γνωστές ελληνικές καλένδες.
Η ΕΕΔΑ ζητεί και πάλι την κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των ΛΟΑΤ και την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους βάσει των, υπερνομοθετικών κανόνων, που επιβάλλουν την εξάλειψη των στερεοτύπων, και των κοινωνικών προκαταλήψεων. Ήδη, μετά τη δημοσιοποίηση του Σ/Ν, τάχθηκαν υπέρ της νομικής κατοχύρωσης της ομόφυλης συμβίωσης πολυάριθμες οργανώσεις με κοινή δήλωση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
β. Άρθρο 1: Σύσταση
Δεν ορίζεται από πότε αρχίζει να ισχύει το ΣΕΣ, κι έτσι μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αρχίζει από την υπογραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου, πράγμα που δημιουργεί πλήρη ανασφάλεια δικαίου και, ενόψει των σοβαρών προσωπικών και περιουσιακών έννομων συνεπειών του ΣΕΣ, θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις συναλλαγές, τόσο για τους ίδιους τους συμβαλλόμενους στο ΣΕΣ όσο και για τους τρίτους, και θα οδηγήσει σε καταχρήσεις. Η καταχώριση στο ληξιαρχείο είναι η αναγκαία διατύπωση δημοσιότητας, από την οποία πρέπει να αρχίζει η ισχύς του ΣΕΣ.
Άρθρο 2: Προϋποθέσεις
Παράγραφος 1: Η παρ. 1 του άρθρου 2 ορίζει ότι «για τη σύναψη συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα». Καταρχήν, η ρύθμιση αυτή είναι ορθή, ειδικά όσον αφορά τους ανήλικους. Ωστόσο, εφόσον απαγορεύεται η σύναψη του ΣΕΣ σε άτομα που τελούν σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική, θεωρούμε ότι η διάταξη θέτει υπέρμετρους περιορισμούς.
Το άρθρο 1352 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση πλήρη ή μερική που περιλαμβάνει και το γάμο, συνάπτει γάμο μόνο με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Αν ο τελευταίος αρνείται να συναινέσει, το δικαστήριο μπορεί, αφού τον ακούσει, να δώσει την άδεια για τη σύναψη του γάμου, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατούμενου». Επιπλέον, το άρθρο 1373 ΑΚ προβλέπει ότι η ακυρότητα του γάμου που επέρχεται σε περίπτωση παραβίασης της ως άνω διάταξης (άρθρο 1372 ΑΚ) «αίρεται: [….] 4. αν, στην περίπτωση του άρθρου 1352, ο δικαστικός συμπαραστάτης, το δικαστήριο ή ο ίδιος ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός, εγκρίνει το γάμο». Έτσι, ο ΑΚ παρέχει τη δυνατότητα σύναψης γάμου ακόμα και σε άτομα που τους έχει αφαιρεθεί η συγκεκριμένη δικαιοπρακτική ικανότητα και μάλιστα προβλέπει και τη δυνατότητα άρσης της σχετικής ακυρότητας. Αφού λοιπόν, παρέχεται αυτή η δυνατότητα για τη σύναψη γάμου, που συνεπάγεται μεγαλύτερες, σε αριθμό αλλά και περιεχόμενο, έννομες συνέπειες σε σχέση με αυτές του ΣΕΣ και ενόψει του ότι η διαδικασία λύσης του γάμου είναι πιο πολύπλοκη και χρονοβόρα από τη λύση του ΣΕΣ, θεωρούμε ότι η προϋπόθεση της πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας είναι υπερβολική. Αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό αν ληφθεί υπόψη και το παράδοξο που δημιουργεί η ρύθμιση αυτή: άτομο που βρίσκεται σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση που περιλαμβάνει και το γάμο μπορεί να τελέσει γάμο με τη συναίνεση του συμπαραστάτη του, ενώ άτομο που βρίσκεται σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση που δεν περιλαμβάνει το γάμο, μπορεί να τελέσει γάμο αυτοβούλως, αλλά όχι να συνάψει ΣΕΣ. Γι’ αυτό, πρέπει στο άρθρο 2 παρ. 1 του Σ/Ν να προστεθεί δεύτερη παράγραφος που να παρέχει δυνατότητα σύναψης ΣΕΣ και στα άτομα που τελούν σε πλήρη ή μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση.
Παράγραφος 3: Η απόκλιση σχετικά με την πλάγια αγχιστεία συνιστά ορθή επιλογή δεδομένου ότι και για το γάμο καμία ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν καθιερώνει παρόμοιο κώλυμα.
δ. Άρθρο 4: Λύση
Η παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζει ότι το ΣΕΣ λύνεται είτε με συμφωνία των συμβαλλομένων, που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είτε με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στο άλλο μέρος. Παραλείπεται όμως η καταχώριση στο ληξιαρχικό βιβλίο, με την οποία θα ολοκληρωθεί το actus contrarius και θα επιτευχθεί η αναγκαία δημοσιότητα και συνακόλουθη ασφάλεια δικαίου.
Πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθεί ότι τόσο η συμφωνία όσο και η μονομερής δήλωση είναι ανίσχυρες αν δεν καταχωρισθούν στο ληξιαρχείο. Σε περίπτωση συμφωνίας, η λύση πρέπει να επέρχεται από την καταχώριση. Σε περίπτωση όμως μονομερούς δηλώσεως, είναι πολύ σκληρό για το άλλο μέρος να λύνεται το ΣΕΣ αμέσως με την καταχώριση. Γι’ αυτό, θα πρέπει η λύση να επέρχεται μετά πάροδο τριμήνου από την καταχώριση.
Επιπλέον, η παρ. 2 προβλέπει ορθά την αυτοδίκαιη λύση του ΣΕΣ αν συναφθεί γάμος μεταξύ των συμβαλλομένων, εφ’ όσον καθίσταται άνευ αντικειμένου με την τέλεση του γάμου αυτού.
Η παρ. 2 προβλέπει και την αυτοδίκαιη λύση του ΣΕΣ όταν ένας εκ των συμβαλλομένων τελέσει γάμο με τρίτο. Η ΕΕΔΑ θεωρεί ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ηθικής τάξεως, πρέπει να προβλεφθεί ότι αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γάμου καταχωρίζεται εκεί που έχει καταχωρισθεί το ΣΕΣ και κοινοποιείται στο άλλο μέρος του ΣΕΣ. Αυτό ανταποκρίνεται στον αναφερόμενο στην Αιτιολογική ΄Εκθεση του Σ/Ν στόχο του ΣΕΣ που είναι «να ρυθμίσει μία πραγματικότητα, να περιορίσει τις αρνητικές της συνέπειες και επιπτώσεις στην κοινωνία και να τις μετατρέψει σε υποχρεώσεις, να κάνει τους πολίτες περισσότερο υπεύθυνους ως προς τα θέματα και τα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από την κοινή τους συμβίωση».
Η αυτοδίκαιη λύση του ΣΕΣ χωρίς γνωστοποίησή της στο άλλο μέρος έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 288). Εφόσον δεν απαιτείται κοινοποίηση από τον συνάψαντα το ΣΕΣ του επερχόμενου γάμου του προς τον έτερο συμβαλλόμενο, ο τελευταίος δικαίως και καλόπιστα μπορεί να θεωρεί ότι το συναφθέν ΣΕΣ τελεί ακόμα σε ισχύ. Εξάλλου, η σύναψη γάμου ενός εκ των δύο συμβαλλομένων με τρίτο συνιστά κατά κάποιο τρόπο υπαναχώρηση από το σύμφωνο, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 390 ΑΚ πρέπει γίνεται με δήλωση αυτού που υπαναχωρεί προς το άλλο μέρος.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η σύναψη ΣΕΣ δεν περιβάλλεται με τη δημοσιότητα, η οποία προβλέπεται για την τέλεση του γάμου, η προτεινόμενη προσθήκη απαιτείται και για λόγους ηθικής τάξης έναντι του τρίτου, ο οποίος τελεί γάμο με έναν εκ των δύο συμβαλλομένων.
Επιπλέον, για την καλύτερη διατύπωση της διάταξης σκόπιμο θα ήταν να αντικατασταθεί η φράση «στον άλλο» με τη φράση «στο άλλο μέρος» ή «στον αντισυμβαλλόμενό του».
