.
Αυτοί που έσπασαν το ταμπού της ομοφοβίας
Ρόμπυ Εκσιέλ, Εθνος, 5/4
Πόσο έτοιμο είναι το Χόλιγουντ να δεχτεί τον «σκληρό» Σον Πεν σε ρόλο γκέι ακτιβιστή δημάρχου του Σαν Φρανσίσκο; Στα 100 και πλέον έτη της ιστορίας του αμερικανικού κινηματογράφου η ομοφυλοφιλία μονάχα τα τελευταία χρόνια άρχισε να «πρωταγωνιστεί»
Πριν από λίγες εβδομάδες, θέμα δημιουργήθηκε στον αμερικανικό Τύπο όταν ο Σον Πεν απαγόρευσε την επίσκεψη οποιουδήποτε δημοσιογράφου στα πλατό της ταινίας «Μilk» στο Σαν Φρανσίσκο.
Κρίνοντας από το περιεχόμενο του φιλμ, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν πρόκειται για βέτο αδικαιολόγητο, για απλό βίτσιο κακομαθημένου σταρ. Βλέπετε, το «Μilk», που σκηνοθετεί ο γνωστός ομοφυλόφιλος κινηματογραφιστής Γκας Βαν Σαντ, αφορά τα έργα και τις ημέρες του Χάρβεϊ Μιλκ, του πρώτου ανοιχτά ομοφυλόφιλου ακτιβιστή στην αμερικανική ιστορία που πολιτεύτηκε, κατάφερε να εκλεγεί στη δημαρχία του Σαν Φρανσίσκο και να κινητοποιήσει τα πλήθη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να βρεθεί 11 μήνες μετά την έναρξη της θητείας του άγρια δολοφονημένος.
Πόσο όμως, έτοιμο είναι το Χόλιγουντ να δεχθεί έναν από τους πιο έγκριτους ηθοποιούς του, γνωστό μάλιστα για τη μάτσο οθονική του φυσιογνωμία, στον ρόλο ενός γκέι ακτιβιστή;
Για να πάμε και σε ένα άλλο ζήτημα, γενικότερο. Θα μπορούσε ένας ηθοποιός της κλάσεως και της δημοτικότητας του Πεν να αναλάβει ελαφρά τη καρδία έναν τέτοιον πρωταγωνιστικό ρόλο πριν από 20 χρόνια; Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε πιο κάτω, στις διαπιστώσεις. Στο δεύτερο, δεν θέλει και πολλή σκέψη. Απλούστατα, όχι.
Καθώς, στα 100 και πλέον έτη της ιστορίας του Χόλιγουντ, η ομοφυλοφιλία άρχισε να «μπαίνει» ουσιαστικά στις ταινίες του μονάχα τα τελευταία. Το χρονικό είναι μακρύ, γεμάτο εμπόδια, άρα και αναπόφευκτα κενά.
Ας μη γίνεται καλύτερα λόγος για τα προπολεμικά χρόνια, όταν ο λογοκριτικός πέλεκυς του κώδικα Χέιζ, έβαζε σκηνοθέτες και ηθοποιούς να λειτουργούν μονάχα με υπαινιγμούς - κι ο νοών νοείτω. Μονάχα ο πολύ προσεχτικός θεατής μπορούσε να διακρίνει τη σεξουαλική αμφισημία των ρόλων της Μάρλεν Ντίτριχ σε ταινία του Τζόζεφ Φον Στέρνμπεργκ («Μαρόκο», «Σανγκάι Εξπρές») ή της Κάθριν Χέπμπορν σε εκείνες του Τζορτζ Κιούκορ («Σίλβια Σκάρλετ»), μια και το υπονοούμενο ήταν γερά καμουφλαρισμένο από τα λαοφιλή μοτίβα του μελοδράματος ή της κωμωδίας. Αλλωστε, μιλάμε για εποχές όπου σκηνοθέτης απολυόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα από ταινία απλώς και μόνο επειδή ήταν γκέι, όπως έγινε το 1938 με τον Κιούκορ και το «Οσα παίρνει ο άνεμος».
ΜεταπολεμικάΟμως ούτε και μεταπολεμικά δεν δείχνει το Χόλιγουντ πρόθυμο να χαλαρώσει τις ανοχές του. Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ υπονοεί σαφώς αν και αποφεύγει να δηλώσει έξω από τα δόντια την ομοφυλοφιλική σχέση που συνδέει το ανδρικό δίδυμο της «Θηλιάς» (1948, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ και Τζον Νταλ) ή εκείνο του «Αγνώστου του εξπρές» (1951, Γκρέιντζερ , Ρόμπερτ Ονόκερ).
Το «Τσάι και συμπάθεια» (1956) του Βιντσέντε Μινέλι δεν διστάζει να υποδηλώσει την ομοφυλοφιλική φύση ενός νεαρού μαθητή, την κρίνει όμως «θεραπεύσιμη» σ' ένα μάλλον επιπόλαιο χάπι εντ.
Ο φόβος της λογοκρισίας εξυγιαίνει ακόμη και τα πυρετικά έργα του Τένεσι Γουίλιαμς: ο Πολ Νιούμαν δεν προδίδει ίχνος της ομοφυλοφιλίας του Μπρικ στη «Λυσσασμένη γάτα» (1958) του Ρίτσαρντ Μπρουκς, ενώ οι σεξουαλικές προτιμήσεις του χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Μοντγκόμερι Κλιφτ στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» (1959) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς μονάχα λανθάνουν.
Αυτοί που έσπασαν το ταμπού της ομοφοβίας
Ρόμπυ Εκσιέλ, Εθνος, 5/4
Πόσο έτοιμο είναι το Χόλιγουντ να δεχτεί τον «σκληρό» Σον Πεν σε ρόλο γκέι ακτιβιστή δημάρχου του Σαν Φρανσίσκο; Στα 100 και πλέον έτη της ιστορίας του αμερικανικού κινηματογράφου η ομοφυλοφιλία μονάχα τα τελευταία χρόνια άρχισε να «πρωταγωνιστεί»
Πριν από λίγες εβδομάδες, θέμα δημιουργήθηκε στον αμερικανικό Τύπο όταν ο Σον Πεν απαγόρευσε την επίσκεψη οποιουδήποτε δημοσιογράφου στα πλατό της ταινίας «Μilk» στο Σαν Φρανσίσκο.
Κρίνοντας από το περιεχόμενο του φιλμ, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν πρόκειται για βέτο αδικαιολόγητο, για απλό βίτσιο κακομαθημένου σταρ. Βλέπετε, το «Μilk», που σκηνοθετεί ο γνωστός ομοφυλόφιλος κινηματογραφιστής Γκας Βαν Σαντ, αφορά τα έργα και τις ημέρες του Χάρβεϊ Μιλκ, του πρώτου ανοιχτά ομοφυλόφιλου ακτιβιστή στην αμερικανική ιστορία που πολιτεύτηκε, κατάφερε να εκλεγεί στη δημαρχία του Σαν Φρανσίσκο και να κινητοποιήσει τα πλήθη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να βρεθεί 11 μήνες μετά την έναρξη της θητείας του άγρια δολοφονημένος.
Πόσο όμως, έτοιμο είναι το Χόλιγουντ να δεχθεί έναν από τους πιο έγκριτους ηθοποιούς του, γνωστό μάλιστα για τη μάτσο οθονική του φυσιογνωμία, στον ρόλο ενός γκέι ακτιβιστή;
Για να πάμε και σε ένα άλλο ζήτημα, γενικότερο. Θα μπορούσε ένας ηθοποιός της κλάσεως και της δημοτικότητας του Πεν να αναλάβει ελαφρά τη καρδία έναν τέτοιον πρωταγωνιστικό ρόλο πριν από 20 χρόνια; Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε πιο κάτω, στις διαπιστώσεις. Στο δεύτερο, δεν θέλει και πολλή σκέψη. Απλούστατα, όχι.
Καθώς, στα 100 και πλέον έτη της ιστορίας του Χόλιγουντ, η ομοφυλοφιλία άρχισε να «μπαίνει» ουσιαστικά στις ταινίες του μονάχα τα τελευταία. Το χρονικό είναι μακρύ, γεμάτο εμπόδια, άρα και αναπόφευκτα κενά.
Ας μη γίνεται καλύτερα λόγος για τα προπολεμικά χρόνια, όταν ο λογοκριτικός πέλεκυς του κώδικα Χέιζ, έβαζε σκηνοθέτες και ηθοποιούς να λειτουργούν μονάχα με υπαινιγμούς - κι ο νοών νοείτω. Μονάχα ο πολύ προσεχτικός θεατής μπορούσε να διακρίνει τη σεξουαλική αμφισημία των ρόλων της Μάρλεν Ντίτριχ σε ταινία του Τζόζεφ Φον Στέρνμπεργκ («Μαρόκο», «Σανγκάι Εξπρές») ή της Κάθριν Χέπμπορν σε εκείνες του Τζορτζ Κιούκορ («Σίλβια Σκάρλετ»), μια και το υπονοούμενο ήταν γερά καμουφλαρισμένο από τα λαοφιλή μοτίβα του μελοδράματος ή της κωμωδίας. Αλλωστε, μιλάμε για εποχές όπου σκηνοθέτης απολυόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα από ταινία απλώς και μόνο επειδή ήταν γκέι, όπως έγινε το 1938 με τον Κιούκορ και το «Οσα παίρνει ο άνεμος».
ΜεταπολεμικάΟμως ούτε και μεταπολεμικά δεν δείχνει το Χόλιγουντ πρόθυμο να χαλαρώσει τις ανοχές του. Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ υπονοεί σαφώς αν και αποφεύγει να δηλώσει έξω από τα δόντια την ομοφυλοφιλική σχέση που συνδέει το ανδρικό δίδυμο της «Θηλιάς» (1948, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ και Τζον Νταλ) ή εκείνο του «Αγνώστου του εξπρές» (1951, Γκρέιντζερ , Ρόμπερτ Ονόκερ).
Το «Τσάι και συμπάθεια» (1956) του Βιντσέντε Μινέλι δεν διστάζει να υποδηλώσει την ομοφυλοφιλική φύση ενός νεαρού μαθητή, την κρίνει όμως «θεραπεύσιμη» σ' ένα μάλλον επιπόλαιο χάπι εντ.
Ο φόβος της λογοκρισίας εξυγιαίνει ακόμη και τα πυρετικά έργα του Τένεσι Γουίλιαμς: ο Πολ Νιούμαν δεν προδίδει ίχνος της ομοφυλοφιλίας του Μπρικ στη «Λυσσασμένη γάτα» (1958) του Ρίτσαρντ Μπρουκς, ενώ οι σεξουαλικές προτιμήσεις του χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Μοντγκόμερι Κλιφτ στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» (1959) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς μονάχα λανθάνουν.
Τη δεκαετία του '60, με τη σταδιακή κατάρρευση του στουντιακού συστήματος αρχίζει να διαφαίνεται, πολύ διστακτικά πάντως, μια απελευθέρωση.
Ταινίες σαν το «Ψίθυροι» (1962) του Γουίλιαμ Γουάιλερ, γύρω από τη λεσβιακή σχέση δύο δασκάλων (Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Οντρεϊ Χέπμπορν) ή το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» (1987) του Τζον Χιούστον, με τον Μάρλον Μπράντο ως στρατιωτικό κρυφά ερωτευμένο μ' έναν φαντάρο, προχωράνε ένα βήμα παραπέρα την εικονοποίηση της ομοφυλοφιλίας στο σινεμά, αν και σταθερά μέσα από «αρνητικούς» δραματικά χαρακτήρες.
Πάντως το πρώτο φιλμ που είχε σαφή και απροκάλυπτη θεματική την ομοφυλοφιλία θα «σκάσει» το 1970. Είναι το «Βoys in the band», με φόντο τα νεοϋορκέζικα γκέι κλαμπ και ήρωες μια παρέα ομοφυλόφιλων ανδρών.
