14.2.08

Η ΤΥΧΑΙΑ ΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΗΔΟΝΗ

Image Hosted by ImageShack.us

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1981

(…)
Ο άντρας που συνάντησα, λεπτός, μαυριδερός σαν Προυστ, ψώνισμα με λαγνεία,
συστήθηκε επειδή του άρεσε το κίτρινό μου πουκάμισο.
Δεν θυμάμαι ποιος κέρασε τα ποτά,

ή γιατί μου άρεσε εμένα’ νομίζω ήταν απλώς γιατί
μ’ αυτόν μπορούσα. Η μεθυστική ορμητικότητα της βιαστικής
φυγής μας, ο ήλιος του απογεύματος εκτυφλωτικός πάνω απ’ τον Charles,

κι εκείνα τα τελευταία άσπρα πανιά να θαμπώνουν’ ήταν τόσο εύκολο,
και περίεργα απολαυστικό, κι ελεύθερο
σαν τις κυρίες που τραγουδούσαν: παλιρροϊκό, στροβίλισμα γεμάτο φωτάκια,

που μπορούσες να το αφήσεις να σε πάρει μαζί, χωρίς άλλη σκέψη,
ν΄ αφεθείς να παρασυρθείς. Ήμουνα έτοιμος και περίμενα
να με πάρει το κύμα. Αφού βγήκαμε απ’ τον υπόγειο

γονάτισε μπροστά μου στο παγκάκι
ενός άδειου προαστιακού πάρκου, και έκανα
να βρω κάπου να πιαστώ, το κεφάλι μου ριγμένο πίσω

στο γαλαζόμαυρο ουρανό, ξεβγαλμένο στις άκρες
από τα λαμπερά φώτα της πόλης, κι έπειτα κάτω να τον κοιτάω:
τον ανελέητο, τον εκτυφλωτικό, τον κανένα. Οι καμινάδες

και τα κτίρια των γραφείων πρόβαλλαν απειλητικά, ένα ημίφωτο φόντο
πέρα από το γήπεδο του μπέιζμπολ. Ήθελα να μη σταματήσει ποτέ,
κι αυτός με άφησε με κομμένη την ανάσα κι ανικανοποίητο.
(…)

Μαρκ Ντότυ
Μετάφραση: Δημήτρης Παπανικολάου (Ποίηση, τ. 24)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου