.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ: Tα τριαντάφυλλα του Βορρά
(Εντευκτήριο – τ.78, Σεπτέμβριος 2007)
Ξένος τόπος ξένα σπίτια ξένοι άνθρωποι ξένες ομιλίες άγνωστες λέξεις. Τι ζητάω εγώ στον νότο του ευρωπαϊκού βορρά; Από ποιον έρχομαι να κρυφτώ εδώ πάνω ή τι να ανακαλύψω; Ότι αν η ζωή είναι άξενη μαζί σου είναι τελικά άξενη παντού; Δεν νιώθω διπλά ξένος εδώ, κι ίσως αυτό είναι τελικά που μου αρέσει, αυτή η "φυσιολογική" ξενότητα, που τρομάζει λιγότερο.
(…)
Ανέστης ή Σάκης ή Μάνος ή Παύλος ή Μιχάλης ή Νίκος ή Αλέκος ή πάλι Νίκος ή Αντώνης ή Δημήτρης ή ξανά Παύλος ή Γιάννης ή Άγγελος ή Βασίλης - τι νόημα έχει; Κάποια ονόματα επαναλαμβάνονται σε διαφορετικά σώματα διαφορετικά πρόσωπα διαφορετικές ηλικίες, ενώ άλλα, Γιώργος ας πούμε, Αριστείδης Θανάσης Νικήτας Παναγιώτης δεν εμφανίζονται ποτέ. Τώρα πάντως μπορώ να κατανοήσω τη λίστα με τα ονόματα Λίτσα Βαρβάρα Χριστίνα Μαρία Όλγα... που βρήκα (πάνε δέκα χρόνια τώρα) ανάμεσα στα χαρτιά του Άγγελου, ονόματα γυναικών με τις οποίες προφανώς είχε πάει μέσα σε λίγο καιρό αφότου βγήκε πάλι στον κόσμο και στη ζωή. Τότε, λαθραία βιαστικά ένοχα τη φωτοτύπησα στη συσκευή του φαξ και την κράτησα, μικρό παράνομο κλεμμένο αναμνηστικό της κόκκινης περιόδου της ζωης μου, τότε που όλα ήταν στο κόκκινο, στη ζώνη της παραμόρφωσης, τότε που μου κόπηκε με το μαχαίρι κάθε τσαμπουκάς. Και να 'μαι τώρα εγώ, μεσήλικας αχόρταγος ανικανοποίητος ακούραστος, που συντάσσω τη δική μου λίστα, για να επιβεβαιώσω ότι το σώμα που κουβαλάω, με το μικρό ζωνάρι στο ύψος της κοιλιάς ανυποχώρητο επίμονο ενοχλητικό παρά τις δίαιτες, το ελαφρύ διπλoσάγωνo, τα γόνατα που άρχισαν να παραμορφώνονται, το δέρμα που δεν ξέρει πώς να κρύψει τα χρόνια του, αυτό το κορμί το υποχρεωτικά δικό μου, μπορεί να είναι επιθυμητό, έστω για μια φορά, έστω για λίγες μέρες ή μια νύχτα, από λαχταριστά αγόρια που έχουν τα μισά μου χρόνια. Βρήκα το βάζο με το γλυκό τώρα που άρχισα να κονταίνω και φοβάμαι πως σύντομα δεν θα μπορώ πια να το φτάσω...
Χωρίς να το ξέρει, μου δίνει ραντεβού σχεδόν έξω από το σπίτι μου, ενώ προτιμούσε να βρεθούμε σε ουδέτερο περιβάλλον. Όταν πλησιάζω και του χαμογελώ, όντας σχεδόν βέβαιος ότι εκείνος είναι (ενώ δεν έχω δει φωτογραφία του ως τώρα και τα μόνα πού ξέρω είναι τα stats του: 25, 180, 75κ.), βλέπω να εμφανίζεται στο πρόσωπό του ένα παραξένισμα, μια απορία, κάτι παραπάνω από δυσπιστία, ίσως και απογοήτευση, σαν να λέει από μέσα του για μένα «δεν μπορεί να είναι αυτός, μετά από τόσα μηνύματα τηλεφωνήματα αναβολές προσδοκίες...» Αλλά, με την πείρα τόσων μηνών σ' αυτό το παιχνίδι, αποφασίζω να αγνοήσω την έκφραση του προσώπου του, να κρατήσω το πλατύ χαμόγελό μου. Επιμένει να βεβαιωθεί, ρωτάει αν είμαι εγώ ο... Φοβάμαι πώς θα ακούσω για άλλη μια φορά την εφιαλτική φράση «Ας το αφήσουμε καλύτερα». Με δυσκολεύει η αμηχανία του, όμως γρήγορα τον πείθω να προτιμήσουμε το σπίτι μου, που είναι εδώ δίπλα [του δείχνω με το δάχτυλο το μπαλκόνι], κι όχι μια από τις κοντινές καφετέριες, όπου με ανθρώπους γύρω μας δεν θα μπορούμε να μιλήσουμε. Μπαίνουμε σε λίγο στην οικοδομή. «Αυτές οι παλιές πολυκατοικίες έχουν μια μυρωδιά... σχεδόν ίδια.» Του δίνω ένα ποτήρι νερό. Βάζω στη σιντιέρα Αρβανιτάκη. Αργότερα, θα μου πει πως προτιμάει μουσικές χάουζ καί τράνς. Θα βολευτεί μέ J.J. Johanson. [Να θυμηθώ να ζητήσω από τον Άγγελο να μου γράψει δυο-τρία σιντί με τρανς και χάουζ, αν τυχόν ξανάρθει ο Ανέστης να τα έχω... Χαμογελάω αυτάρεσκα στη σκέψη πως παλιότερα ούτε που θα μου περνούσε από το μυαλό αυτή η σατανική, τι λέω, η σαδιστική ιδέα να ζητήσω από τον πρώην-ας-πουμε-σύντροφό-μου να μου γράψει σιντί για μια περιστασιακή γνωριμία!] Ήρθε στις 9, τώρα που φεύγει έχει πάει 2 το πρωί. Κοντοστέκεται στο χωλ. «Ευχαριστώ για την παρέα.» [παύση] «Άσε, ας μην πω τίποτε άλλο.» Εγώ έχω μάθει να μη λέω ποτέ ευχαριστώ σε κάποιον επειδή μοιράστηκε για λίγο μαζί μου το κρεβάτι. Ακόμη κι αν από μέσα μου αναφωνώ τώρα αλληλούια με εκατόν είκοσι τρία λάμδα... Δεν ρωτάω θα σε ξαναδώ; ενώ καίγομαι να το ξεστομίσω, και Ανέστη που με ανέστησες! Χαμογελαστός σιωπηλός μαραμένος στην αρχή της λύπης μου, ήδη από τώρα που δεν έχει φύγει ακόμα, τον κοιτάζω να κατεβαίνει, ούτε αργά ούτε γρήγορα, τα σκαλιά. Δεν σηκώνει το κεφάλι του για μια τελευταία ματιά. Ανέστης, 25, οδηγός ταξί.