Σκηνοθέτης, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, που 10 χρόνια μετά θα δεχόταν τα πυρά της γκέι κοινότητας για τον τρόπο που απεικόνιζε τους ομοφυλόφιλους στο σκληρό αστυνομικό θρίλερ «Το ψωνιστήρι» με τον Αλ Πατσίνο, ο οποίος πάντως είχε ήδη προλάβει να υποδυθεί τον γκέι πρωταγωνιστή μιας σημαδιακής ταινίας του '70, του «Σκυλίσια μέρα» (1975) του Σίντνεϊ Λιούμετ, και να προταθεί μάλιστα για Οσκαρ για τον ρόλο απεγνωσμένου ληστή τραπέζης που προσπαθεί να βρει λεφτά για την εγχείρηση αλλαγής φύλου του εραστή του (Κρις Σαράντον)!
Το 1982, το Χόλιγουντ επιχειρεί να τακτικοποιήσει την γκέι θεματική στις παραγωγές του, με τρόπο παιχνιδιάρικο στις κωμωδίες υπόδυσης ταυτοτήτων «Τούτσι» και «Βίκτορ και Βικτόρια» και πιο σοβαρό και ώριμο στα δράματα «Μaking love» (Χάρι Χάμλιν, Μάικλ Οντκιν) και «Ρersonal best» (Μάριελ Χέμινγκουέι, Πατρίς Ντόνελι).
Τα δύο πρώτα θα σχίσουν, καθότι πολύ πιο ανώδυνα και με μεγάλους σταρ (Ντάστιν Χόφμαν και Τζούλι Αντριους, αντίστοιχα), τα άλλα δύο θα πατώσουν.
Το κοινό δεν είναι ακόμα έτοιμο για «βαριές» ομοφυλοφιλικές περιπτύξεις επί της οθόνης (είναι άλλωστε, τα χρόνια του Ρίγκαν) και τη διαφορά δεν θα καταφέρει να κάνει ούτε το «Φιλί της γυναίκας αράχνης» (1985) του Εκτορ Μπαμπένκο, κι ας καταχωρείται ο Γουίλιαμ Χαρτ στην ιστορία ως ο πρώτος ηθοποιός που τιμάται με Οσκαρ υποδυόμενος έναν ομοφυλόφιλο.
Σ' αυτό το σημείο, το AIDS εμφανίζεται ως μάστιγα του αιώνα μεν, αλλά και κατά έναν τρόπο ως σωτήρας του ομοφυλοφιλικού σινεμά. Η αφύπνιση ενισχύει την ανεξάρτητη παραγωγή ενώ ταινίες όπως το εξαίρετο «Longtime companion» (1990), δίνουν το κοινωνικό στίγμα.
Το Χόλιγουντ αντιδρά αρχικά με τυποποίηση (η λεσβία δολοφόνος του «Βασικού ενστίκτου» ή ο γκέι διακοσμητής του «Μπαμπά της νύφης»), «ξυπνά» όμως ουσιαστικά το 1993 με το «Φιλαδέλφεια» του Τζόναθαν Ντέμι, με τον υπερδημοφιλή... κωμικό Τομ Χανκς να επιχειρεί μια θαρραλέα σύνθεση, ως ασθενή του AIDS και εραστή τον Αντόνιο Μπαντέρας και να κερδίζει το Οσκαρ.
Εκτοτε, και με λιγοστές «ελαφρές» εξαιρέσεις (βλέπε «Φτερά και πούπουλα» με Ρόμπιν Γουίλιαμς και Νέιθαν Λέιν, ριμέικ του γαλλικού «Το κλουβί με τις τρελές), το Χόλιγουντ θα λέγαμε πως κοιτά με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα από ποτέ τον ομοφυλοφιλικού περιεχομένου κινηματογράφο.
Στα ΟσκαρΟι Οσκαρικές λίστες το δείχνουν ξεκάθαρα. Εξι υποψηφιότητες για το «Παιχνίδι των λυγμών» (1993) του Νιλ Τζόρνταν, τρεις για το «Θεοί και δαίμονες» (1998) με τον Ιαν ΜακΚέλεν στον ρόλο του γκέι σκηνοθέτη Τζέιμς Γουέιλ, μία για το «Ιn and out» (1997) με τον Κέβιν Κλάιν, πέντε για τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» (1999) του πρόσφατα χαμένου Αντονι Μινγκέλα.
Και, φυσικά, νίκες για τη Χίλαρι Σουόνκ με την ανδρόγυνη ερμηνεία της στο «Βoys dont cry» (1999), τη Νικόλ Κίντμαν ως Βιρτζίνια Γουλφ στις «Ωρες» (2002) και τη Σαρλίζ Θέρον στο «Μonster» (2003).
Το δε 2005 οι τιμές χτυπάνε κόκκινο: το πολυσυζητημένο «Το μυστικό του Brokeback Μountain» του Ανγκ Λι με τους Χιθ Λέτζερ και Τζέικ Τζίλενχαλ, προτείνοντα για οκτώ Οσκαρ και κερδίζουν τα τρία, ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν αποσπά το βραβείο Α' Ανδρικού ρόλου ως «Τρούμαν Καπότε», ενώ στις γυναίκες διαγωνίζεται η Φελίσιτι Χόφμαν ως η... τραβεστί που θέλει να κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στο «Τransamerica».
Λοιπόν, για να επιστρέψουμε στο αναπάντητο ερώτημα πόσο έτοιμο είναι το Χόλιγουντ να δεχθεί τον Σον Πεν ως γκέι ακτιβιστή; Παραδόξως λιγότερο έτοιμο από το ίδιο το κοινό. Η αλήθεια είναι ότι η «έκρηξη» του 2005 δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια. Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν ελάχιστες γκέι θεματικής ταινίες είδαν το πράσινο φως με πιο γνωστή το «Ημερολόγιο ενός σκανδάλου», ενώ η τυποποίηση επέστρεψε ξεδιάντροπα, με χαζοκωμωδίες έως και προσβλητικές τύπου «Ο κύριος του κυρίου».
Υπάρχουν αυτή τη στιγμή τουλάχιστον μισή ντουζίνα σενάρια με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο που δεν βρίσκουν παραγωγούς και χρηματοδότες ενώ αξίζει να σημειώσουμε πως το ίδιο το «Μilk» του Γκας Βαν Σαντ βασίζεται σε ένα παλιό ανυλοποίητο επί 16 χρόνια σχέδιο.
Το περίεργο είναι πως αυτό το «ξαναμάζεμα» στο σινεμά συντελείται την ίδια στιγμή που η τηλεόραση εμφανίζει πρωτόγνωρη στην ιστορία της ανοχή προς τους γκέι χαρακτήρες.
Μετά το «Sex and the city» και την κωμική σειρά «Will and Grace» η τρέχουσα τηλεοπτική παραγωγή δεν χρειάζεται καθόλου να απολογείται για απελευθερωμένα σόους όπως το «Νip/tuck» τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» ή το «Ualy Βetty», σειρές που φιλοξενούν τουλάχιστον έναν γκέι χαρακτήρα, ενώ ας μην ξεχνάμε πως δύο από τις διασημότερες παρουσιάστριες της αμερικανικής TV, η Ρόζι Ο Ντόνελ και η Ελεν Ντε Τζενέρις, είναι δηλωμένες ομοφυλόφιλες.
Τι φταίει; Σύμφωνα με ένα πρόσφατο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο σε αμερικανικό έντυπο, απλώς η... ηλικία. Οι στατιστικές δείχνουν πως ο κινηματογραφικός χώρος διοικείται από ανθρώπους πολύ γηραιότερους σε ηλικία από ό,τι εκείνος της τηλεόρασης άρα εκ των πραγμάτων λιγότερο ελαστικούς και πολύ πιο επιφυλακτικούς στις επιλογές τους.
