.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στο Σχέδιο Νόμου
«Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης»
Ι. ΓΕΝΙΚΑ
Η συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου χωρίς γάμο αποτελεί εναλλακτικό μόρφωμα οικογένειας, που εμφανίζεται στις σημερινές κοινωνίες με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Οι λόγοι που οδηγούν στην «ελεύθερη συμβίωση» μπορεί να είναι είτε η αδυναμία, για νομικούς λόγους, να συναφθεί γάμος, είτε η επιλογή κάποιων ζευγών, που επιθυμούν τη μόνιμη συμβίωση, αλλά σε πιο χαλαρή μορφή από ό,τι συνεπάγεται ο γάμος. Παλαιότερα, τόσο η κοινωνική συνείδηση, όσο και ο νόμος, αποδοκίμαζαν την εξώγαμη συμβίωση· οι χαρακτηρισμοί, άλλωστε, «παλλακεία» και «παράνομη συμβίωση», που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για να υποδηλώσουν την εξώγαμη συμβίωση, απέδιδαν αυτήν ακριβώς την αποδοκιμασία.
Στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή, μορφή οικογενειακής ζωής. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση (υπόθεση Johnston, 18.12.1986, υπόθεση Saucedo Gomez, 26.1.1999), χωρίς ωστόσο και να εισάγει θετική υποχρέωση των κρατών-μελών για θεσμική αναγνώριση της εξώγαμης συμβίωσης.
Το Σύνταγμα στο άρθρο 21 § 1 προστατεύει το γάμο και την οικογένεια. Οικογένεια μπορεί, επομένως, να υπάρξει και χωρίς γάμο, αφού αν το Σύνταγμα ήθελε να περιορίσει τη θεσμική εγγύηση μόνο στην οικογένεια που απορρέει από το γάμο, θα αρκούσε, στο άρθρο 21 § 1, μόνο η μνεία του γάμου. Άλλωστε, η ελεύθερη συμβίωση καλύπτεται συνταγματικά και από το άρθρο 5 § 1, που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Το Σύνταγμα δεν επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει την ελεύθερη συμβίωση· ούτε, όμως, απαγορεύει τη ρύθμιση αυτή. Η νομοθετική κατοχύρωση της ελεύθερης ένωσης δεν προσβάλλει το θεσμό του γάμου. Ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται από το Σύνταγμα να αναγνωρίσει και να ρυθμίσει μία εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης ετερόφυλων προσώπων, η οποία είναι διαφορετική, τόσο ως προς τη σύναψη, όσο και ως προς τις έννομες συνέπειες και τη λύση της, από το γάμο.
Το αίτημα για νομοθετική αναγνώριση και ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης έχει οδηγήσει τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στη θέσπιση σχετικών νόμων. Οι νόμοι αυτοί αφορούν είτε την αναγνωρισμένη εξώγαμη συμβίωση ετερόφυλων και ομόφυλων προσώπων (Γαλλία, Pacte Civil de Solidarité, Βέλγιο, με παράλληλη δυνατότητα γάμου για ομόφυλα ζεύγη, Ολλανδία, όπου προβλέπεται και γάμος για τα ομόφυλα ζεύγη), είτε μόνο σε ομόφυλα ζεύγη (Γερμανία, Δανία, Μεγ. Βρετανία, Νορβηγία, Σουηδία).
Το προκείμενο σχέδιο νόμου αφορά αποκλειστικά την ελεύθερη συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου. Ανεξάρτητα από τις αμφισβητήσεις σχετικά με το ηθικά, κοινωνικά και νομικά αποδεκτό και τη σκοπιμότητα για τη θεσμοποίηση ενώσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, η διαφορετικότητα των καταστάσεων συνηγορεί για την χωριστή νομοθετική αντιμετώπισή τους.
Οι ρυθμίσεις του σχεδίου έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι ο αμιγώς συμβατικός τύπος, που απαιτείται για την κατάρτιση του «συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης», η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα μέρη να ρυθμίσουν συμβατικά τις περιουσιακές τους σχέσεις και το ελευθέρως διαλυτό του συμφώνου. Από το άλλο μέρος, όμως, η ανάγκη για ίση νομική μεταχείριση και για κοινωνική προστασία των προσώπων, που επιλέγουν την εναλλακτική αυτή μορφή συμβίωσης, επιβάλλει την ανάλογη εφαρμογή διατάξεων εργατικού, ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού, δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και στα πρόσωπα που θα συμβιώνουν, έχοντας καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, καθιστώντας ενδεχομένως αναγκαίες και άλλες νομοθετικές παρεμβάσεις. Το γεγονός, όμως, ότι η ελεύθερη συμβίωση αποτελεί πιο χαλαρή μορφή συμβίωσης, σε σχέση με το γάμο, δικαιολογεί ορισμένες αποκλίσεις, σε σχέση με ό,τι ισχύει στο γάμο, όπως, π.χ., συμβαίνει με το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου.
Η βασική ιδέα που διατρέχει το σχέδιο νόμου συνίσταται στο ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης αποτελεί εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και όχι μία μορφή «χαλαρού» γάμου. Θα πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης δεν αποκλείει την ύπαρξη ελεύθερων συμβιώσεων, που θα υφίστανται χωρίς τη σύναψή του· οι συμβιώσεις αυτές θα εξακολουθούν να έχουν τη νομική σημασία, που έχουν και σήμερα, όπως, π.χ. συμβαίνει με τη δυνατότητα προσφυγής σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (ΑΚ 1456) ή με τη στέρηση διατροφής μετά το διαζύγιο (ΑΚ 1444).
ΙΙ. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Στο άρθρο 1 του σχεδίου ορίζεται ότι η σύναψη του συμφώνου είναι επιτρεπτή αποκλειστικά και μόνο σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου και καθορίζεται ο συστατικός τύπος του συμφώνου, που είναι το συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η δήλωση στο ληξιαρχείο της συμφωνίας και η καταχώρισή της σε ειδικό βιβλίο, με τη σύνταξη σχετικής ληξιαρχικής πράξης, έχουν απλώς αποδεικτική ισχύ. Οι σχετικές λεπτομέρειες θα ρυθμιστούν με νομοθετικές τροποποιήσεις στο ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων».
Στο άρθρο 2 θεσπίζονται οι θετικές και αρνητικές (κωλύματα) προϋποθέσεις για τη σύναψη του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Ειδικότερα απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς δυνατότητα απόκλισης. Σχετικά με τις αρνητικές προϋποθέσεις, υιοθετούνται τα ίδια κωλύματα, που ισχύουν και για το γάμο, με εξαίρεση την πλάγια αγχιστεία. Κρίθηκε ότι δεν θα πρέπει το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης να λειτουργεί σαν υποκατάστατο του γάμου, όταν υπάρχουν κωλύματα για την τέλεση γάμου. Η εκ πλαγίου, όμως, συγγένεια εξ αγχιστείας θεωρήθηκε ότι είναι υπερβολικό να εμποδίζει τη σύναψη του συμφώνου.
Στο άρθρο 3 καθιερώνεται σχετική ακυρότητα του συμφώνου, την οποία μπορεί να προβάλλουν μόνο τα πρόσωπα που το συνήψαν, τρίτοι που επικαλούνται οικογενειακό ή κληρονομικό έννομο συμφέρον (π.χ. τα τέκνα από προηγούμενο γάμο), καθώς και αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας, αν θίγεται η δημόσια τάξη (π.χ. σύμφωνο μεταξύ στενών συγγενών).
Άκυρο μπορεί να είναι το σύμφωνο, τόσο για τους γενικούς λόγους ακυρότητας των δικαιοπραξιών, όσο και για παράβαση των διατάξεων του νόμου. Είναι ευνόητο ότι το σύμφωνο μπορεί να είναι ακυρώσιμο για ελαττώματα στη βούληση των μερών, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις περί ακυρωσίας.
Στο άρθρο 4 ρυθμίζεται η λύση του συμφώνου. Εκτός από τη λύση με θάνατο, το σύμφωνο λύνεται αυτοδικαίως και αν συναφθεί γάμος, είτε μεταξύ των ίδιων των προσώπων που συμβιώνουν, είτε μεταξύ οποιουδήποτε από αυτά με τρίτο πρόσωπο.
Το σύμφωνο λύνεται και με νέα, αντίθετη συμβολαιογραφική συμφωνία, αλλά και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση. Στην τελευταία περίπτωση, η λύση επέρχεται από τη στιγμή κατά την οποία η μονομερής αυτή δήλωση θα επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή στο άλλο μέρος. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία ή η δήλωση καταχωρίζεται στο ληξιαρχείο.
Στο άρθρο 5 ρυθμίζεται το επώνυμο των προσώπων που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Η ρύθμιση είναι όμοια με ό,τι ισχύει στο γάμο.
Το άρθρο 6 αφορά τις περιουσιακές σχέσεις. Σύμφωνα με τη διάταξη, τα πρόσωπα που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, ρυθμίζουν και τις περιουσιακές τους σχέσεις, με ειδικότερες συμφωνίες που υποχρεωτικά εντάσσονται στο σύμφωνο. Σχετικές συμφωνίες, που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο συμβολαιογραφικό συστατικό σύμφωνο, είναι άκυρες, είτε γίνουν παράλληλα, είτε μετά τη σύναψη του συμφώνου.
Ειδικά για ό,τι αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου, η τύχη του, μετά τη λύση του, καθορίζεται καταρχήν από τη σχετική συμφωνία των μερών, που υποχρεωτικά ενσωματώνεται στο σύμφωνο. Αν δεν υπάρχει, παρόμοια συμφωνία, προβλέπεται αξίωση στα αποκτήματα, εφόσον αποδειχθεί από τον ενάγοντα η ύπαρξη και η έκταση της συμβολής. Δεν υπάρχει, δηλαδή, τεκμήριο συμβολής. Η αξίωση στρέφεται κατά των κληρονόμων του υποχρέου, δεν κληρονομείται, όμως, από τους κληρονόμους του δικαιούχου, ούτε γεννάται στο πρόσωπό τους. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του συμφώνου, δηλαδή από το θάνατο, τη σύναψη γάμου (με τρίτο πρόσωπο), τη χρονολογία της συμφωνίας για τη λύση ή τη χρονολογία, κατά την οποία επιδόθηκε η μονομερής δήλωση για τη λύση του συμφώνου.
Στο άρθρο 7 αντιμετωπίζεται η διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα μέρη μπορούν, υποχρεωτικά με το συμβολαιογραφικό συστατικό σύμφωνο, να προβλέψουν συμβατική υποχρέωση διατροφής, για μετά τη λύση του συμφώνου. Η συμβατική αυτή αξίωση διατροφής είναι έγκυρη μόνο για την περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λύση του συμφώνου, θα υπάρχει αδυναμία αυτοδιατροφής, υπό την έννοια του άρθρου 1486 § 1 ΑΚ. Δεν κρίνεται, δηλαδή, σκόπιμο να συμφωνείται υποχρέωση διατροφής, που θα τείνει στον πλουτισμό του άλλου.
Η συμφωνία για διατροφή δεν ισχύει, αν το σύμφωνο λυθεί με θάνατο, οπότε θα υπάρχει κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος προσώπου και επομένως η συμβατική υποχρέωση διατροφής δεν βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου. Η συμφωνία δεν ισχύει, επίσης, αν το σύμφωνο λυθεί αυτοδικαίως με το γάμο ενός από τα συμβιούντα πρόσωπα με τρίτον.
Ο υπόχρεος της συμβατικής αξίωσης διατροφής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωση αυτή, προβάλλοντας την κατά το άρθρο 1487 ΑΚ ένσταση διακινδύνευσης, όταν υποχρεούται εκ του νόμου σε διατροφή συζύγου ή (και) ανήλικων τέκνων του, είτε από την ελεύθερη συμβίωση, είτε από γάμο, είτε εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισμένων, είτε υιοθετημένων. Ο δικαιούχος, πάντως, συμπορεύεται με διαζευγμένο σύζυγο του υποχρέου και προηγείται κάθε άλλου δικαιούχου (π.χ. ενήλικων τέκνων ή γονέων του υποχρέου).
Η ρύθμιση του άρθρου αυτού δεν ισχύει για την περίπτωση κατά την οποία το σύμφωνο είναι άκυρο.
Με το άρθρο 8 καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο πατρότητας για τον άνδρα που συζεί με σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης με τη μητέρα του τέκνου, εφόσον αυτό γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας ή την ακύρωσή του. Αν αναγνωρισθεί η ακυρότητα του συμφώνου ή αν αυτό ακυρωθεί, το τεκμήριο εξακολουθεί να ισχύει. Για την προσβολή του τεκμηρίου ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την προσβολή πατρότητας τέκνου καταγόμενου από γάμο (ΑΚ 1466 επ.), καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ.
Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται το επώνυμο των τέκνων, το οποίο επιλέγεται από τα πρόσωπα που συνάπτουν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους· η δήλωση αυτή περιέχεται υποχρεωτικά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο συστήνεται το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Η ρύθμιση είναι ανάλογη με ό,τι ισχύει για τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο, με τη διαφορά ότι η παράλειψη της δήλωσης δεν συνεπάγεται την επικράτηση του επωνύμου του πατέρα, αλλά διπλό επώνυμο. Και τούτο, γιατί μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 116 § 2 του Συντάγματος, που προέβλεπε τη δυνατότητα αποκλίσεων από τη συνταγματική αρχή της ισονομίας των φύλων για «αποχρώντες λόγους», η προτίμηση του επωνύμου του πατέρα δεν έχει πλέον συνταγματικό έρεισμα.
Το άρθρο 10 αναφέρεται στη γονική μέριμνα τέκνων που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Όπως συμβαίνει και με το επώνυμο, έτσι και στο ζήτημα της γονικής μέριμνας, τα τέκνα αυτά εξομοιώνονται απολύτως με τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο. Τόσο κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, όσο και μετά τη λύση του συμφώνου, ισχύουν αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (και του ΚΠολΔ) για τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο.
Το άρθρο 11 επεκτείνει το δικαίωμα του έγγαμου ζεύγους για από κοινού υιοθεσία, ταυτόχρονη ή διαδοχική (ΑΚ 1545), και στο ζεύγος που συμβιώνει, έχοντας καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Αν το σύμφωνο είναι άκυρο ή αν ακυρωθεί, η υιοθεσία παραμένει ισχυρή. Η ρύθμιση αποβλέπει στην προστασία του θετού τέκνου, το οποίο δεν θα πρέπει να βρεθεί σε μετέωρη νομικά κατάσταση.
Με το άρθρο 12 ρυθμίζονται οι κληρονομικές σχέσεις των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Το άρθρο αναγνωρίζει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου και δικαίωμα νόμιμης μοίρας στο πρόσωπο που επιζεί. Το εξ αδιαθέτου, όμως, ποσοστό του επιζώντος συντρόφου είναι μειωμένο, σε σχέση με εκείνο του επιζώντος συζύγου. Ανέρχεται στο 1/6 της κληρονομίας, αν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης, δηλαδή, με κατιόντες του κληρονομουμένου, είτε αυτοί προέρχονται από την ελεύθερη συμβίωση, είτε από γάμο, είτε από εξώγαμη και εκτός συμφώνου ελεύθερης ένωσης σχέση και υπάρχει αναγνώριση της πατρότητας· στο 1/3, αν συντρέχει με κληρονόμους των υπόλοιπων τάξεων. Αν δεν υπάρχει κανείς συγγενής, που να κληρονομεί εξ αδιαθέτου τον κληρονομούμενο, οπότε ο επιζών σύντροφος καλείται σε ολόκληρη την κληρονομία. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από τη χαλαρότερη μορφή της ελεύθερης συμβίωσης, σε σχέση με το γάμο.
Στο άρθρο 13 ορίζεται ότι κάθε διάταξη της ισχύουσας νομοθεσίας, που αναφέρεται σε συζύγους, ισχύει αναλόγως και για τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Αν η ανάλογη αυτή εφαρμογή δεν επαρκεί για να εξασφαλισθούν τα δικαιώματά τους –ιδίως δικαιώματα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά– επιβάλλεται η νομοθετική παρέμβαση.
Το άρθρο 14 επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου 256 περίπτ. 1 ΑΚ και στα πρόσωπα που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεδομένου ότι οι ίδιοι λόγοι που δυσχεραίνουν την άσκηση αξιώσεων, όσο διαρκεί ο γάμος, ισχύουν και για τα πρόσωπα αυτά.
Με το άρθρο 15 το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται στις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των προσώπων που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, στις σχέσεις τους με τα τέκνα, που γεννήθηκαν από τη συμβίωσή τους, καθώς και στις κληρονομικές σχέσεις, εφόσον το σύμφωνο έχει συναφθεί στην Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία, αφού το νομικό καθεστώς που διέπει την ελεύθερη συμβίωση στις διάφορες χώρες παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, με συνέπεια η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου, με βάση κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, να οδηγεί σε ανασφάλεια δικαίου.
(Αναδημοσίευση από http://www.sakkoulas.com/ )
Στο Σχέδιο Νόμου
«Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης»
Ι. ΓΕΝΙΚΑ
Η συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου χωρίς γάμο αποτελεί εναλλακτικό μόρφωμα οικογένειας, που εμφανίζεται στις σημερινές κοινωνίες με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Οι λόγοι που οδηγούν στην «ελεύθερη συμβίωση» μπορεί να είναι είτε η αδυναμία, για νομικούς λόγους, να συναφθεί γάμος, είτε η επιλογή κάποιων ζευγών, που επιθυμούν τη μόνιμη συμβίωση, αλλά σε πιο χαλαρή μορφή από ό,τι συνεπάγεται ο γάμος. Παλαιότερα, τόσο η κοινωνική συνείδηση, όσο και ο νόμος, αποδοκίμαζαν την εξώγαμη συμβίωση· οι χαρακτηρισμοί, άλλωστε, «παλλακεία» και «παράνομη συμβίωση», που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για να υποδηλώσουν την εξώγαμη συμβίωση, απέδιδαν αυτήν ακριβώς την αποδοκιμασία.
Στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή, μορφή οικογενειακής ζωής. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση (υπόθεση Johnston, 18.12.1986, υπόθεση Saucedo Gomez, 26.1.1999), χωρίς ωστόσο και να εισάγει θετική υποχρέωση των κρατών-μελών για θεσμική αναγνώριση της εξώγαμης συμβίωσης.
Το Σύνταγμα στο άρθρο 21 § 1 προστατεύει το γάμο και την οικογένεια. Οικογένεια μπορεί, επομένως, να υπάρξει και χωρίς γάμο, αφού αν το Σύνταγμα ήθελε να περιορίσει τη θεσμική εγγύηση μόνο στην οικογένεια που απορρέει από το γάμο, θα αρκούσε, στο άρθρο 21 § 1, μόνο η μνεία του γάμου. Άλλωστε, η ελεύθερη συμβίωση καλύπτεται συνταγματικά και από το άρθρο 5 § 1, που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Το Σύνταγμα δεν επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει την ελεύθερη συμβίωση· ούτε, όμως, απαγορεύει τη ρύθμιση αυτή. Η νομοθετική κατοχύρωση της ελεύθερης ένωσης δεν προσβάλλει το θεσμό του γάμου. Ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται από το Σύνταγμα να αναγνωρίσει και να ρυθμίσει μία εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης ετερόφυλων προσώπων, η οποία είναι διαφορετική, τόσο ως προς τη σύναψη, όσο και ως προς τις έννομες συνέπειες και τη λύση της, από το γάμο.
Το αίτημα για νομοθετική αναγνώριση και ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης έχει οδηγήσει τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στη θέσπιση σχετικών νόμων. Οι νόμοι αυτοί αφορούν είτε την αναγνωρισμένη εξώγαμη συμβίωση ετερόφυλων και ομόφυλων προσώπων (Γαλλία, Pacte Civil de Solidarité, Βέλγιο, με παράλληλη δυνατότητα γάμου για ομόφυλα ζεύγη, Ολλανδία, όπου προβλέπεται και γάμος για τα ομόφυλα ζεύγη), είτε μόνο σε ομόφυλα ζεύγη (Γερμανία, Δανία, Μεγ. Βρετανία, Νορβηγία, Σουηδία).
Το προκείμενο σχέδιο νόμου αφορά αποκλειστικά την ελεύθερη συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου. Ανεξάρτητα από τις αμφισβητήσεις σχετικά με το ηθικά, κοινωνικά και νομικά αποδεκτό και τη σκοπιμότητα για τη θεσμοποίηση ενώσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, η διαφορετικότητα των καταστάσεων συνηγορεί για την χωριστή νομοθετική αντιμετώπισή τους.
Οι ρυθμίσεις του σχεδίου έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι ο αμιγώς συμβατικός τύπος, που απαιτείται για την κατάρτιση του «συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης», η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα μέρη να ρυθμίσουν συμβατικά τις περιουσιακές τους σχέσεις και το ελευθέρως διαλυτό του συμφώνου. Από το άλλο μέρος, όμως, η ανάγκη για ίση νομική μεταχείριση και για κοινωνική προστασία των προσώπων, που επιλέγουν την εναλλακτική αυτή μορφή συμβίωσης, επιβάλλει την ανάλογη εφαρμογή διατάξεων εργατικού, ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού, δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και στα πρόσωπα που θα συμβιώνουν, έχοντας καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, καθιστώντας ενδεχομένως αναγκαίες και άλλες νομοθετικές παρεμβάσεις. Το γεγονός, όμως, ότι η ελεύθερη συμβίωση αποτελεί πιο χαλαρή μορφή συμβίωσης, σε σχέση με το γάμο, δικαιολογεί ορισμένες αποκλίσεις, σε σχέση με ό,τι ισχύει στο γάμο, όπως, π.χ., συμβαίνει με το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου.
Η βασική ιδέα που διατρέχει το σχέδιο νόμου συνίσταται στο ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης αποτελεί εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και όχι μία μορφή «χαλαρού» γάμου. Θα πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης δεν αποκλείει την ύπαρξη ελεύθερων συμβιώσεων, που θα υφίστανται χωρίς τη σύναψή του· οι συμβιώσεις αυτές θα εξακολουθούν να έχουν τη νομική σημασία, που έχουν και σήμερα, όπως, π.χ. συμβαίνει με τη δυνατότητα προσφυγής σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (ΑΚ 1456) ή με τη στέρηση διατροφής μετά το διαζύγιο (ΑΚ 1444).
ΙΙ. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Στο άρθρο 1 του σχεδίου ορίζεται ότι η σύναψη του συμφώνου είναι επιτρεπτή αποκλειστικά και μόνο σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου και καθορίζεται ο συστατικός τύπος του συμφώνου, που είναι το συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η δήλωση στο ληξιαρχείο της συμφωνίας και η καταχώρισή της σε ειδικό βιβλίο, με τη σύνταξη σχετικής ληξιαρχικής πράξης, έχουν απλώς αποδεικτική ισχύ. Οι σχετικές λεπτομέρειες θα ρυθμιστούν με νομοθετικές τροποποιήσεις στο ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων».
Στο άρθρο 2 θεσπίζονται οι θετικές και αρνητικές (κωλύματα) προϋποθέσεις για τη σύναψη του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Ειδικότερα απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς δυνατότητα απόκλισης. Σχετικά με τις αρνητικές προϋποθέσεις, υιοθετούνται τα ίδια κωλύματα, που ισχύουν και για το γάμο, με εξαίρεση την πλάγια αγχιστεία. Κρίθηκε ότι δεν θα πρέπει το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης να λειτουργεί σαν υποκατάστατο του γάμου, όταν υπάρχουν κωλύματα για την τέλεση γάμου. Η εκ πλαγίου, όμως, συγγένεια εξ αγχιστείας θεωρήθηκε ότι είναι υπερβολικό να εμποδίζει τη σύναψη του συμφώνου.
Στο άρθρο 3 καθιερώνεται σχετική ακυρότητα του συμφώνου, την οποία μπορεί να προβάλλουν μόνο τα πρόσωπα που το συνήψαν, τρίτοι που επικαλούνται οικογενειακό ή κληρονομικό έννομο συμφέρον (π.χ. τα τέκνα από προηγούμενο γάμο), καθώς και αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας, αν θίγεται η δημόσια τάξη (π.χ. σύμφωνο μεταξύ στενών συγγενών).
Άκυρο μπορεί να είναι το σύμφωνο, τόσο για τους γενικούς λόγους ακυρότητας των δικαιοπραξιών, όσο και για παράβαση των διατάξεων του νόμου. Είναι ευνόητο ότι το σύμφωνο μπορεί να είναι ακυρώσιμο για ελαττώματα στη βούληση των μερών, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις περί ακυρωσίας.
Στο άρθρο 4 ρυθμίζεται η λύση του συμφώνου. Εκτός από τη λύση με θάνατο, το σύμφωνο λύνεται αυτοδικαίως και αν συναφθεί γάμος, είτε μεταξύ των ίδιων των προσώπων που συμβιώνουν, είτε μεταξύ οποιουδήποτε από αυτά με τρίτο πρόσωπο.
Το σύμφωνο λύνεται και με νέα, αντίθετη συμβολαιογραφική συμφωνία, αλλά και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση. Στην τελευταία περίπτωση, η λύση επέρχεται από τη στιγμή κατά την οποία η μονομερής αυτή δήλωση θα επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή στο άλλο μέρος. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία ή η δήλωση καταχωρίζεται στο ληξιαρχείο.
Στο άρθρο 5 ρυθμίζεται το επώνυμο των προσώπων που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Η ρύθμιση είναι όμοια με ό,τι ισχύει στο γάμο.
Το άρθρο 6 αφορά τις περιουσιακές σχέσεις. Σύμφωνα με τη διάταξη, τα πρόσωπα που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, ρυθμίζουν και τις περιουσιακές τους σχέσεις, με ειδικότερες συμφωνίες που υποχρεωτικά εντάσσονται στο σύμφωνο. Σχετικές συμφωνίες, που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο συμβολαιογραφικό συστατικό σύμφωνο, είναι άκυρες, είτε γίνουν παράλληλα, είτε μετά τη σύναψη του συμφώνου.
Ειδικά για ό,τι αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου, η τύχη του, μετά τη λύση του, καθορίζεται καταρχήν από τη σχετική συμφωνία των μερών, που υποχρεωτικά ενσωματώνεται στο σύμφωνο. Αν δεν υπάρχει, παρόμοια συμφωνία, προβλέπεται αξίωση στα αποκτήματα, εφόσον αποδειχθεί από τον ενάγοντα η ύπαρξη και η έκταση της συμβολής. Δεν υπάρχει, δηλαδή, τεκμήριο συμβολής. Η αξίωση στρέφεται κατά των κληρονόμων του υποχρέου, δεν κληρονομείται, όμως, από τους κληρονόμους του δικαιούχου, ούτε γεννάται στο πρόσωπό τους. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του συμφώνου, δηλαδή από το θάνατο, τη σύναψη γάμου (με τρίτο πρόσωπο), τη χρονολογία της συμφωνίας για τη λύση ή τη χρονολογία, κατά την οποία επιδόθηκε η μονομερής δήλωση για τη λύση του συμφώνου.
Στο άρθρο 7 αντιμετωπίζεται η διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα μέρη μπορούν, υποχρεωτικά με το συμβολαιογραφικό συστατικό σύμφωνο, να προβλέψουν συμβατική υποχρέωση διατροφής, για μετά τη λύση του συμφώνου. Η συμβατική αυτή αξίωση διατροφής είναι έγκυρη μόνο για την περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λύση του συμφώνου, θα υπάρχει αδυναμία αυτοδιατροφής, υπό την έννοια του άρθρου 1486 § 1 ΑΚ. Δεν κρίνεται, δηλαδή, σκόπιμο να συμφωνείται υποχρέωση διατροφής, που θα τείνει στον πλουτισμό του άλλου.
Η συμφωνία για διατροφή δεν ισχύει, αν το σύμφωνο λυθεί με θάνατο, οπότε θα υπάρχει κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος προσώπου και επομένως η συμβατική υποχρέωση διατροφής δεν βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου. Η συμφωνία δεν ισχύει, επίσης, αν το σύμφωνο λυθεί αυτοδικαίως με το γάμο ενός από τα συμβιούντα πρόσωπα με τρίτον.
Ο υπόχρεος της συμβατικής αξίωσης διατροφής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωση αυτή, προβάλλοντας την κατά το άρθρο 1487 ΑΚ ένσταση διακινδύνευσης, όταν υποχρεούται εκ του νόμου σε διατροφή συζύγου ή (και) ανήλικων τέκνων του, είτε από την ελεύθερη συμβίωση, είτε από γάμο, είτε εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισμένων, είτε υιοθετημένων. Ο δικαιούχος, πάντως, συμπορεύεται με διαζευγμένο σύζυγο του υποχρέου και προηγείται κάθε άλλου δικαιούχου (π.χ. ενήλικων τέκνων ή γονέων του υποχρέου).
Η ρύθμιση του άρθρου αυτού δεν ισχύει για την περίπτωση κατά την οποία το σύμφωνο είναι άκυρο.
Με το άρθρο 8 καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο πατρότητας για τον άνδρα που συζεί με σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης με τη μητέρα του τέκνου, εφόσον αυτό γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας ή την ακύρωσή του. Αν αναγνωρισθεί η ακυρότητα του συμφώνου ή αν αυτό ακυρωθεί, το τεκμήριο εξακολουθεί να ισχύει. Για την προσβολή του τεκμηρίου ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την προσβολή πατρότητας τέκνου καταγόμενου από γάμο (ΑΚ 1466 επ.), καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ.
Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται το επώνυμο των τέκνων, το οποίο επιλέγεται από τα πρόσωπα που συνάπτουν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους· η δήλωση αυτή περιέχεται υποχρεωτικά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο συστήνεται το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Η ρύθμιση είναι ανάλογη με ό,τι ισχύει για τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο, με τη διαφορά ότι η παράλειψη της δήλωσης δεν συνεπάγεται την επικράτηση του επωνύμου του πατέρα, αλλά διπλό επώνυμο. Και τούτο, γιατί μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 116 § 2 του Συντάγματος, που προέβλεπε τη δυνατότητα αποκλίσεων από τη συνταγματική αρχή της ισονομίας των φύλων για «αποχρώντες λόγους», η προτίμηση του επωνύμου του πατέρα δεν έχει πλέον συνταγματικό έρεισμα.
Το άρθρο 10 αναφέρεται στη γονική μέριμνα τέκνων που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Όπως συμβαίνει και με το επώνυμο, έτσι και στο ζήτημα της γονικής μέριμνας, τα τέκνα αυτά εξομοιώνονται απολύτως με τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο. Τόσο κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, όσο και μετά τη λύση του συμφώνου, ισχύουν αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (και του ΚΠολΔ) για τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο.
Το άρθρο 11 επεκτείνει το δικαίωμα του έγγαμου ζεύγους για από κοινού υιοθεσία, ταυτόχρονη ή διαδοχική (ΑΚ 1545), και στο ζεύγος που συμβιώνει, έχοντας καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Αν το σύμφωνο είναι άκυρο ή αν ακυρωθεί, η υιοθεσία παραμένει ισχυρή. Η ρύθμιση αποβλέπει στην προστασία του θετού τέκνου, το οποίο δεν θα πρέπει να βρεθεί σε μετέωρη νομικά κατάσταση.
Με το άρθρο 12 ρυθμίζονται οι κληρονομικές σχέσεις των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Το άρθρο αναγνωρίζει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου και δικαίωμα νόμιμης μοίρας στο πρόσωπο που επιζεί. Το εξ αδιαθέτου, όμως, ποσοστό του επιζώντος συντρόφου είναι μειωμένο, σε σχέση με εκείνο του επιζώντος συζύγου. Ανέρχεται στο 1/6 της κληρονομίας, αν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης, δηλαδή, με κατιόντες του κληρονομουμένου, είτε αυτοί προέρχονται από την ελεύθερη συμβίωση, είτε από γάμο, είτε από εξώγαμη και εκτός συμφώνου ελεύθερης ένωσης σχέση και υπάρχει αναγνώριση της πατρότητας· στο 1/3, αν συντρέχει με κληρονόμους των υπόλοιπων τάξεων. Αν δεν υπάρχει κανείς συγγενής, που να κληρονομεί εξ αδιαθέτου τον κληρονομούμενο, οπότε ο επιζών σύντροφος καλείται σε ολόκληρη την κληρονομία. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από τη χαλαρότερη μορφή της ελεύθερης συμβίωσης, σε σχέση με το γάμο.
Στο άρθρο 13 ορίζεται ότι κάθε διάταξη της ισχύουσας νομοθεσίας, που αναφέρεται σε συζύγους, ισχύει αναλόγως και για τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Αν η ανάλογη αυτή εφαρμογή δεν επαρκεί για να εξασφαλισθούν τα δικαιώματά τους –ιδίως δικαιώματα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά– επιβάλλεται η νομοθετική παρέμβαση.
Το άρθρο 14 επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου 256 περίπτ. 1 ΑΚ και στα πρόσωπα που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεδομένου ότι οι ίδιοι λόγοι που δυσχεραίνουν την άσκηση αξιώσεων, όσο διαρκεί ο γάμος, ισχύουν και για τα πρόσωπα αυτά.
Με το άρθρο 15 το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται στις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των προσώπων που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, στις σχέσεις τους με τα τέκνα, που γεννήθηκαν από τη συμβίωσή τους, καθώς και στις κληρονομικές σχέσεις, εφόσον το σύμφωνο έχει συναφθεί στην Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία, αφού το νομικό καθεστώς που διέπει την ελεύθερη συμβίωση στις διάφορες χώρες παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, με συνέπεια η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου, με βάση κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, να οδηγεί σε ανασφάλεια δικαίου.
(Αναδημοσίευση από http://www.sakkoulas.com/ )
Δεν το πιασα! Τι ακριβώς είναι το κείμενο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενο αυτό είναι η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης το οποίο αναδημοσιεύεται πριν 6 ποστ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης, το παρακάτω είναι το προλογικό σημείωμα του Θ.Κ.Παπαχρίστου (Καθηγητή Δικαίου στο Π.Α) για το Κείμενο Σχέδιου Νόμου που δημοσιεύτηκε πριν κάποια ποστ και, συνοδεύεται από τη αιτιολογική έκθεση που βλέπουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Με την από 2.11.2005 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης κυρίου Αν. Παπαληγούρα συστήθηκε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για «τη μελέτη και εισήγηση των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων οικογενειακού δικαίου ειδικά σε θέματα τα οποία απορρέουν από την ελεύθερη συμβίωση προσώπων». Η επιτροπή απετελείτο από τους Χρήστο Μπαλντά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, και τους Αθαν. Παπαχρίστου, καθηγητή Αστικού Δικαίου, Ξένη Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, αναπλ. καθηγήτρια Αστικού Δικαίου και Ελένη Γκλεγκλέ, δικηγόρο, ως μέλη.
Η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της τον Φεβρουάριο του 2006 και παρέδωσε στον κύριο Υπουργό πλήρες προσχέδιο νόμου με την αιτιολογική του έκθεση. Ωστόσο, έκτοτε ουδεμία συνέχεια υπήρξε. Εντελώς πρόσφατα σε δημοσίευμα κυριακάτικης εφημερίδας (ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/2) αναφέρεται ότι το προσχέδιο ανασύρθηκε από το αρχείο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και περιγράφονται οι βασικές του ρυθμίσεις.
Η δημοσίευση του προσχεδίου και της αιτιολογικής του έκθεσης αποβλέπει κυρίως στο να ανοίξει ο επιστημονικός διάλογος, από τις στήλες του περιοδικού αυτού, πάνω στη σκοπιμότητα και το περιεχόμενο της νομοθετικής ρύθμισης ενός κοινωνικού φαινομένου που θέτει κρίσιμα προβλήματα.
Όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση, το προσχέδιο νόμου διαπνέεται από τις ακόλουθες βασικές αρχές:
1. Το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» δεν είναι ένας «ατελής» γάμος, αλλά ένα θεσμικό μόρφωμα εναλλακτικής συμβίωσης ετερόφυλων προσώπων. Το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» δεν συνιστά επομένως υποκατάστατο ενός ανέφικτου γάμου, δεν απευθύνεται σε εκείνους που αδυνατούν να συνάψουν γάμο, αλλά αποτελεί ένα alliud σε σχέση με το γάμο και επιλέγεται από αυτούς που επιθυμούν κάποια πιο ελεύθερη μορφή θεσμοποιημένης συμβίωσης. Για τούτο και ισχύουν τα ίδια κωλύματα με εκείνα που εμποδίζουν τη σύναψη έγκυρου γάμου (με εξαίρεση το κώλυμα της αγχιστείας, που περιορίζεται μόνο στην ευθύγραμμη συγγένεια, αφού και για το γάμο η ύπαρξη κωλύματος μέχρι τον τρίτο εκ πλαγίου βαθμό αγχιστείας κρίνεται υπερβολική).
2. Η διαφορετικότητα του «συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης» εκδηλώνεται κυρίως στον τρόπο σύναψης και λύσης του. Τόσο για τη σύσταση, όσο και για τη λύση του, απαιτείται –και αρκεί– ο συμβολαιογραφικός τύπος. Η λύση μπορεί να επέλθει και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, κοινοποιούμενη στο άλλο μέρος.
3. Το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» χαρακτηρίζεται, επομένως, από τον έντονο συμβατικό του χαρακτήρα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας, να ρυθμίσουν συμβατικά, σε μεγάλο βαθμό, τις περιουσιακές τους σχέσεις (συνεισφορά στις ανάγκες της συμβίωσης, διατροφή μετά τη λύση, αποκτήματα).
4. Η ελευθερία, όμως, αυτή δεν επεκτείνεται, όπως είναι ευνόητο, και στη νομική θέση των παιδιών των καταγόμενων από γονείς που έχουν συνάψει το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Για τα παιδιά αυτά ισχύει ακριβώς ό,τι ισχύει και για τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο. Η μόνη διαφορά αφορά στο επώνυμό τους, το οποίο, αν δεν γίνει η αναγκαία δήλωση, σχηματίζεται από τα επώνυμα των δύο συντρόφων. Και τούτο, όχι για λόγους διαφορετικής μεταχείρισης, αλλά για τήρηση της συνταγματικής αρχής της ισονομίας των φύλων, η οποία μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση δεν επιδέχεται εξαιρέσεις.
5. Η χαλαρότητα που διακρίνει το σύμφωνο εξηγεί και το περιορισμένο, σε σχέση με ό,τι ισχύει στο γάμο, κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου. Άλλωστε, τίποτε δεν εμποδίζει να συνταχθεί διαθήκη, με ευνοϊκότερους όρους για τον επιζώντα σύντροφο.
Θ. Κ. Παπαχρίστου
Καθηγητής Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
http://www.sakkoulas.com/scp/Epikaira_Focus.asp?id=56