Μου γράφει στο τσατ να μην του τηλεφωνήσω. Μόνον SMS. Στέλνει μήνυμα από τον δρόμο. «Φτάνω σε λίγο.» Στέλνω SMS με οδό, αριθμό, όροφο. Κάνε μου μια αναπάντητη να σου ανοίξω την εξώπορτα κι ανέβα. Η πόρτα του διαμερίσματος θα είναι ανοιχτή. Έρχεται. Ψηλός, πάνω από 1,85. Σγουρά καστανόμαυρα μαλλιά. Μαύρο μακό μπλουζάκι μαύρο παντελόνι κάπρι. Ζητάει ένα ποτήρι νερό. Παράξενη προφορά. Από πού είσαι; «Από εδώ.» Θεσσαλονίκη; «Ναι» [σιωπή] «Αν σε παραξενεύει η ομιλία μου, είναι επειδή δεν ακούω καλά.» Τότε προσέχω πρώτη φορά το ακουστικό στο αριστερό αυτί του. Δεν χάνει χρόνο. «Δείξε μου το σπίτι σου.» Την κρεβατοκάμαρα ήθελε μόνο να δει. Κάθεται με άνεση στο κρεβάτι, απλώνει τα χέρια του και πιάνει τα δικά μου, με τραβάει πάνω του. Η γλώσσα του ψάχνει τα κατατόπια του στόματός μου. Το άρωμα της μέντας στην αναπνοή του σμίγει με τη μυρωδιά της κανέλας στη δική μου. Το σώμα του μυρίζει ακόμα χλώριο, ήταν τρεις ώρες στο κολυμβητήριο. «Το κάνω εδώ και έναν μήνα, ετοιμάζομαι για εντυπωσιακή εμφάνιση στην παραλία. Το απόγευμα έχω και γυμναστήριο», είχε πει νωρίτερα, και γελάσαμε. Με μια γρήγορη κίνηση, βγάζει το ακουστικό και το αφήνει στο κομοδίνο. Λίγο αργότερα, καθώς είναι από κάτω μου, σκύβω στο αυτί του και ξεστομίζω όσα δεν είπα ποτέ σε κανέναν. Μετά, φεύγει αμέσως. Κόβεται στο τεστ της σκάλας. Μανώλης, 24, φοιτητής.
Με πιέζει να φύγω από το γραφείο προτού λήξει το ωράριό μου, δεν έχει πολύ χρόνο. Συναντιόμαστε υπό βροχή κάπου κοντά στο σπίτι μου. Μεγάλος για τα γούστα μου, αλλά έχει κάτι που μου αρέσει. Όλα μου λένε ότι είναι ξένος. Από την προφορά του τον κάνω για Ρωσοπόντιο, Γεωργιανό ίσως, αλλά δεν ρωτάω. Φοράει ένα σώβρακο μακρύ σχεδόν ως τα γόνατα, με δυσκολία κρατιέμαι να μη βάλω τα γέλια. Όση ώρα είμαστε μαζί, το κινητό του χτυπάει συνέχεια. Από τη δουλειά του, καταλαβαίνω. Προβλήματα με ένα γκρουπ, που ζητάει πράγματα έξω από τη συμφωνία. Χαϊδεύει και μιλάει. Φιλάει και μιλάει. Αποτυγχάνει στο τεστ της σκάλας. Πέτρος, 35, υπάλληλος πρακτορείου ταξιδίων.