Μένει να δούμε αν το «Μilk» θα καταφέρει να ανατρέψει εκ νέου αυτόν τον συντηρητισμό δια του έγκριτου εκπροσώπου της ίδιας της βιομηχανίας του 47χρονου Σον Πεν. Σε αυτό άλλωστε, να αποσκοπεί ίσως η ημερομηνία πρεμιέρας της ταινίας στις αρχές Νοεμβρίου, στη μέση δηλαδή της ετήσιας Οσκαρικής φιλολογίας.
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ... ΜΠΑΝΙΕΡΑ!
Ταινίες σαν το «Ψίθυροι» (1962) του Γουίλιαμ Γουάιλερ, γύρω από τη λεσβιακή σχέση δύο δασκάλων (Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Οντρεϊ Χέπμπορν) ή το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» (1987) του Τζον Χιούστον, με τον Μάρλον Μπράντο ως στρατιωτικό κρυφά ερωτευμένο μ' έναν φαντάρο, προχωράνε ένα βήμα παραπέρα την εικονοποίηση της ομοφυλοφιλίας στο σινεμά, αν και σταθερά μέσα από «αρνητικούς» δραματικά χαρακτήρες.
Πάντως το πρώτο φιλμ που είχε σαφή και απροκάλυπτη θεματική την ομοφυλοφιλία θα «σκάσει» το 1970. Είναι το «Βoys in the band», με φόντο τα νεοϋορκέζικα γκέι κλαμπ και ήρωες μια παρέα ομοφυλόφιλων ανδρών.
Σκηνοθέτης, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, που 10 χρόνια μετά θα δεχόταν τα πυρά της γκέι κοινότητας για τον τρόπο που απεικόνιζε τους ομοφυλόφιλους στο σκληρό αστυνομικό θρίλερ «Το ψωνιστήρι» με τον Αλ Πατσίνο, ο οποίος πάντως είχε ήδη προλάβει να υποδυθεί τον γκέι πρωταγωνιστή μιας σημαδιακής ταινίας του '70, του «Σκυλίσια μέρα» (1975) του Σίντνεϊ Λιούμετ, και να προταθεί μάλιστα για Οσκαρ για τον ρόλο απεγνωσμένου ληστή τραπέζης που προσπαθεί να βρει λεφτά για την εγχείρηση αλλαγής φύλου του εραστή του (Κρις Σαράντον)!
Το 1982, το Χόλιγουντ επιχειρεί να τακτικοποιήσει την γκέι θεματική στις παραγωγές του, με τρόπο παιχνιδιάρικο στις κωμωδίες υπόδυσης ταυτοτήτων «Τούτσι» και «Βίκτορ και Βικτόρια» και πιο σοβαρό και ώριμο στα δράματα «Μaking love» (Χάρι Χάμλιν, Μάικλ Οντκιν) και «Ρersonal best» (Μάριελ Χέμινγκουέι, Πατρίς Ντόνελι).
Τα δύο πρώτα θα σχίσουν, καθότι πολύ πιο ανώδυνα και με μεγάλους σταρ (Ντάστιν Χόφμαν και Τζούλι Αντριους, αντίστοιχα), τα άλλα δύο θα πατώσουν.
Το κοινό δεν είναι ακόμα έτοιμο για «βαριές» ομοφυλοφιλικές περιπτύξεις επί της οθόνης (είναι άλλωστε, τα χρόνια του Ρίγκαν) και τη διαφορά δεν θα καταφέρει να κάνει ούτε το «Φιλί της γυναίκας αράχνης» (1985) του Εκτορ Μπαμπένκο, κι ας καταχωρείται ο Γουίλιαμ Χαρτ στην ιστορία ως ο πρώτος ηθοποιός που τιμάται με Οσκαρ υποδυόμενος έναν ομοφυλόφιλο.
Σ' αυτό το σημείο, το AIDS εμφανίζεται ως μάστιγα του αιώνα μεν, αλλά και κατά έναν τρόπο ως σωτήρας του ομοφυλοφιλικού σινεμά. Η αφύπνιση ενισχύει την ανεξάρτητη παραγωγή ενώ ταινίες όπως το εξαίρετο «Longtime companion» (1990), δίνουν το κοινωνικό στίγμα.