ε. Άρθρο 6: Περιουσιακές σχέσεις
Το άρθρο 6 ρυθμίζει τα των περιουσιακών σχέσεων των συμβαλλομένων παρέχοντας τους τη δυνατότητα να ρυθμίσουν με το συστατικό της ελεύθερης συμβίωσης συμβολαιογραφικό έγγραφο και την τύχη των περιουσιακών τους στοιχείων που θα αποκτηθούν από τον έναν ή από τον άλλο κατά τη διάρκεια του ΣΕΣ (αποκτήματα). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ωστόσο, «σχετικές συμφωνίες που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο συμβολαιογραφικό συστατικό σύμφωνο, είναι άκυρες είτε γίνουν παράλληλα, είτε μετά τη σύναψη του συμφώνου». Στο σημείο αυτό ο νομοθέτης θέτει σοβαρούς περιορισμούς στη δυνατότητα των συμβαλλομένων να ρυθμίζουν τις περιουσιακές τους σχέσεις και σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς μάλιστα να αιτιολογεί αυτή του την επιλογή.
Οι συμβαλλόμενοι για διάφορους λόγους μπορεί να επιθυμούν να προβούν στη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων όχι κατά τη σύσταση του ΣΕΣ αλλά σε κάποια ύστερη φάση, σύμφωνα και με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ή να τροποποιήσουν υφιστάμενη συμφωνία τους. Ο νομοθέτης, λοιπόν, θα πρέπει να τους παρέχει αυτή τη δυνατότητα μέσω της σύνταξης συμβολαιογραφικής πράξης τροποποιητικής ή συμπληρωματικής της αρχικής συστατικής του ΣΕΣ πράξης και καταχώρισής της στο ληξιαρχικό βιβλίο.
Επιπλέον, ενώ η διάταξη αναφέρεται στο ζήτημα των αποκτημάτων και προβλέπει ότι αν δεν υπάρχει συμφωνία, το κάθε μέρος έχει μετά τη λύση του ΣΕΣ σχετική αξίωση κατά του άλλου, δεν προβλέπει τίποτα σχετικά με την κατανομή των κοινών κινητών και τη ρύθμιση της χρήσης της κοινής στέγης. Προς ρύθμιση και αυτών των ζητημάτων η ΕΕΔΑ προτείνει να προβλέπει το άρθρο 6 την αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1393 και 1394 του ΑΚ.
στ. Άρθρο 7: Διατροφή μετά τη λύση
Το άρθρο 7 ρυθμίζει τα της διατροφής μετά τη λύση του ΣΕΣ. Η ΕΕΔΑ έχει να παρατηρήσει τα εξής προβληματικά σημεία:
Α) Το Σ/Ν στο άρθρο 7 παρ. 1 προβλέπει ότι στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο καταρτίζεται το σύμφωνο, μπορεί να περιέχεται συμφωνία σχετικά με την υποχρέωση διατροφής μετά τη λύση του ΣΕΣ στην περίπτωση που υπάρχει αδυναμία αυτοδιατροφής ενός εκ των συμβαλλομένων. Ωστόσο, ο νόμος αλλά ούτε και η αιτιολογική έκθεση καθιστούν σαφές αν μπορεί να υπάρξει αξίωση για διατροφή μετά τη λύση του ΣΕΣ στην περίπτωση που δεν έχει γίνει σχετική πρόβλεψη στη συμβολαιογραφική πράξη σύναψης του ΣΕΣ. Επιπλέον, το γεγονός ότι απαιτείται από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη σύναψη του ΣΕΣ, η οποία συνιστά για ορισμένους την επισημοποίηση της σχέσης τους, να συμφωνήσουν και τα της λύσης του, είναι σαν να προεξοφλείται ότι αυτή θα υπάρχει. Όπως, άλλωστε χαρακτηριστικά έχει πει και ο καθηγητής Παπαχρίστου «Η ‘χαλαρότητα’ του συμφώνου που αφορά την ευκολία της λύσης του, δε συνεπάγεται αναγκαστικά και ‘χαλαρότητα’ του οικογενειακού δεσμού»[12]. Συνεπώς, η ΕΕΔΑ θεωρεί ότι οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ που ρυθμίζουν τη διατροφή μετά το διαζύγιο (1442-1445 ΑΚ) θα πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικά στην περίπτωση ατόμων που έχουν συνάψει ΣΕΣ μετά τη λύση του.
Β) Σύμφωνα με το Σ/Ν η συμφωνία περί διατροφής δε θα ισχύει στην περίπτωση αυτοδίκαιης λύσης του ΣΕΣ. Όσον αφορά την αυτοδίκαιη λύση λόγω γάμου των συμβαλλομένων μερών η ρύθμιση είναι απολύτως λογική, αφού σε περίπτωση λύσης του γάμου θα εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις του οικογενειακού δικαίου.
Η συμφωνία διατροφής μετά τη λύση του ΣΕΣ προβλέπεται προφανώς ενόψει του ενδεχόμενου της λύσης του και των αναγκών που μπορεί να προκύψουν από αυτή τη λύση. Ο τρόπος λύσης του ΣΕΣ (είτε με συμφωνία, είτε μονομερώς, είτε αυτοδικαίως) δε μεταβάλλει ωστόσο τις προκύπτουσες ανάγκες. Η αδυναμία αυτοδιατροφής που μπορεί να συντρέχει στο πρόσωπο ενός εκ των συμβαλλομένων δεν εξαρτάται από τον τρόπο λύσης του ΣΕΣ. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης παραβιάζει την αρχή της ισότητας αφού η ίδια κατάσταση –η αδυναμία αυτοδιατροφής ενός εκ των συμβαλλομένων – ρυθμίζεται με διαφορετικό τρόπο αναλόγως με τον τρόπο λύσης του ΣΕΣ. Μάλιστα, ο νομοθέτης προκρίνει μία τέτοια λύση τη στιγμή που ο ίδιος στο άρθρο 7 παρ. 4 αναγνωρίζει ότι ο δικαιούχος διατροφής από το ΣΕΣ συμπορεύεται, ως προς το δικαίωμα διατροφής, με τον διαζευγμένο σύζυγο του υπόχρεου. Συνεπώς η συμφωνία διατροφής θα πρέπει να διατηρεί την ισχύ της ανεξαρτήτως του τρόπου λύσης του ΣΕΣ.
ζ. Άρθρο 8: Τεκμήριο πατρότητας
Το άρθρο 8, που προβλέπει μαχητό τεκμήριο πατρότητας και ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 1466 επ. ΑΚ και 614 επ. ΚΠολΔ περί προσβολής πατρότητας, δεν προστατεύει επαρκώς τα παιδιά. Για να αποφευχθούν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την ΕΣΔΑ διακρίσεις λόγω γέννησης[13], πρέπει να αντικατασταθεί με διάταξη που να προβλέπει, κατ’αναλογία όσων ισχύουν σε περίπτωση γάμου (άρθρα 1473, 1382 ΑΚ), ότι «τα τέκνα που γεννήθηκαν από τα συμβαλλόμενα με το σύμφωνο πρόσωπα, είτε πριν είτε μετά τη σύναψη του συμφώνου, εξομοιώνονται ως προς όλα με τέκνα γεννημένα σε γάμο και διατηρούν την ιδιότητα αυτή και μετά τη με οποιοδήποτε τρόπο λύση του συμφώνου ή την ακύρωσή του».
Ο νομοθέτης πρέπει επίσης να προβλέψει ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 1455 επ. ΑΚ για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή και του άρθρου 1465 ΑΚ για τη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Το άρθρο 1456 ΑΚ προβλέπει ότι «αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο». Αφού αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκτησης τέκνων με τεχνητή γονιμοποίηση, ακόμη και μεταθανάτια, από ζευγάρια που ζουν σε ελεύθερη ένωση, θα πρέπει να επεκταθεί η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και στα άτομα που έχουν συνάψει ΣΕΣ.
Η. Άρθρο 9: Επώνυμο τέκνων
Το άρθρο 9 ρυθμίζει το επώνυμο των τέκνων κινούμενο στην απολύτως σωστή κατεύθυνση και στη βάση της ισότητας των δύο φύλων, αφού προβλέπει ότι σε περίπτωση που οι γονείς δεν έχουν επιλέξει κατά τη σύναψη του ΣΕΣ επώνυμο για τα τέκνα τους, τότε αυτά θα έχουν σύνθετο επώνυμο αποτελούμενο από τα επώνυμα και των δύο γονέων τους. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τη αιτιολογική έκθεση προκρίθηκε η συγκεκριμένη λύση καθώς «μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 116 παρ. 2 Σ, που προέβλεπε τη δυνατότητα αποκλίσεων από τη συνταγματική αρχή της ισονομίας των φύλων για ‘αποχρώντες λόγους’, η προτίμηση του επωνύμου του πατέρα δεν έχει πλέον συνταγματικό έρεισμα.» Η ΕΕΔΑ συμφωνεί απολύτως με τη διατύπωση της ως άνω διάταξης και με αφορμή την επικείμενη αναθεώρηση διατάξεων του οικογενειακού δικαίου θα ήθελε να προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 1505 ΑΚ που αφορά το επώνυμο τέκνων γεννημένα σε γάμο έτσι ώστε να μη λαμβάνουν αυτομάτως το επώνυμο του πατέρα σε περίπτωση παράλειψης δήλωσης επωνύμου από την πλευρά των γονέων. Η συγκεκριμένη διάταξη στερείται πλέον συνταγματικού ερείσματος, γεγονός που αναγνωρίζει εμμέσως και η ίδια αιτιολογική έκθεση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου.
Θ. Άρθρο 11: Κληρονομικό δικαίωμα
Το άρθρο 11 ορίζει ότι ο/η σύντροφος του εκλιπόντος έχει κληρονομικό δικαίωμα που ανέρχεται στο 1/6 της κληρονομίας αν συντρέχει με κληρονόμους πρώτης τάξης και στο 1/3 αν συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων. Το άρθρο 1820 ΑΚ ορίζει τα ως άνω ποσοστά για το σύζυγο που επιζεί σε 1/4 και 1/2 αντίστοιχα ενώ υπάρχει και πρόβλεψη για τα οικιακά αντικείμενα. Δε φαίνεται να υπάρχει σοβαρό έρεισμα για τις ως άνω διαφοροποιήσεις. Ναι μεν το επιχείρημα περί χαλαρότερης μορφής της ελεύθερης συμβίωσης σε σχέση με το γάμο ισχύει, αλλά και η όποια διαφοροποίηση θα πρέπει να εξυπηρετεί κάποια ανάγκη ή σκοπιμότητα που να συνδέεται με αυτή τη χαλαρή μορφή. Αποκλίσεις που απλώς επιλέγονται για να επισημάνουν τη διαφορά με τον τύπο της σύμβασης του γάμου και να προτάξουν τον τελευταίο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Ως εκ τούτου η ΕΕΔΑ κρίνει ότι η διάταξη πρέπει να τροποποιηθεί ώστε το κληρονομικό δικαίωμα του/της συντρόφου του εκλιπόντος να ανέρχεται στο 1/5 της κληρονομίας αν συντρέχει με κληρονόμους πρώτης τάξης και στο 1/2 αν συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων.
Ι. H απάλειψη του άρθρου περί ανάλογης εφαρμογής (πρώην άρθρο 12)
Κατάπληξη προκαλεί η απάλειψη από το τελικό Σ/Ν του άρθρου περί ανάλογης εφαρμογής διατάξεων δημοσιοϋπαλληλικού, εργατικού, ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού δικαίου που αναφέρονται σε συζύγους και στα πρόσωπα που έχουν συνάψει ΣΕΣ, την οποία προέβλεπε το αρχικό Σ/Ν στο άρθρο 12 που κοινοποιήθηκε στην ΕΕΔΑ. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στην εισαγωγή, σχετικά με το ζήτημα της ανάλογης εφαρμογής αναφέρεται ότι: «Μπορεί να εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του εργατικού, ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού και δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, που αναφέρονται σε συζύγους, ώστε να μην υπάρχει άνιση (και, συνεπώς, άδικη και ανεπιεικής) νομική μεταχείριση των προσώπων, τα οποία συμβιώνουν μεν εκτός γάμου αλλά ουσιαστικά ζουν, υπό συνθήκες έγγαμης συμβίωσης και το μόνο στοιχείο που λείπει είναι η τυπική σύναψη του γάμου». Δε μπορεί, λοιπόν, παρά να προκαλέσει απορία η απόφαση για απάλειψη της σχετικής διάταξης τη στιγμή που την αναγκαιότητά της υπογραμμίζει η ίδια η Αιτιολογική Έκθεση..
Η ΕΕΔΑ θεωρεί απαραίτητη την επαναφορά του ως άνω άρθρου στο Σ/Ν. Επιπλέον προτείνει να ορίζεται ότι οι ως άνω οριζόμενες διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και στα πρόσωπα που έχουν συνάψει ΣΕΣ, εφόσον τούτο έχει διαρκέσει επί δύο συνεχή έτη, τουλάχιστον. Ο περιορισμός αυτός αποσκοπεί σε πρόληψη εικονικών ΣΕΣ.
.
***********
.
[1] Το εν λόγω κείμενο παρατηρήσεων ενέκρινε ομοφώνως η Ολομέλεια της ΕΕΔΑ στην από 10.07.2008 συνδρίασή της. Εισηγήτριες: Κεφάλαιο Πρώτο, κα Χ. Παπαδοπούλου και κα Λ. Μπολάνη, Επιστημονικές Συνεργάτιδες της ΕΕΔΑ και Κεφάλαιο Δεύτερο, κα Σ. Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Μέλος ΕΕΔΑ, Εκπρόσωπος ΣΔΓ και κα Τ. Σταυρινάκη, Επιστημονική Συνεργάτιδα της ΕΕΔΑ.
[2] Σημειώνεται ότι, στην πρώτη του μορφή, το Σ/Ν δεν περιλάμβανε το κεφάλαιο περί «τροποποίησης διατάξεων του αστικού κώδικα για την υιοθεσία, το διαζύγιο, το επώνυμο των συζύγων και τη γονική μέριμνα», δηλαδή το δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος νομοσχεδίου, αλλά μόνο τις ρυθμίσεις περί του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης.
[3] Βλ. «Απόφαση-γνωμάτευση της ολομέλειας της ΕΕΔΑ για ζητήματα σχετικά με τις διακρίσεις σε βάρος σεξουαλικών μειονοτήτων στην Ελλάδα (μετά από αίτημα της ΔΑ) και την επέκταση του πολιτικού γάμου σε ζευγάρια του ιδίου φύλου (μετά από αίτημα της ΟΛΚΕ), ΕΕΔΑ, Ετήσια Έκθεση 2004, σελ. 183.
[4] Βλ. Δελτίο Τύπου στην ιστοσελίδα της ΕΕΔΑ, www.nchr.gr.
[5] Βλ. Ιστοσελίδα της ΕΕΔΑ, www.nchr.gr, Δελτία Τύπου.
[6] Βλ. τον διάλογο και την ανταλλαγή επιστημονικών απόψεων για το θέμα του δικαιώματος στον γάμο και το ΣΕΣ των ομόφυλων ζευγαριών, στο ιστολόγιο (blog) του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», http://manesis.blogspot.com
[7] Σημειώνεται ότι όσον αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ πάνω στο θέμα του δικαιώματος γάμου μεταξύ ομοφύλων, οι λίγες τον αριθμό αποφάσεις αφορούν υποθέσεις τρανσεξουαλικών ατόμων. Στην υπόθεση Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφ. 28957/95, απόφ. Ευρείας Σύνθεσης 11.07.2002), όπου διαπιστώθηκε παραβίαση των άρθρων 8 & 12 ΕΣΔΑ, και επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα των τρανσεξουαλικών να συνάψουν γάμο με άτομο του φύλου που είχαν προηγουμένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα αν οι άνδρες και γυναίκες ομοφυλόφιλοι/ες μπορούν να συνάψουν γάμο με άτομο του ιδίου φύλου (με βάση το άρθρο 12 ΕΣΔΑ).
[8] Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, απόφ. 21.12.1999, παρ. 28.
[9] Berrehab κατά Ολλανδίας, απόφ. 26.05.1994, παρ. 44; Johnston κατά Ιρλανδίας, απόφ. 18.12. 1986, παρ. 56.
[10] Για μια λεπτομερέστερη παρουσίαση ευρωπαϊκών νομοθεσιών περί δικαιωμάτων ομοφυλοφίλων, βλ. εισήγηση ΕΕΔΑ, Ετήσια Έκθεση 2004, σελ. 183. Τα στοιχεία προέρχονταν από τις απαντήσεις ομόλογων επιτροπών, για το θέμα, και από το Ιντερνέτ (ενδεικτικά, www.stonewall.org.uk, www.ilga.org, www.steff.suite.dk/partner.htm, www.eosgallupeurope.com, και πολλές άλλες).
[11] Σύνοψη του πρώτου μέρους της έκθεσης, στο http://fra.europa.eu: “Homophobia and Discrimination on Grounds of Sexual Orientation in the EU Member States Part I – Legal Analysis». Το φθινόπωρο θα εκδοθεί το δεύτερο μέρος της έκθεσης, περί των κοινωνικών όψεων των διακρίσεων.
[12] Θ. Παπαχρίστου, «Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης: αντίπαλο δέος του γάμου ή εναλλακτική μορφή συμβίωσης;» (2008) 1 Εφαρμογές Αστικού Δικαίου σελ. 393.
[13] Βλ. Marckx κατά Βελγίου, απόφ. 13.06.1979.
[1] Το εν λόγω κείμενο παρατηρήσεων ενέκρινε ομοφώνως η Ολομέλεια της ΕΕΔΑ στην από 10.07.2008 συνδρίασή της. Εισηγήτριες: Κεφάλαιο Πρώτο, κα Χ. Παπαδοπούλου και κα Λ. Μπολάνη, Επιστημονικές Συνεργάτιδες της ΕΕΔΑ και Κεφάλαιο Δεύτερο, κα Σ. Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Μέλος ΕΕΔΑ, Εκπρόσωπος ΣΔΓ και κα Τ. Σταυρινάκη, Επιστημονική Συνεργάτιδα της ΕΕΔΑ.
[2] Σημειώνεται ότι, στην πρώτη του μορφή, το Σ/Ν δεν περιλάμβανε το κεφάλαιο περί «τροποποίησης διατάξεων του αστικού κώδικα για την υιοθεσία, το διαζύγιο, το επώνυμο των συζύγων και τη γονική μέριμνα», δηλαδή το δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος νομοσχεδίου, αλλά μόνο τις ρυθμίσεις περί του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης.
[3] Βλ. «Απόφαση-γνωμάτευση της ολομέλειας της ΕΕΔΑ για ζητήματα σχετικά με τις διακρίσεις σε βάρος σεξουαλικών μειονοτήτων στην Ελλάδα (μετά από αίτημα της ΔΑ) και την επέκταση του πολιτικού γάμου σε ζευγάρια του ιδίου φύλου (μετά από αίτημα της ΟΛΚΕ), ΕΕΔΑ, Ετήσια Έκθεση 2004, σελ. 183.
[4] Βλ. Δελτίο Τύπου στην ιστοσελίδα της ΕΕΔΑ, www.nchr.gr.
[5] Βλ. Ιστοσελίδα της ΕΕΔΑ, www.nchr.gr, Δελτία Τύπου.
[6] Βλ. τον διάλογο και την ανταλλαγή επιστημονικών απόψεων για το θέμα του δικαιώματος στον γάμο και το ΣΕΣ των ομόφυλων ζευγαριών, στο ιστολόγιο (blog) του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», http://manesis.blogspot.com
[7] Σημειώνεται ότι όσον αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ πάνω στο θέμα του δικαιώματος γάμου μεταξύ ομοφύλων, οι λίγες τον αριθμό αποφάσεις αφορούν υποθέσεις τρανσεξουαλικών ατόμων. Στην υπόθεση Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφ. 28957/95, απόφ. Ευρείας Σύνθεσης 11.07.2002), όπου διαπιστώθηκε παραβίαση των άρθρων 8 & 12 ΕΣΔΑ, και επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα των τρανσεξουαλικών να συνάψουν γάμο με άτομο του φύλου που είχαν προηγουμένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα αν οι άνδρες και γυναίκες ομοφυλόφιλοι/ες μπορούν να συνάψουν γάμο με άτομο του ιδίου φύλου (με βάση το άρθρο 12 ΕΣΔΑ).
[8] Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, απόφ. 21.12.1999, παρ. 28.
[9] Berrehab κατά Ολλανδίας, απόφ. 26.05.1994, παρ. 44; Johnston κατά Ιρλανδίας, απόφ. 18.12. 1986, παρ. 56.
[10] Για μια λεπτομερέστερη παρουσίαση ευρωπαϊκών νομοθεσιών περί δικαιωμάτων ομοφυλοφίλων, βλ. εισήγηση ΕΕΔΑ, Ετήσια Έκθεση 2004, σελ. 183. Τα στοιχεία προέρχονταν από τις απαντήσεις ομόλογων επιτροπών, για το θέμα, και από το Ιντερνέτ (ενδεικτικά, www.stonewall.org.uk, www.ilga.org, www.steff.suite.dk/partner.htm, www.eosgallupeurope.com, και πολλές άλλες).
[11] Σύνοψη του πρώτου μέρους της έκθεσης, στο http://fra.europa.eu: “Homophobia and Discrimination on Grounds of Sexual Orientation in the EU Member States Part I – Legal Analysis». Το φθινόπωρο θα εκδοθεί το δεύτερο μέρος της έκθεσης, περί των κοινωνικών όψεων των διακρίσεων.
[12] Θ. Παπαχρίστου, «Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης: αντίπαλο δέος του γάμου ή εναλλακτική μορφή συμβίωσης;» (2008) 1 Εφαρμογές Αστικού Δικαίου σελ. 393.
[13] Βλ. Marckx κατά Βελγίου, απόφ. 13.06.1979.
.
Διαβάστε τις προτάσεις των «Ελλήνων Bloggers κατά των Διακρίσεων» για το Σύμφωνο Συμβίωσης πιέζοντας εδώ:
(Σχόλιο του gay super hero)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι σαφές από την έκθεση της Επιτροπής ότι η πρόθεση των συντακτών του επίμαχου νομοσχεδίου δεν είναι η ισότητα των δικαωμάτων ανάμεσα στα παντρεμένα ζευγάρια και αυτά που συμβιώνουν, αλλά αντίθετα επιχειρείται να τεκμηριωθεί η ηθική "ανωτερότητα" του γάμου σε σχέση με την ελέυθερη συμβίωση δημιουργώντας μια υποδεέστερης μορφής νομική αναγνώριση.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι αυτό το Σύμφωνο δεν προβλέπει τίποτα για τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ότι αναγνωρίζει τα μισά κληρονομικά δικαιώματα σε σχέση με το γάμο και ότι δεν προβλέπει τίποτα για τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται κατά τη διάρκεια του συμφώνου ούτε για την υποχρέωση διατροφής. Από την άλλη η Επιτροπή τηρεί σιγή ιχθύος για το ζήτημα της από κοινού υιοθεσίας αλλά και για το ζήτημα της συμβίωσης με αλλοδαπούς πολίτες, πράγμα τουλάχιστον περίεργο για ένα σώμα που υποτίθεται ότι ασχολείται με τα "ανθρώπινα δικαιώματα".
Ενδεχομένως όλα τα παραπάνω να έχουν κάποιο νόημα για τα ετερόφυλα ζευγάρια που έχουν την δυνατότητα του γάμου και ίσως μια εναλλακτική μορφή σχέσης με λιγότερα δικαιώματα και υποχρεώσεις να καλύπτει κάποιες ανάγκες τους. Αν υποθέσουμε όμως ότι η ελληνική Πολιτεία προορίζει το Σύμφωνο ως τη μοναδική "εφικτή" μορφή αναγνώρισης για τα ζευγάρια ίδιου φύλου, είναι σαφές ότι αυτό πρόκειται να παγιδεύσει τα τελευταία σε μια κολοβή νομική αναγνώριση και ότι θα χρησιμοποιηθεί για να επιβληθούν νέες αδικαιολόγητες διακρίσεις και μάλιστα αυτή τη φορά στο όνομα της "ισονομίας"! Ως γνωστόν άλλωστε ο δρόμος προς την κόλαση είναι πάντα στρωμένος με "καλές προθέσεις".
Οι "καλές προθέσεις" της ίδιας της ΕΕΔΑ πάντως δεν τεκμηριώνονται όταν θέτει σε εισαγωγικά τον όρο "γάμος ομοφύλων" και όταν ομιλεί περί "θύελλας δημοσιευμάτων" παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία αντέδρασε στο ζήτημα που ενέκυψε με απόλυτη ψυχραιμία και χωρίς καμία ένδειξη "ηθικού πανικού". Οι μοναδικές αντιδράσεις προήλθαν από θεσμικούς παράγοντες όπως ο Υπ. Δικαιοσύνης και η εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Τις αντιδράσεις αυτές δημόσιων λειτουργών -οι οποίες προσβάλλουν ευθέως και απρόκλητα τους ομοφυλόφιλους πολίτες και το δικαίωμά τους να ορίζουν οι ίδιοι τη ζωή τους- η Επιτροπή όχι μόνο δεν καυτηριάζει ως όφειλε εκ των αρμοδιοτήτων της, αλλά αντίθετα υιοθετεί μια στάση "υπεράνω" δηλώνοντας με έμφαση και κρυφή περηφάνια ότι "Η ΕΕΔΑ δεν έκρινε σκόπιμο να τοποθετηθεί έναντι αυτών των αντιπαραθέσεων και διαξιφισμών" (!!!)