Περιμένει κρυμμένος στη σκιά που ρίχνει τέτοια ώρα το μεγάλο ξενοδοχείο. Νεότερος από ό,τι μου είπε (20; 21;), μικρόσωμος, μαζεύει ακόμη περισσότερο καθώς συσπειρώνεται για να προστατευτεί από την παγωνιά, φορώντας μόνο ένα μπουφάν τζην. Αργεί να χαλαρώσει, αλλά μετά είναι οκ. Μένουμε γυμνοί στο κρεβάτι. «Ένα τσιγάρο αμέσως μετά είναι ό,τι πρέπει» λέει, αλλά κανείς μας δεν είναι καπνιστής. Γελάμε. Περνάμε ώρες στον υπολογιστή και στο ίντερνετ. Φεύγει κατά τις 2.30 το πρωί. Κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο και μου χαμογελά. [Άριστα δέκα με τόνο.] Θα τηλεφωνήσει ξανά μετά από δύο μέρες. Θα ξανάρθει. Στις 3 το πρωί θα τον ρωτήσω Να σε πάω στο σπίτι σου η θέλεις να μείνεις εδώ; Θέλει να μείνει. Είναι ο πρώτος που περνάει μαζί μου μια ολόκληρη νύχτα. Κολλημένος πάνω μου, με το χέρι του να με αγγίζει ακόμη κι όταν μου έχει γυρίσει την πλάτη. Τα χαράματα νιώθω το πόδι του βαρύ πάνω στους μηρούς μου, δεν μπορώ να κουνηθώ, κάνω να τραβηχτώ και -μες στον ύπνο του; στον ξύπνο του;- με αρπάζει. Εντάξει, βρε, λέω, δεν πρόκειται να φύγω. Πάω στην τουαλέτα κι έρχομαι, αλλά είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα με την αναπάντεχη τρυφερότητά του. Πηγαίνει κι έρχεται κάθε μέρα, καμιά φορά περνάει από το γραφείο λίγο προτού σχολάσω και φεύγουμε μαζί, μαγειρεύουμε ή παίρνουμε απ' έξω, θέλει πάντα να πληρώνει και κείνος, καρφώνεται με τις ώρες στον υπολογιστή και στο ίντερνετ, κοιμάται συχνά στο σπίτι, με πλακώνει κάθε βράδυ με το πόδι του, με λέει «κάμπια» και γελάει, δεν καταλαβαίνω, «η κάμπια μετά γίνεται πεταλούδα» νομίζει ότι μου εξηγεί, πάλι δεν καταλαβαίνω, πιάνει δουλειά σε ίντερνετ καφέ, δουλεύει απανωτά τα οχτάωρα, τηλεφωνεί στις 8 το πρωί ενθουσιασμένος από τη δουλειά του, έρχεται σπίτι μόνο για ύπνο και φεύγει, «αργότερα» λέει όταν κάνω να τον χαϊδέψω, «αργότερα, να κάνω πρώτα ένα ντους», δεν κάνει, έχει περάσει κιόλας ένας μήνας, σκέφτομαι ότι ψάχνει ίσως έναν στοργικό πατέρα, φοβάμαι μήπως προσκολληθεί και μετά δεν μπορώ να του πω τέλος, κοιμάται στον καναπέ απέναντί μου ενώ δουλεύω, του τηλεφωνεί ο πρώην του αλλά τον αποπαίρνει, δουλεύει τα οχτάωρα κολλητά, του δίνω μια μέρα ένα παντελόνι τζην χακί γιατί σκίστηκε στον καβάλο το δικό του, μου αφήνει ένα μακό μπλουζάκι λερωμένο να το βάλω στο πλυντήριο μαζί με τα δικά μου, χάνεται λίγο μετά χωρίς εξήγηση, τηλεφωνώ και λέει «θα σε πάρω να τα πούμε», τηλεφωνώ ξανά και λέω έλα ν' ανταλλάξουμε μπλουζάκι και μπλουτζήν κατά το «έλα ν' ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά» του Χριστιανόπουλου, και λέει «μάλλον αύριο μεθαύριο» αλλά σιγά μην έρθει, τηλεφωνώ ξανά και τα μασάει, ο ψυχοθεραπευτής είχε πει: «δεν γίνεται να μη χάνεις τίποτε, κάθε τι πού παίρνεις έχει το τίμημά του...» Κώστας, 21, σπουδαστής ΙΕΚ Πληροφορικής.
Ονόματα πάνω σε ονόματα. Τηλέφωνα πάνω σε τηλέφωνα. Σώματα πάνω σε σώματα. Ραντεβού που δεν πάω. Ραντεβού που δεν έρχονται. Που βλέπω από μακριά και φεύγω, είχε πει: average και είναι υπέρβαρος, δήλωσε 30 και είναι πατημένα σαράντα. Που βλέπουν από μακριά και μάλλον λένε «ευχαριστώ δεν θα πάρω ». Κι άλλοι που έρχονται αποφασισμένοι για όλα και για τίποτα, ακόμα και για το τίποτα. Με βλέμματα σαν το δικό μου ακούραστα ακόρεστα διεισδυτικά να σκανάρουν τα πάντα ένα γύρω, για να βρουν τον επόμενο τέλειο σύντροφο, μια σάρκα ίδια με όλες τις άλλες σάρκες και ταυτόχρονα διαφορετική από κάθε άλλη, το πιο πιθανό κάτι πέρα κι από τη σάρκα, ένα άλλο, αδιευκρίνιστο ανεκπλήρωτο που δεν πρόκειται να χορτάσει ποτέ.
(…)
Δεν εμπιστεύομαι για πολλά πολλά τη μνήμη. Μπαίνει στις εικόνες και τις αλλάζει. Τις γυρνάει το μέσα έξω. Θολώνει τα περιγράμματα. Μπορεί να θυμάμαι ποιος ήταν, πότε, που... Μου διαφεύγει πια το τι ένιωθα τι σκεφτόμουν τι έκφραση φορούσε το πρόσωπό μου.
Περπατάω στην πόλη, φωτογραφίζω δρόμους καλντερίμια μαύρους φράχτες τείχη λιβάδια παλιά κτίρια. Καμιά φωτογραφία δεν με περιλαμβάνει. Φωτογραφίζω και τριανταφυλλιές. Είναι σαν να ανακαλύπτω μόλις τώρα ότι οι τριανταφυλλιές λίγο πιο κάτω από το άνθος είναι γεμάτες αγκάθια.
(Εντευκτήριο – τ.78, Σεπτέμβριος 2007)
Ξένος τόπος ξένα σπίτια ξένοι άνθρωποι ξένες ομιλίες άγνωστες λέξεις. Τι ζητάω εγώ στον νότο του ευρωπαϊκού βορρά; Από ποιον έρχομαι να κρυφτώ εδώ πάνω ή τι να ανακαλύψω; Ότι αν η ζωή είναι άξενη μαζί σου είναι τελικά άξενη παντού; Δεν νιώθω διπλά ξένος εδώ, κι ίσως αυτό είναι τελικά που μου αρέσει, αυτή η "φυσιολογική" ξενότητα, που τρομάζει λιγότερο.
(…)
Ανέστης ή Σάκης ή Μάνος ή Παύλος ή Μιχάλης ή Νίκος ή Αλέκος ή πάλι Νίκος ή Αντώνης ή Δημήτρης ή ξανά Παύλος ή Γιάννης ή Άγγελος ή Βασίλης - τι νόημα έχει; Κάποια ονόματα επαναλαμβάνονται σε διαφορετικά σώματα διαφορετικά πρόσωπα διαφορετικές ηλικίες, ενώ άλλα, Γιώργος ας πούμε, Αριστείδης Θανάσης Νικήτας Παναγιώτης δεν εμφανίζονται ποτέ. Τώρα πάντως μπορώ να κατανοήσω τη λίστα με τα ονόματα Λίτσα Βαρβάρα Χριστίνα Μαρία Όλγα... που βρήκα (πάνε δέκα χρόνια τώρα) ανάμεσα στα χαρτιά του Άγγελου, ονόματα γυναικών με τις οποίες προφανώς είχε πάει μέσα σε λίγο καιρό αφότου βγήκε πάλι στον κόσμο και στη ζωή. Τότε, λαθραία βιαστικά ένοχα τη φωτοτύπησα στη συσκευή του φαξ και την κράτησα, μικρό παράνομο κλεμμένο αναμνηστικό της κόκκινης περιόδου της ζωης μου, τότε που όλα ήταν στο κόκκινο, στη ζώνη της παραμόρφωσης, τότε που μου κόπηκε με το μαχαίρι κάθε τσαμπουκάς. Και να 'μαι τώρα εγώ, μεσήλικας αχόρταγος ανικανοποίητος ακούραστος, που συντάσσω τη δική μου λίστα, για να επιβεβαιώσω ότι το σώμα που κουβαλάω, με το μικρό ζωνάρι στο ύψος της κοιλιάς ανυποχώρητο επίμονο ενοχλητικό παρά τις δίαιτες, το ελαφρύ διπλoσάγωνo, τα γόνατα που άρχισαν να παραμορφώνονται, το δέρμα που δεν ξέρει πώς να κρύψει τα χρόνια του, αυτό το κορμί το υποχρεωτικά δικό μου, μπορεί να είναι επιθυμητό, έστω για μια φορά, έστω για λίγες μέρες ή μια νύχτα, από λαχταριστά αγόρια που έχουν τα μισά μου χρόνια. Βρήκα το βάζο με το γλυκό τώρα που άρχισα να κονταίνω και φοβάμαι πως σύντομα δεν θα μπορώ πια να το φτάσω...
Χωρίς να το ξέρει, μου δίνει ραντεβού σχεδόν έξω από το σπίτι μου, ενώ προτιμούσε να βρεθούμε σε ουδέτερο περιβάλλον. Όταν πλησιάζω και του χαμογελώ, όντας σχεδόν βέβαιος ότι εκείνος είναι (ενώ δεν έχω δει φωτογραφία του ως τώρα και τα μόνα πού ξέρω είναι τα stats του: 25, 180, 75κ.), βλέπω να εμφανίζεται στο πρόσωπό του ένα παραξένισμα, μια απορία, κάτι παραπάνω από δυσπιστία, ίσως και απογοήτευση, σαν να λέει από μέσα του για μένα «δεν μπορεί να είναι αυτός, μετά από τόσα μηνύματα τηλεφωνήματα αναβολές προσδοκίες...» Αλλά, με την πείρα τόσων μηνών σ' αυτό το παιχνίδι, αποφασίζω να αγνοήσω την έκφραση του προσώπου του, να κρατήσω το πλατύ χαμόγελό μου. Επιμένει να βεβαιωθεί, ρωτάει αν είμαι εγώ ο... Φοβάμαι πώς θα ακούσω για άλλη μια φορά την εφιαλτική φράση «Ας το αφήσουμε καλύτερα». Με δυσκολεύει η αμηχανία του, όμως γρήγορα τον πείθω να προτιμήσουμε το σπίτι μου, που είναι εδώ δίπλα [του δείχνω με το δάχτυλο το μπαλκόνι], κι όχι μια από τις κοντινές καφετέριες, όπου με ανθρώπους γύρω μας δεν θα μπορούμε να μιλήσουμε. Μπαίνουμε σε λίγο στην οικοδομή. «Αυτές οι παλιές πολυκατοικίες έχουν μια μυρωδιά... σχεδόν ίδια.» Του δίνω ένα ποτήρι νερό. Βάζω στη σιντιέρα Αρβανιτάκη. Αργότερα, θα μου πει πως προτιμάει μουσικές χάουζ καί τράνς. Θα βολευτεί μέ J.J. Johanson. [Να θυμηθώ να ζητήσω από τον Άγγελο να μου γράψει δυο-τρία σιντί με τρανς και χάουζ, αν τυχόν ξανάρθει ο Ανέστης να τα έχω... Χαμογελάω αυτάρεσκα στη σκέψη πως παλιότερα ούτε που θα μου περνούσε από το μυαλό αυτή η σατανική, τι λέω, η σαδιστική ιδέα να ζητήσω από τον πρώην-ας-πουμε-σύντροφό-μου να μου γράψει σιντί για μια περιστασιακή γνωριμία!] Ήρθε στις 9, τώρα που φεύγει έχει πάει 2 το πρωί. Κοντοστέκεται στο χωλ. «Ευχαριστώ για την παρέα.» [παύση] «Άσε, ας μην πω τίποτε άλλο.» Εγώ έχω μάθει να μη λέω ποτέ ευχαριστώ σε κάποιον επειδή μοιράστηκε για λίγο μαζί μου το κρεβάτι. Ακόμη κι αν από μέσα μου αναφωνώ τώρα αλληλούια με εκατόν είκοσι τρία λάμδα... Δεν ρωτάω θα σε ξαναδώ; ενώ καίγομαι να το ξεστομίσω, και Ανέστη που με ανέστησες! Χαμογελαστός σιωπηλός μαραμένος στην αρχή της λύπης μου, ήδη από τώρα που δεν έχει φύγει ακόμα, τον κοιτάζω να κατεβαίνει, ούτε αργά ούτε γρήγορα, τα σκαλιά. Δεν σηκώνει το κεφάλι του για μια τελευταία ματιά. Ανέστης, 25, οδηγός ταξί.
Μου γράφει στο τσατ να μην του τηλεφωνήσω. Μόνον SMS. Στέλνει μήνυμα από τον δρόμο. «Φτάνω σε λίγο.» Στέλνω SMS με οδό, αριθμό, όροφο. Κάνε μου μια αναπάντητη να σου ανοίξω την εξώπορτα κι ανέβα. Η πόρτα του διαμερίσματος θα είναι ανοιχτή. Έρχεται. Ψηλός, πάνω από 1,85. Σγουρά καστανόμαυρα μαλλιά. Μαύρο μακό μπλουζάκι μαύρο παντελόνι κάπρι. Ζητάει ένα ποτήρι νερό. Παράξενη προφορά. Από πού είσαι; «Από εδώ.» Θεσσαλονίκη; «Ναι» [σιωπή] «Αν σε παραξενεύει η ομιλία μου, είναι επειδή δεν ακούω καλά.» Τότε προσέχω πρώτη φορά το ακουστικό στο αριστερό αυτί του. Δεν χάνει χρόνο. «Δείξε μου το σπίτι σου.» Την κρεβατοκάμαρα ήθελε μόνο να δει. Κάθεται με άνεση στο κρεβάτι, απλώνει τα χέρια του και πιάνει τα δικά μου, με τραβάει πάνω του. Η γλώσσα του ψάχνει τα κατατόπια του στόματός μου. Το άρωμα της μέντας στην αναπνοή του σμίγει με τη μυρωδιά της κανέλας στη δική μου. Το σώμα του μυρίζει ακόμα χλώριο, ήταν τρεις ώρες στο κολυμβητήριο. «Το κάνω εδώ και έναν μήνα, ετοιμάζομαι για εντυπωσιακή εμφάνιση στην παραλία. Το απόγευμα έχω και γυμναστήριο», είχε πει νωρίτερα, και γελάσαμε. Με μια γρήγορη κίνηση, βγάζει το ακουστικό και το αφήνει στο κομοδίνο. Λίγο αργότερα, καθώς είναι από κάτω μου, σκύβω στο αυτί του και ξεστομίζω όσα δεν είπα ποτέ σε κανέναν. Μετά, φεύγει αμέσως. Κόβεται στο τεστ της σκάλας. Μανώλης, 24, φοιτητής.
Με πιέζει να φύγω από το γραφείο προτού λήξει το ωράριό μου, δεν έχει πολύ χρόνο. Συναντιόμαστε υπό βροχή κάπου κοντά στο σπίτι μου. Μεγάλος για τα γούστα μου, αλλά έχει κάτι που μου αρέσει. Όλα μου λένε ότι είναι ξένος. Από την προφορά του τον κάνω για Ρωσοπόντιο, Γεωργιανό ίσως, αλλά δεν ρωτάω. Φοράει ένα σώβρακο μακρύ σχεδόν ως τα γόνατα, με δυσκολία κρατιέμαι να μη βάλω τα γέλια. Όση ώρα είμαστε μαζί, το κινητό του χτυπάει συνέχεια. Από τη δουλειά του, καταλαβαίνω. Προβλήματα με ένα γκρουπ, που ζητάει πράγματα έξω από τη συμφωνία. Χαϊδεύει και μιλάει. Φιλάει και μιλάει. Αποτυγχάνει στο τεστ της σκάλας. Πέτρος, 35, υπάλληλος πρακτορείου ταξιδίων.
Περιμένει κρυμμένος στη σκιά που ρίχνει τέτοια ώρα το μεγάλο ξενοδοχείο. Νεότερος από ό,τι μου είπε (20; 21;), μικρόσωμος, μαζεύει ακόμη περισσότερο καθώς συσπειρώνεται για να προστατευτεί από την παγωνιά, φορώντας μόνο ένα μπουφάν τζην. Αργεί να χαλαρώσει, αλλά μετά είναι οκ. Μένουμε γυμνοί στο κρεβάτι. «Ένα τσιγάρο αμέσως μετά είναι ό,τι πρέπει» λέει, αλλά κανείς μας δεν είναι καπνιστής. Γελάμε. Περνάμε ώρες στον υπολογιστή και στο ίντερνετ. Φεύγει κατά τις 2.30 το πρωί. Κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο και μου χαμογελά. [Άριστα δέκα με τόνο.] Θα τηλεφωνήσει ξανά μετά από δύο μέρες. Θα ξανάρθει. Στις 3 το πρωί θα τον ρωτήσω Να σε πάω στο σπίτι σου η θέλεις να μείνεις εδώ; Θέλει να μείνει. Είναι ο πρώτος που περνάει μαζί μου μια ολόκληρη νύχτα. Κολλημένος πάνω μου, με το χέρι του να με αγγίζει ακόμη κι όταν μου έχει γυρίσει την πλάτη. Τα χαράματα νιώθω το πόδι του βαρύ πάνω στους μηρούς μου, δεν μπορώ να κουνηθώ, κάνω να τραβηχτώ και -μες στον ύπνο του; στον ξύπνο του;- με αρπάζει. Εντάξει, βρε, λέω, δεν πρόκειται να φύγω. Πάω στην τουαλέτα κι έρχομαι, αλλά είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα με την αναπάντεχη τρυφερότητά του. Πηγαίνει κι έρχεται κάθε μέρα, καμιά φορά περνάει από το γραφείο λίγο προτού σχολάσω και φεύγουμε μαζί, μαγειρεύουμε ή παίρνουμε απ' έξω, θέλει πάντα να πληρώνει και κείνος, καρφώνεται με τις ώρες στον υπολογιστή και στο ίντερνετ, κοιμάται συχνά στο σπίτι, με πλακώνει κάθε βράδυ με το πόδι του, με λέει «κάμπια» και γελάει, δεν καταλαβαίνω, «η κάμπια μετά γίνεται πεταλούδα» νομίζει ότι μου εξηγεί, πάλι δεν καταλαβαίνω, πιάνει δουλειά σε ίντερνετ καφέ, δουλεύει απανωτά τα οχτάωρα, τηλεφωνεί στις 8 το πρωί ενθουσιασμένος από τη δουλειά του, έρχεται σπίτι μόνο για ύπνο και φεύγει, «αργότερα» λέει όταν κάνω να τον χαϊδέψω, «αργότερα, να κάνω πρώτα ένα ντους», δεν κάνει, έχει περάσει κιόλας ένας μήνας, σκέφτομαι ότι ψάχνει ίσως έναν στοργικό πατέρα, φοβάμαι μήπως προσκολληθεί και μετά δεν μπορώ να του πω τέλος, κοιμάται στον καναπέ απέναντί μου ενώ δουλεύω, του τηλεφωνεί ο πρώην του αλλά τον αποπαίρνει, δουλεύει τα οχτάωρα κολλητά, του δίνω μια μέρα ένα παντελόνι τζην χακί γιατί σκίστηκε στον καβάλο το δικό του, μου αφήνει ένα μακό μπλουζάκι λερωμένο να το βάλω στο πλυντήριο μαζί με τα δικά μου, χάνεται λίγο μετά χωρίς εξήγηση, τηλεφωνώ και λέει «θα σε πάρω να τα πούμε», τηλεφωνώ ξανά και λέω έλα ν' ανταλλάξουμε μπλουζάκι και μπλουτζήν κατά το «έλα ν' ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά» του Χριστιανόπουλου, και λέει «μάλλον αύριο μεθαύριο» αλλά σιγά μην έρθει, τηλεφωνώ ξανά και τα μασάει, ο ψυχοθεραπευτής είχε πει: «δεν γίνεται να μη χάνεις τίποτε, κάθε τι πού παίρνεις έχει το τίμημά του...» Κώστας, 21, σπουδαστής ΙΕΚ Πληροφορικής.
Ονόματα πάνω σε ονόματα. Τηλέφωνα πάνω σε τηλέφωνα. Σώματα πάνω σε σώματα. Ραντεβού που δεν πάω. Ραντεβού που δεν έρχονται. Που βλέπω από μακριά και φεύγω, είχε πει: average και είναι υπέρβαρος, δήλωσε 30 και είναι πατημένα σαράντα. Που βλέπουν από μακριά και μάλλον λένε «ευχαριστώ δεν θα πάρω ». Κι άλλοι που έρχονται αποφασισμένοι για όλα και για τίποτα, ακόμα και για το τίποτα. Με βλέμματα σαν το δικό μου ακούραστα ακόρεστα διεισδυτικά να σκανάρουν τα πάντα ένα γύρω, για να βρουν τον επόμενο τέλειο σύντροφο, μια σάρκα ίδια με όλες τις άλλες σάρκες και ταυτόχρονα διαφορετική από κάθε άλλη, το πιο πιθανό κάτι πέρα κι από τη σάρκα, ένα άλλο, αδιευκρίνιστο ανεκπλήρωτο που δεν πρόκειται να χορτάσει ποτέ.
(…)
Δεν εμπιστεύομαι για πολλά πολλά τη μνήμη. Μπαίνει στις εικόνες και τις αλλάζει. Τις γυρνάει το μέσα έξω. Θολώνει τα περιγράμματα. Μπορεί να θυμάμαι ποιος ήταν, πότε, που... Μου διαφεύγει πια το τι ένιωθα τι σκεφτόμουν τι έκφραση φορούσε το πρόσωπό μου.
Περπατάω στην πόλη, φωτογραφίζω δρόμους καλντερίμια μαύρους φράχτες τείχη λιβάδια παλιά κτίρια. Καμιά φωτογραφία δεν με περιλαμβάνει. Φωτογραφίζω και τριανταφυλλιές. Είναι σαν να ανακαλύπτω μόλις τώρα ότι οι τριανταφυλλιές λίγο πιο κάτω από το άνθος είναι γεμάτες αγκάθια.
Γιώργος Αδαμίδης
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσα μου έμαθε το σώμα του
Ήταν το πιο κρύο απόγευμα Νοεμβρίου που θυμάμαι στην σαραπεντάχρονη ζωή μου, εγώ, ο Αριστείδης Καρποδίνης. Πάνω που πήγα να γυρίσω το κλειδί για να βάλω μπροστά τη μηχανή του λουλακί Toyota Corolla, και ενώ το αφεντικό μου έμπαινε να καθήσει στη θέση του συνοδηγού, χτύπησε το κινητό. Ζήτησα συγγνώμη και βγήκα από το αυτοκίνητο - είχαμε μέρες να μιλήσουμε, υποψιαζόμουνα βάσιμα πια πως κάτι άσχημο συνέβαινε, αλλά, παρ' όλα όσα μου είχαν συμβεί μέχρι τότε, ήταν αδιανόητο για μένα ότι μπορεί κάποιος που τον αγάπησες και σε αγάπησε και ζήσατε μαζί μέχρι το βράδυ που εκείνος γλίστρισε με τη μηχανή και τσάκισε το πόδι του, δεν μπορούσα ποτέ να περιμένω πως αυτός θα με χώριζε από το τηλέφωνο, ξεστομίζοντας την ακατάληπτη φράση «δεν θέλω, δεν μπορώ αυτή την περίοδο να έχω αισθήματα για ανθρώπους»! Δεν θυμάμαι τι είπα, μόνο ότι έκλεισα το τηλέφωνο αφού το έκλεισε εκείνος και αφέθηκα να βαδίζω αργά, με σκυφτό το κεφάλι, ίδιος με σκύλο που τον κλώτσησε το αφεντικό του, στη λιθόστρωτη αυλή του κτιρίου. Νομίζω ότι βάδιζα έτσι, σαν γάιδαρος στο μαγγανοπήγαδο, για ώρα πολλή, ενώ ο διευθυντής μου κάπνιζε τα Καρέλια του έξω από το αυτοκίνητο, προφανώς αποσβολωμένος γιατί πρώτη φορά με έβλεπε έτσι. Πλησίαζα πάλι στο αυτοκίνητο όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. «ΜΙΛΤΟΣ» είδα στην αναγνώριση της κλήσης - αλλά ΜΙΛΤΟΣ 2, ο άλλος Μίλτος, ο ώριμος φίλος μου από την Αθήνα, που με παρηγόρησε λέγοντας μου με τρυφερή αυστηρότητα «δεν σου επιτρέπω να στεναχωρεθείς παραπάνω από όσο αξίζει» και «όταν κλείνει μια πόρτα, σε λίγο ανοίγει μια άλλη». (Αλλά από κλειστές πόρτες άλλο τίποτα!) Για μέρες φορούσα το μαύρο σλιπ Vero που μου είχε χαρίσει, λέγοντάς μου με καμάρι πως τα φτιάχνουν στην περιοχή του — το φορούσα λες κι αυτή η επιμονή μου θα τον έκανε να επιστρέψει. Ευτυχώς, μου τηλεφώνησε «δι' ασήμαντον αφορμήν» μια βδομάδα αργότερα, και με σόκαρε η αίσθηση ελευθερίας που είχε η φωνή του, τώρα που πίστευε ότι, επιτέλους, είχε καταφέρει να σπάσει τα "δεσμά" που τον ένωναν μαζί μου. Ευτυχώς - γιατί λίγη ώρα αργότερα μπήκα επιτέλους στο ντους κι έμεινα όσο άντεχα κάτω από το νερό, μέχρι να φύγει από πάνω μου ο μαζεμένος ιδρώτας τόσων ημερών κι από μέσα μου η βαριά σκοτεινιά. Το ίδιο βράδυ άρχισα να καταγράφω σ' ένα μικρό μπλοκάκι τα συν και τα πλην αυτής της ιστορίας, που άρχισε έναν βροχερό Νοέμβρη στο Σιντριβάνι και έληξε ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα, ακριβώς δυο χρόνια αργότερα:
1. Δεν μ' αρέσει ο πόνος, όπως δεν αρέσει στους πιο πολλούς. Αλλά προτιμώ να πονάω παρά να μη νιώθω τίποτε. Έμαθα να διαχειρίζομαι τον πόνο, που κρατάει πολύ, ενώ η χαρά κρατάει λίγο• την επόμενη στιγμή δεν υπάρχει τίποτε να διαχειριστείς.
2. Σιχαίνομαι τα μονά κρεβάτια και τα άδεια σπίτια.
3. Να μην παραβλέπω τις μικρές ίσως αλλά διαφορετικές ανάγκες του άλλου.
4. Είναι τρομερή η στιγμή που καταλαβαίνεις πως, αυτό ήταν, τέλειωσε η αγάπη του για σένα.
5. Τι σημαίνει τσακισμένη ζωή.
6. Να μην τραβάω το σκοινί γιατί θα σπάσει.
7. Να βάζω λαδορίγανη στη φέτα.
8. Να μην καταδικάζω τον εαυτό μου σε συναισθηματική μοναξιά. Αλλά και να μη δέχομαι τη μιζέρια με κανένα πρόσχημα, για κανέναν λόγο.
9. Να παίρνω μικρές χωριάτικες στριφτές πίτες Champion με μυζήθρα και φέτα, σε συσκευασία 4 τεμαχίων.
10. Να τηγανίζω με σησαμέλαιο.
11. Να χρησιμοποιώ για τη σαλάτα και το μαγείρεμα λάδι Μυτιλινιώ έξτρα παρθένο.
12. Τη χαρά μου όταν άκουγα το όνομα μου από το στόμα του όπως κανείς άλλος δεν το έλεγε. Και το γέλιο του σαν άκουγε από το στόμα μου το όνομά του όπως δεν το πρόφερε άλλος κανείς.
13. Τη σπουδαιότητα μιας τρυφερής αναπνοής πίσω από το αυτί μου τη νύχτα.
14. Την παρήγορη ανακάλυψη ότι υπάρχει ο Μάρκους στην Στοκχόλμη.
15. Να κλειδώνω πάντα, προτού πάω για ύπνο, την εξώπορτα του σπιτιού και να μην αφήνω τα κλειδιά στην κλειδαριά.
16. Να φοράω μακρυμάνικο βαμβακερό μπλουζάκι στον ύπνο τον χειμώνα.
17. Να μην ξεχνώ να καθαρίσω απ' τις μικρές τριχούλες τη μύτη και τα αυτιά.
18. Να έχω πάντα αρωματικό σαπούνι ελαιολάδου με μαστίχα Χίου.
../..
../..
ΑπάντησηΔιαγραφή19. Να μην χρησιμοποιώ για κανέναν άλλο τα δύο κολωνάτα ποτήρια που μου έφερε η Μαργαρίτα από τον Βορρά, για να πίνουμε εκείνος κι εγώ. Και που τα αποδοκίμαζε, ότι «δεν είναι κρυστάλλινα», μόνο και μόνο για να με πειράξει.
20. Να έχω πάντα φρεσκοπλυμένη και μυρωδάτη από το μαλακτικό την πετσέτα του μπάνιου με τα σαξόφωνα και τις κορνέτες.
21. Να ανακατεύω καλά ψιλοκομμένα τα κομμάτια του βρασμένου κουνουπιδιού και τις ροδέλες του καρότου, ώστε το λαδολέμονο να πάει παντού.
22. Να προτιμώ το ούζο Πιτσιλαδή.
23. Τη σκοτεινή στιγμή που δεν θέλησε να κρατήσει τα κλειδιά του σπιτιού μου, όταν του τα εμπιστεύτηκα - ίσως θα έπρεπε τότε να είχα καταλάβει...
24. Το βλάσφημο «βαρέθηκα» που ξεστόμισα εγκαταλείποντας ξαφνικά το κρεβάτι, σε μια από τις πρώτες μας συναντήσεις, όταν δεν με χόρταινε και με πιλάτευε με τις ώρες.
25. Ότι στα πρώτα μου γενέθλια «μαζί» εμφανίστηκε ανάμεσα σε 50 συγγενείς και φίλους και ότι μέθυσε για να τους αντιμετωπίσει.
26. Τη στιγμή που ανακάλυψα ψείρες στις μασχάλες του.
27. Ότι το σώμα είναι μουσείο αναμνήσεων. Και ότι θα κρατήσει την αίσθηση των χεριών του, που δεν θα με ξαναχαϊδέψουν' την τέχνη των δαχτύλων του ενώ οργώνουν το σώμα μου• τη δύναμη των μπράτσων του πάνω μου' την κινητικότητα της γλώσσας του ενώ εισβάλλει στο στόμα μου και το εξερευνά ασταμάτητα, αποφεύγοντας με τέχνη το χάσμα που περιμένει ακόμη το εμφύτευμα• τη ζεστή ορμή της νιότης του.
28. Την μπουκαμβίλια-νάνο που μου χάρισε τον πρώτο καιρό και που ανθεί προκλητική και ανεξάντλητη, ενώ η σχέση που ξεκίνησε μαζί της ανήκει αμετάκλητα στην επικράτεια των αναμνήσεων.
29. Τη μέρα που μου είπε πως μυρίζει η αναπνοή μου.
30. Ό,τι αρχίζει ωραία τελειώνει με πόνο, έλεγε το παλιό λαϊκό τραγούδι. Τότε, ό,τι αρχίζει με πόνο πώς μπορεί να τελειώνει; (Είχα σημειώσει κάπου ότι δεν μου άρεσε που, στην αρχή, με δάγκωνε στο στήθος μέχρι πόνου, δικού μου πόνου...)
31. Ότι αυτό που μένει "κάθε φορά" είναι μια ξένη οδοντόβουρτσα στο μπάνιο κι ένα σημείωμα στα χέρια μου: «Προς μία αγάπη που όμοια δεν έχω γνωρίσει. Σ' αγαπώ. 12.9.90» τη μια φορά' και την άλλη: «Πώς γίνεται και τραβάω όλους τους χαζούς;» (χωρίς ημερομηνία).
32. Τη φωτογραφία όπου τα κεφάλια μας ακουμπάνε το ένα στο άλλο, μέσα στο τραίνο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, όταν επιστρέφαμε από ένα ολιγοήμερο ταξίδι μας. (Πού τη βρήκε τόση τόλμη;) Την έθαψα σ' ένα συρτάρι, να μην τη βλέπω... Αλλά την ψάχνω πότε πότε, για να την ξαναδώ.
- από το Εντευκτήριο τχ.94, Ιούλιος 2011