Το Χόλιγουντ αντιδρά αρχικά με τυποποίηση (η λεσβία δολοφόνος του «Βασικού ενστίκτου» ή ο γκέι διακοσμητής του «Μπαμπά της νύφης»), «ξυπνά» όμως ουσιαστικά το 1993 με το «Φιλαδέλφεια» του Τζόναθαν Ντέμι, με τον υπερδημοφιλή... κωμικό Τομ Χανκς να επιχειρεί μια θαρραλέα σύνθεση, ως ασθενή του AIDS και εραστή τον Αντόνιο Μπαντέρας και να κερδίζει το Οσκαρ.
Εκτοτε, και με λιγοστές «ελαφρές» εξαιρέσεις (βλέπε «Φτερά και πούπουλα» με Ρόμπιν Γουίλιαμς και Νέιθαν Λέιν, ριμέικ του γαλλικού «Το κλουβί με τις τρελές), το Χόλιγουντ θα λέγαμε πως κοιτά με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα από ποτέ τον ομοφυλοφιλικού περιεχομένου κινηματογράφο.
Στα ΟσκαρΟι Οσκαρικές λίστες το δείχνουν ξεκάθαρα. Εξι υποψηφιότητες για το «Παιχνίδι των λυγμών» (1993) του Νιλ Τζόρνταν, τρεις για το «Θεοί και δαίμονες» (1998) με τον Ιαν ΜακΚέλεν στον ρόλο του γκέι σκηνοθέτη Τζέιμς Γουέιλ, μία για το «Ιn and out» (1997) με τον Κέβιν Κλάιν, πέντε για τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» (1999) του πρόσφατα χαμένου Αντονι Μινγκέλα.
Και, φυσικά, νίκες για τη Χίλαρι Σουόνκ με την ανδρόγυνη ερμηνεία της στο «Βoys dont cry» (1999), τη Νικόλ Κίντμαν ως Βιρτζίνια Γουλφ στις «Ωρες» (2002) και τη Σαρλίζ Θέρον στο «Μonster» (2003).
Το δε 2005 οι τιμές χτυπάνε κόκκινο: το πολυσυζητημένο «Το μυστικό του Brokeback Μountain» του Ανγκ Λι με τους Χιθ Λέτζερ και Τζέικ Τζίλενχαλ, προτείνοντα για οκτώ Οσκαρ και κερδίζουν τα τρία, ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν αποσπά το βραβείο Α' Ανδρικού ρόλου ως «Τρούμαν Καπότε», ενώ στις γυναίκες διαγωνίζεται η Φελίσιτι Χόφμαν ως η... τραβεστί που θέλει να κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στο «Τransamerica».
Λοιπόν, για να επιστρέψουμε στο αναπάντητο ερώτημα πόσο έτοιμο είναι το Χόλιγουντ να δεχθεί τον Σον Πεν ως γκέι ακτιβιστή; Παραδόξως λιγότερο έτοιμο από το ίδιο το κοινό. Η αλήθεια είναι ότι η «έκρηξη» του 2005 δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια. Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν ελάχιστες γκέι θεματικής ταινίες είδαν το πράσινο φως με πιο γνωστή το «Ημερολόγιο ενός σκανδάλου», ενώ η τυποποίηση επέστρεψε ξεδιάντροπα, με χαζοκωμωδίες έως και προσβλητικές τύπου «Ο κύριος του κυρίου».
Υπάρχουν αυτή τη στιγμή τουλάχιστον μισή ντουζίνα σενάρια με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο που δεν βρίσκουν παραγωγούς και χρηματοδότες ενώ αξίζει να σημειώσουμε πως το ίδιο το «Μilk» του Γκας Βαν Σαντ βασίζεται σε ένα παλιό ανυλοποίητο επί 16 χρόνια σχέδιο.
Το περίεργο είναι πως αυτό το «ξαναμάζεμα» στο σινεμά συντελείται την ίδια στιγμή που η τηλεόραση εμφανίζει πρωτόγνωρη στην ιστορία της ανοχή προς τους γκέι χαρακτήρες.
