.
Μια μέρα, επωφελούμενος από ένα ελαφρό κρυολόγημα που μου επέτρεψε να μην πάω στο σχολείο, ξετρύπωσα κάτι τόμους με καλλιτεχνικά αντίγραφα, που ο πατέρας μου είχε κουβαλήσει σαν ενθύμια των ταξιδιών του στο εξωτερικό, τους πήρα στο δωμάτιό μου και βάλθηκα να τους περιεργάζομαι προσεχτικά. Ιδιαίτερα με γοήτεψαν οι φωτογραφίες των ελληνικών αγαλμάτων, που ο οδηγός του βιλίου έλεγε ότι βρίσκονταν σε διάφορα ιταλικά μουσεία. Όταν έφθασα στις απεικονίσεις των γυμνών, ανάμεσα από το πλήθος των διαφόρων αριστουργημάτων, αυτό που ταίριαζε περισσότερο στη φαντασία μου ήταν εκείνα τα ασπρόμαυρα κλισέ. Αυτό οφειλόταν προφανώς στο γεγονός ότι, έστω και σαν αντίγραφο, η γλυπτική φαινόταν περισσότερο ζωντανή.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα αυτά τα βιβλία. Ο δύστυχος πατέρας μου, καθώς φοβόταν μήπως του λεκιάσω τις εικόνες με τα λερωμένα παιδικά μου χέρια και ακόμη – πόσο λαθεμένα! - μήπως με σκανδαλίσουν οι γυμνές γυναίκες των γλυπτών εκείνων αριστουργημάτων, είχε κρύψει τα βιβλία στο βάθος του ντουλαπιού. Όσο για μένα, μέχρι τη μέρα εκείνη, ούτε που μου είχε περάσει καν από το μυαλό πως θα μπορούσαν να είναι περισσότερο ενδιαφέροντα από τις εικόνες των λαϊκών περιοδικών περιπέτειας.
Κόντευα να φθάσω στο τέλος ενός τόμου, όταν ξαφνικά, γυρίζοντας τη γωνιά μιας σελίδας, έπεσα πάνω σε μια εικόνα που μ’ έκανε να πιστέψω πως βρισκόταν εκεί μονάχα για μένα, πως ήταν καμωμένη για χάρη μου.
Επρόκειτο για ένα αντίγραφο του «Αγίου Σεβαστιανού» του Γκουίντο Ρένι, που ανήκει στη συλλογή του Παλάτσο Ρόσο της Γένοβας.
Ο μαύρος και ελαφρά γερτός κορμός του δέντρου της εκτέλεσης διαγραφόταν πάνω σ’ ένα τισιανικό φόντο ενός μελαγχολικού δάσους κι ενός βραδινού ουρανού, σοβαρού κι απόμακρου. Ένας πολύ ωραίος νέος ήταν δεμένος, γυμνός, πάνω στον κορμό του δέντρου. Τα χέρια του, σταυρωτά, ήταν υψωμένα πάνω από το κεφάλι του, και οι θηλές του σκοινιού, που σφίγγονταν γύρω από το τους καρπούς του, είχαν δεθεί ατο δέντρο. Άλλα σχοινιά δε φαίνονταν και το μόνο αντικείμενο που κάλυπτε τη γύμνια του νέου ήταν ένα αδρό, λευκό κομμάτι ύφασμα που έπεφτε χαλαρά πάνω στους μηρούς του.
Μάντεψα αμέσως πως έπρεπε να ήταν η εικόνα ενός χριστιανού μάρτυρα, αλλά καθώς ήταν ζωγραφισμένη από έναν εστέτ ζωγράφο της εκλεκτικής σχολής που ξεκινούσε από την Αναγέννηση, ακόμα και η απεικόνιση του θανάτου ενός χριστιανού άγιου διατηρούσε πάνω της μια έντονη χροιά παγανισμού. Το σώμα του νέου (θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνο του Αντίνοου, πολυαγαπημένου του Ανδριανού, που η ομορφιά του έχει τόσο συχνά απαθανατισθεί στη γλυπτική) δεν έχει κανένα από τα σημάδια της ιεραποστολικής σκληρότητας ή της παρακμής που συναντάμε τόσο συχνά στις απεικονίσεις άλλων αγίων. Αντίθετα, είναι γεμάτο φως και ομορφιά και απόλαυση.
Η λευκή κι ασύγκριτη γύμνια του νέου αστράφτει πάνω στο σκοτεινό φόντο. Τα μυώδικα μπράτσα του ενός πραιτωριανού φρουρού, που είναι συνηθισμένος να κραδαίνει το τόξο και να χειρίζεται το ξίφος, υψώνονται σχηματίζοντας μια χαριτωμένη γωνία και οι δεμένοι καρποί του είναι σταυρωμένοι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είναι γυρισμένο ελαφρά προς τα πάνω και τα μάτια του, ολάνοιχτα, κοιτάζουν με βαθύτατη ηρεμία τη δόξα των ουρανών. Δεν είναι πόνος αυτό που πλανιέται πάνω στο πιεσμένο του στήθος, στο τεντωμένο του υπογάστριο, στους ελαφρά λυγισμένους μηρούς του, αλλά κάποιο κυμάτισμα μιας μελαγχολικής ευχαρίστησης που μοιάζει με μουσική. Αν δεν υπήρχαν τα βέλη, με τις αιχμές τους βαθιά χωμένες στον αριστερό του βραχίονα και στο δεξί του πλευρό, θα ‘μοιαζε περισσότερο με Ρωμαίο αθλητή που γέρνει να ξεκουραστεί, μετά τον αγώνα, πάνω στο σκοτεινό δέντρο κάποιου κήπου.
Τα βέλη έχουν χωθεί μέσα στην τεζαρισμένη αρωματική νεανική σάρκα και είναι έτοιμα να καταβροχθίσουν το σώμα του, εκ των έσω, με φλόγες υπέρτατης αγωνίας και έκστασης. Κι όμως δεν υπάρχει αίμα που τρέχει, ούτε εκείνο το πλήθος από βέλη που βλέπουμε σε άλλες εικόνες με το μαρτύριο του Σεβαστιανού. Αντίθετα, μονάχα δυο βέλη ρίχνουν τις ήρεμες και κομψές σκιές τους πάνω στο λείο δέρμα, σαν τις σκιές ενός κλαριού που πέφτουν πάνω σε μια μαρμάρινη σκάλα.
Όλες όμως αυτές οι ερμηνείες και οι παρατηρήσεις ήρθαν αργότερα.
Εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή που κοίταζα την εικόνα, ολόκληρο το είναι μου έτρεμε από κάποιο είδος ειδωλολατρικής χαράς. Το αίμα φούσκωνε, οι λαγόνες μου πρήστηκαν και σκλήρυναν σαν να ‘μουν οργισμένος. Το κτηνώδες σημείο του σώματός μου, που ήταν έτοιμο να εκραγεί από την ένταση, περίμενε να το χρησιμοποιήσω με μια λαχτάρα χωρίς προηγούμενο, επιτιμώντας με για την άγνοιά μου, πάλλοντας αγανακτισμένα. Εντελώς ασύνειδα, τα χέρια μου άρχισαν να κάνουν μια κίνηση που ποτέ κανένας δεν τα είχε διδάξει. Ένιωσα μια μυστική, ακτινοβόλα θερμότηα να ανδύεται σαν αστραπή από μέσα μου. Ξαφνικά τινάχτηκε προς τα έξω, βυθίζοντάς με σε μια εκτυφλωτική μέθη...
Γιουκίο Μισίμα: Εξομολογήσεις μιας μάσκας (Οδυσσέας, 1979)
Μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα αυτά τα βιβλία. Ο δύστυχος πατέρας μου, καθώς φοβόταν μήπως του λεκιάσω τις εικόνες με τα λερωμένα παιδικά μου χέρια και ακόμη – πόσο λαθεμένα! - μήπως με σκανδαλίσουν οι γυμνές γυναίκες των γλυπτών εκείνων αριστουργημάτων, είχε κρύψει τα βιβλία στο βάθος του ντουλαπιού. Όσο για μένα, μέχρι τη μέρα εκείνη, ούτε που μου είχε περάσει καν από το μυαλό πως θα μπορούσαν να είναι περισσότερο ενδιαφέροντα από τις εικόνες των λαϊκών περιοδικών περιπέτειας.
Κόντευα να φθάσω στο τέλος ενός τόμου, όταν ξαφνικά, γυρίζοντας τη γωνιά μιας σελίδας, έπεσα πάνω σε μια εικόνα που μ’ έκανε να πιστέψω πως βρισκόταν εκεί μονάχα για μένα, πως ήταν καμωμένη για χάρη μου.
Επρόκειτο για ένα αντίγραφο του «Αγίου Σεβαστιανού» του Γκουίντο Ρένι, που ανήκει στη συλλογή του Παλάτσο Ρόσο της Γένοβας.
Ο μαύρος και ελαφρά γερτός κορμός του δέντρου της εκτέλεσης διαγραφόταν πάνω σ’ ένα τισιανικό φόντο ενός μελαγχολικού δάσους κι ενός βραδινού ουρανού, σοβαρού κι απόμακρου. Ένας πολύ ωραίος νέος ήταν δεμένος, γυμνός, πάνω στον κορμό του δέντρου. Τα χέρια του, σταυρωτά, ήταν υψωμένα πάνω από το κεφάλι του, και οι θηλές του σκοινιού, που σφίγγονταν γύρω από το τους καρπούς του, είχαν δεθεί ατο δέντρο. Άλλα σχοινιά δε φαίνονταν και το μόνο αντικείμενο που κάλυπτε τη γύμνια του νέου ήταν ένα αδρό, λευκό κομμάτι ύφασμα που έπεφτε χαλαρά πάνω στους μηρούς του.
Μάντεψα αμέσως πως έπρεπε να ήταν η εικόνα ενός χριστιανού μάρτυρα, αλλά καθώς ήταν ζωγραφισμένη από έναν εστέτ ζωγράφο της εκλεκτικής σχολής που ξεκινούσε από την Αναγέννηση, ακόμα και η απεικόνιση του θανάτου ενός χριστιανού άγιου διατηρούσε πάνω της μια έντονη χροιά παγανισμού. Το σώμα του νέου (θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνο του Αντίνοου, πολυαγαπημένου του Ανδριανού, που η ομορφιά του έχει τόσο συχνά απαθανατισθεί στη γλυπτική) δεν έχει κανένα από τα σημάδια της ιεραποστολικής σκληρότητας ή της παρακμής που συναντάμε τόσο συχνά στις απεικονίσεις άλλων αγίων. Αντίθετα, είναι γεμάτο φως και ομορφιά και απόλαυση.
Η λευκή κι ασύγκριτη γύμνια του νέου αστράφτει πάνω στο σκοτεινό φόντο. Τα μυώδικα μπράτσα του ενός πραιτωριανού φρουρού, που είναι συνηθισμένος να κραδαίνει το τόξο και να χειρίζεται το ξίφος, υψώνονται σχηματίζοντας μια χαριτωμένη γωνία και οι δεμένοι καρποί του είναι σταυρωμένοι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είναι γυρισμένο ελαφρά προς τα πάνω και τα μάτια του, ολάνοιχτα, κοιτάζουν με βαθύτατη ηρεμία τη δόξα των ουρανών. Δεν είναι πόνος αυτό που πλανιέται πάνω στο πιεσμένο του στήθος, στο τεντωμένο του υπογάστριο, στους ελαφρά λυγισμένους μηρούς του, αλλά κάποιο κυμάτισμα μιας μελαγχολικής ευχαρίστησης που μοιάζει με μουσική. Αν δεν υπήρχαν τα βέλη, με τις αιχμές τους βαθιά χωμένες στον αριστερό του βραχίονα και στο δεξί του πλευρό, θα ‘μοιαζε περισσότερο με Ρωμαίο αθλητή που γέρνει να ξεκουραστεί, μετά τον αγώνα, πάνω στο σκοτεινό δέντρο κάποιου κήπου.
Τα βέλη έχουν χωθεί μέσα στην τεζαρισμένη αρωματική νεανική σάρκα και είναι έτοιμα να καταβροχθίσουν το σώμα του, εκ των έσω, με φλόγες υπέρτατης αγωνίας και έκστασης. Κι όμως δεν υπάρχει αίμα που τρέχει, ούτε εκείνο το πλήθος από βέλη που βλέπουμε σε άλλες εικόνες με το μαρτύριο του Σεβαστιανού. Αντίθετα, μονάχα δυο βέλη ρίχνουν τις ήρεμες και κομψές σκιές τους πάνω στο λείο δέρμα, σαν τις σκιές ενός κλαριού που πέφτουν πάνω σε μια μαρμάρινη σκάλα.
Όλες όμως αυτές οι ερμηνείες και οι παρατηρήσεις ήρθαν αργότερα.
Εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή που κοίταζα την εικόνα, ολόκληρο το είναι μου έτρεμε από κάποιο είδος ειδωλολατρικής χαράς. Το αίμα φούσκωνε, οι λαγόνες μου πρήστηκαν και σκλήρυναν σαν να ‘μουν οργισμένος. Το κτηνώδες σημείο του σώματός μου, που ήταν έτοιμο να εκραγεί από την ένταση, περίμενε να το χρησιμοποιήσω με μια λαχτάρα χωρίς προηγούμενο, επιτιμώντας με για την άγνοιά μου, πάλλοντας αγανακτισμένα. Εντελώς ασύνειδα, τα χέρια μου άρχισαν να κάνουν μια κίνηση που ποτέ κανένας δεν τα είχε διδάξει. Ένιωσα μια μυστική, ακτινοβόλα θερμότηα να ανδύεται σαν αστραπή από μέσα μου. Ξαφνικά τινάχτηκε προς τα έξω, βυθίζοντάς με σε μια εκτυφλωτική μέθη...
Γιουκίο Μισίμα: Εξομολογήσεις μιας μάσκας (Οδυσσέας, 1979)
Μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Αυτό και αν είναι σύμπτωση! Διάβαζα ένα άρθρο για το Confessions of a mask και μετά βρήκα το primary colors που θα είναι το επόμενο που θα διαβάσω :-)
ΑπάντησηΔιαγραφή