.
Ο κόσμος του Γιάννη Ρίτσου είναι ανδροκρατούμενος. Η γυναίκα – όταν δεν είναι μυθικό ή μυθοποιημένο πρόσωπο – περνάει στο έργο του σαν σκιά, σε ρόλους κομπάρσου συνήθως (…) Αυτά όμως θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα, όπως και πέρασαν, αν δεν ερχόταν το Ίσως να ‘ναι κι έτσι να δώσει πιο ολοκληρωμένα – ή πιο ειλικρινά – την αντίληψη του Ρίτσου για τη θέση της γυναίκας στον ανδροκρατούμενο κόσμο του. Αυτός ο κόσμος περιγράφεται με τον πιο άμεσο τρόπο σε δυο ή τρεις σκηνές του επίμαχου μυθιστορήματός του:
Πρώτη η σκηνή με τους δυο φαντάρους στο πάρκο. Οι φαντάροι, νέα παιδιά και στερημένα, μυρίζουν βαρβατίλα απ’ τις πολλές ονειρώξεις, και την ώρα εκείνη, αδειούχοι, σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, βρίσκονται σε διέγερση, το ξέρουν και οι δυο χωρίς να το ομολογούν ο ένας στον άλλο, στο ένα χέρι κρατούν το τσιγάρο και με το άλλο πιέζουν το πέος τους να το σπάσουν.
Ως εδώ ουδείς ψόγος. Κάθε νέος θ’ αναγνώριζε τον εαυτό του σε μια ανάλογη κατάσταση. Έπειτα αρχίζει ο διάλογος των φαντάρων και τα πράγματα αλλάζουν: Να πάρει η οργή, δεν ξεμυτίζει και καμμιά σκρόφα, να πάμε μαζί, ο ένας μπρος, ο άλλος από πίσω, και να σκουντιούνται οι φαλλοί μας μεσ’ απ‘ το σώμα της γυναίκας. – Το ‘χεις δοκιμάσει – όχι, εσύ – Ούτε. Το έχω φανταστεί.
Σκηνή – εύγλωττη εισαγωγή στον κόσμοι ενός γνήσιου φαλλοκράτη. Η γυναίκα είναι η «σκρόφα», που μπορεί ο διαθέτων το παλούκι που φύτεψε ο θεός ανάμεσα στα σκέλια του – το καμάρι μας, η λεβεντιά μας, το μεράκι μας, πιο κι απ’ το ψωμί κι απ’ το κρασί κι απ’ το τσιγάρο – να τη χρησιμοποιήσει όπως θέλει, κυρίως να τη χρησιμοποιήσει ως μέσον, όπου η κορύφωση της ηδονής θα ‘ρθει με το σκούντημα των δυο φαλλών μέσα της. Ένα όχημα, ένα βαγόνι, ένας χώρος ουδέτερος, δίχως σημασία, η γυναίκα παίρνει την αξία του τόπου συνάντησης των δυο φαλλών. Το αν η «σκρόφα» είναι μια πόρνη δεν σημαίνει τίποτα. Οι φαντάροι του Ρίτσου το ίδιο θα ‘λεγαν κι αν περνούσε εκείνη την ώρα από κοντά τους ένα άβγαλτο κοριτσόπουλο. Σ’ έναν γνήσιο ανδροκρατικό κόσμο, όπως ο Ρίτσος τον περιγράφει, άκρατον κι ανόθευτον, η γυναίκα χάνει και τον έσχατο ρόλο της: δεν χρησιμεύει ούτε καν σαν σκεύος ηδονής.
Η περιγραφή ακολουθεί ένα μαστορικό κρεσέντο: Οι δυο φαντάροι ανοίγουν τα παντελόνια τους και συγκρίνουν το μέγεθος και το πάχος. Κι εδώ ουδείς ψόγος. Από την πρώτη δεκαετία της ζωής τους τα αγοράκια συνηθίζουν αυτές τις συγκρίσεις. Αλλά ακολουθεί η πρόταση: τις παίζουμε; Εσύ τη δικιά μου κι εγώ τη δικιά σου; Θά ‘ναι πιο μερακλίδικα. Οι δισταγμοί γρήγορα ξεπερνιούνται. Ακολουθεί το «φούχτωμα». Και το κρεσέντο φτάνει στην αποθέωση:
Θέλουν να φωνάξουν, δεν ξέρουν τι, κάτι δυνατά, πολύ δυνατά, να βουίξει το πάρκο, να μαζευτεί κόσμος, κι αυτοί ν’ αναληφθούν απλησίαστοι, ασύλληπτοι, οι δυο τους μόνοι, μόνοι, ολόκληροι, αθάνατοι, ως τη μέγιστη στιγμή της έκρηξης, και πια δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει κι ούτε έχει σημασία, γιατί αυτή η στιγμή είναι όλος ο χρόνος, έξω από το χρόνο….
Έλλη Παππά: Μακιαβέλι ή Μαρξ (Άγρα, 2005)
Ο κόσμος του Γιάννη Ρίτσου είναι ανδροκρατούμενος. Η γυναίκα – όταν δεν είναι μυθικό ή μυθοποιημένο πρόσωπο – περνάει στο έργο του σαν σκιά, σε ρόλους κομπάρσου συνήθως (…) Αυτά όμως θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα, όπως και πέρασαν, αν δεν ερχόταν το Ίσως να ‘ναι κι έτσι να δώσει πιο ολοκληρωμένα – ή πιο ειλικρινά – την αντίληψη του Ρίτσου για τη θέση της γυναίκας στον ανδροκρατούμενο κόσμο του. Αυτός ο κόσμος περιγράφεται με τον πιο άμεσο τρόπο σε δυο ή τρεις σκηνές του επίμαχου μυθιστορήματός του:
Πρώτη η σκηνή με τους δυο φαντάρους στο πάρκο. Οι φαντάροι, νέα παιδιά και στερημένα, μυρίζουν βαρβατίλα απ’ τις πολλές ονειρώξεις, και την ώρα εκείνη, αδειούχοι, σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, βρίσκονται σε διέγερση, το ξέρουν και οι δυο χωρίς να το ομολογούν ο ένας στον άλλο, στο ένα χέρι κρατούν το τσιγάρο και με το άλλο πιέζουν το πέος τους να το σπάσουν.
Ως εδώ ουδείς ψόγος. Κάθε νέος θ’ αναγνώριζε τον εαυτό του σε μια ανάλογη κατάσταση. Έπειτα αρχίζει ο διάλογος των φαντάρων και τα πράγματα αλλάζουν: Να πάρει η οργή, δεν ξεμυτίζει και καμμιά σκρόφα, να πάμε μαζί, ο ένας μπρος, ο άλλος από πίσω, και να σκουντιούνται οι φαλλοί μας μεσ’ απ‘ το σώμα της γυναίκας. – Το ‘χεις δοκιμάσει – όχι, εσύ – Ούτε. Το έχω φανταστεί.
Σκηνή – εύγλωττη εισαγωγή στον κόσμοι ενός γνήσιου φαλλοκράτη. Η γυναίκα είναι η «σκρόφα», που μπορεί ο διαθέτων το παλούκι που φύτεψε ο θεός ανάμεσα στα σκέλια του – το καμάρι μας, η λεβεντιά μας, το μεράκι μας, πιο κι απ’ το ψωμί κι απ’ το κρασί κι απ’ το τσιγάρο – να τη χρησιμοποιήσει όπως θέλει, κυρίως να τη χρησιμοποιήσει ως μέσον, όπου η κορύφωση της ηδονής θα ‘ρθει με το σκούντημα των δυο φαλλών μέσα της. Ένα όχημα, ένα βαγόνι, ένας χώρος ουδέτερος, δίχως σημασία, η γυναίκα παίρνει την αξία του τόπου συνάντησης των δυο φαλλών. Το αν η «σκρόφα» είναι μια πόρνη δεν σημαίνει τίποτα. Οι φαντάροι του Ρίτσου το ίδιο θα ‘λεγαν κι αν περνούσε εκείνη την ώρα από κοντά τους ένα άβγαλτο κοριτσόπουλο. Σ’ έναν γνήσιο ανδροκρατικό κόσμο, όπως ο Ρίτσος τον περιγράφει, άκρατον κι ανόθευτον, η γυναίκα χάνει και τον έσχατο ρόλο της: δεν χρησιμεύει ούτε καν σαν σκεύος ηδονής.
Η περιγραφή ακολουθεί ένα μαστορικό κρεσέντο: Οι δυο φαντάροι ανοίγουν τα παντελόνια τους και συγκρίνουν το μέγεθος και το πάχος. Κι εδώ ουδείς ψόγος. Από την πρώτη δεκαετία της ζωής τους τα αγοράκια συνηθίζουν αυτές τις συγκρίσεις. Αλλά ακολουθεί η πρόταση: τις παίζουμε; Εσύ τη δικιά μου κι εγώ τη δικιά σου; Θά ‘ναι πιο μερακλίδικα. Οι δισταγμοί γρήγορα ξεπερνιούνται. Ακολουθεί το «φούχτωμα». Και το κρεσέντο φτάνει στην αποθέωση:
Θέλουν να φωνάξουν, δεν ξέρουν τι, κάτι δυνατά, πολύ δυνατά, να βουίξει το πάρκο, να μαζευτεί κόσμος, κι αυτοί ν’ αναληφθούν απλησίαστοι, ασύλληπτοι, οι δυο τους μόνοι, μόνοι, ολόκληροι, αθάνατοι, ως τη μέγιστη στιγμή της έκρηξης, και πια δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει κι ούτε έχει σημασία, γιατί αυτή η στιγμή είναι όλος ο χρόνος, έξω από το χρόνο….
Έλλη Παππά: Μακιαβέλι ή Μαρξ (Άγρα, 2005)
Ενδιαφέρων κείμενο του Ρίτσου το οποίο αγνοούσα. Φυσικά και θα το ψάξω. Όσο για την «απαξίωση» της γυναίκας στα έργα του: Δεν θα το έπαιρνα τόσο σοβαρά εάν ήμουν γυναίκα. Δεν νομίζω πως στην ποίηση του υποβόσκει οποιοδήποτε είδους μισογυνισμός.
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)
Ε, καλά τώρα, κάπως πρέπει να ονοματιστεί το ακατανόμαστο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μισογυνισμός είναι προφανώς ένας πιο ανώδυνος και σχετικά αποδεκτός όρος.