Μετά το «Sex and the city» και την κωμική σειρά «Will and Grace» η τρέχουσα τηλεοπτική παραγωγή δεν χρειάζεται καθόλου να απολογείται για απελευθερωμένα σόους όπως το «Νip/tuck» τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» ή το «Ualy Βetty», σειρές που φιλοξενούν τουλάχιστον έναν γκέι χαρακτήρα, ενώ ας μην ξεχνάμε πως δύο από τις διασημότερες παρουσιάστριες της αμερικανικής TV, η Ρόζι Ο Ντόνελ και η Ελεν Ντε Τζενέρις, είναι δηλωμένες ομοφυλόφιλες.
Τι φταίει; Σύμφωνα με ένα πρόσφατο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο σε αμερικανικό έντυπο, απλώς η... ηλικία. Οι στατιστικές δείχνουν πως ο κινηματογραφικός χώρος διοικείται από ανθρώπους πολύ γηραιότερους σε ηλικία από ό,τι εκείνος της τηλεόρασης άρα εκ των πραγμάτων λιγότερο ελαστικούς και πολύ πιο επιφυλακτικούς στις επιλογές τους.
Μένει να δούμε αν το «Μilk» θα καταφέρει να ανατρέψει εκ νέου αυτόν τον συντηρητισμό δια του έγκριτου εκπροσώπου της ίδιας της βιομηχανίας του 47χρονου Σον Πεν. Σε αυτό άλλωστε, να αποσκοπεί ίσως η ημερομηνία πρεμιέρας της ταινίας στις αρχές Νοεμβρίου, στη μέση δηλαδή της ετήσιας Οσκαρικής φιλολογίας.
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ... ΜΠΑΝΙΕΡΑ!
Στην ταινία «milk» του Γκας Βαν Σαντ, τον διαβόητο δήμαρχο του Σαν Φρανσίκσο Χάρβεϊ Μιλκ υποδύεται ο Σον Πεν, στο πλαίσιο ενός σεναρίου που, απ' ό,τι ακούγεται, πριμοδοτεί τον καίριο ρόλο του μακαρίτη πολιτικού στην Αμερική των μεταλλασσόμενων ηθών, όμως δεν αποφεύγει λεπτομέρειες από τον προσωπικό του βίο, και ιδίως τη σχέση του με τον νεότερο φίλο του (τον ενσαρκώνει ο Τζέιμς Φράνκο), η οποία μάλιστα εικονογραφείται μέσα από ερωτικές σκηνές, όπως εκείνη μέσα σε μια... μπανιέρα!
Δοθέντων αυτών, ήταν λογικό ο 47χρονος Πεν να θέλει να κρατήσει τα γυρίσματα σε μυστικότητα για να αποφύγει να δώσει λαβή στον όποιον επίδοξο σκανδαλολόγο να γράψει το δικό του... σενάριο στα ταμπλόιντ, εθνικά ή περιφερειακά.
Περιττό να πούμε πως τη λαβή θα την έδινε ο Πεν ούτως ή άλλως. Οι κουτσομπολίστες καριέρας θα βγάλουν «ζουμί» ακόμη κι απ' αυτή την άρνηση, για να γράψουν ό,τι τους κατέβει.
Δοθέντων αυτών, ήταν λογικό ο 47χρονος Πεν να θέλει να κρατήσει τα γυρίσματα σε μυστικότητα για να αποφύγει να δώσει λαβή στον όποιον επίδοξο σκανδαλολόγο να γράψει το δικό του... σενάριο στα ταμπλόιντ, εθνικά ή περιφερειακά.
Περιττό να πούμε πως τη λαβή θα την έδινε ο Πεν ούτως ή άλλως. Οι κουτσομπολίστες καριέρας θα βγάλουν «ζουμί» ακόμη κι απ' αυτή την άρνηση, για να γράψουν ό,τι τους κατέβει.
Μέχρι σήμερα όσες ταινίες του Χόλιγουντ είδα αντιμετωπίζουνε τους gay σαν γραφικούς και σαν προβληματικούς. Μόνο στο Brokeback Μountain ήτανε σαν τους συνηθισμένους ανθρώπους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗλιάδης