.
Τα βήματα ακολουθούσαν το ρυθμό της ανάσας μας.
- Έχω τα κλειδιά του δωματίου που κοιμάται ο επιλοχίας όταν μένει μέσα. Εκεί θα κοιμηθώ απόψε. Μην ανάβεις το φως να μη φαίνεται απ’ έξω.
Πηχτό σκοτάδι. Σήκωσα τα χέρια ψηλαφιστά. Ακούμπησα τη φόρμα του. Άρχισα να ξεκουμπώνω τα κουμπιά της. Εκείνος της δικής μου. Τις βγάλαμε. Τώρα τα κουμπιά του παντελονιού του. Εκείνος του δικού μου. Χωρίσαμε. Τις μπότες, μόνο ο καθένας τις δικές του μπορούσε να βγάλει. Έβγαλα και το σώβρακο. Σήκωσα πάλι τα χέρια ψηλαφιστά. Κολλήσαμε τελείως. Έσυρα τα χέρια μου στο στήθος του. Ήταν λείο, σφιχτοδεμένο σαν ζωντανό άγαλμα. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Πήγε να με γυρίσει ανάποδα. Δεν ήθελα αυτές όμως οι στιγμές να του θυμίζουν κάτι άλλο, κι όπως κάθισε στα πόδια μου έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, αισθάνθηκα πηχτές καυτές σταγόνες να καταβρέχουν το στήθος μου. Αμέσως κι οι δικές μου πετάχτηκαν να γίνουν ένα μ’ αυτές, πλημμυρίζοντας πια τη γούβα στο στέρνο μου. Αμέσως σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει τα ρούχα του στο σκοτάδι. Σηκώθηκα και ντύθηκα κι εγώ. Δεν έλεγε τίποτα.
- Πού είσαι;
Σήκωσα πάλι τα χέρια να βρω το κεφάλι του. Το τράβηξα πάνω μου. Σίγουρα θα είχε την έκφραση έφηβου που για πρώτη φορά βλέπει το σπέρμα του. Τα χείλια του μείναν ακίνητα, ήταν όμως ζεστά και φιλικά. Πριν βγει, αισθάνθηκα την παλάμη του να τρίβει το κεφάλι μου. Έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Εγώ στηρίχτηκα πάνω της κι άρχισα να σέρνομαι προς το πάτωμα. Κάθισα κάτω. Ήθελα να του φυλάω τα όνειρα. Έβαλα τα χέρια πάνω ακριβώς από το στέρνο που κολυμπούσε στο σπέρμα και πίεσα τη φόρμα δυνατά να κολλήσει στο στήθος μου. Κι έμεινα έτσι.
Πρόδρομος Σαββίδης: Το σπέρμα (Κέδρος, 1981)
- Έχω τα κλειδιά του δωματίου που κοιμάται ο επιλοχίας όταν μένει μέσα. Εκεί θα κοιμηθώ απόψε. Μην ανάβεις το φως να μη φαίνεται απ’ έξω.
Πηχτό σκοτάδι. Σήκωσα τα χέρια ψηλαφιστά. Ακούμπησα τη φόρμα του. Άρχισα να ξεκουμπώνω τα κουμπιά της. Εκείνος της δικής μου. Τις βγάλαμε. Τώρα τα κουμπιά του παντελονιού του. Εκείνος του δικού μου. Χωρίσαμε. Τις μπότες, μόνο ο καθένας τις δικές του μπορούσε να βγάλει. Έβγαλα και το σώβρακο. Σήκωσα πάλι τα χέρια ψηλαφιστά. Κολλήσαμε τελείως. Έσυρα τα χέρια μου στο στήθος του. Ήταν λείο, σφιχτοδεμένο σαν ζωντανό άγαλμα. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Πήγε να με γυρίσει ανάποδα. Δεν ήθελα αυτές όμως οι στιγμές να του θυμίζουν κάτι άλλο, κι όπως κάθισε στα πόδια μου έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, αισθάνθηκα πηχτές καυτές σταγόνες να καταβρέχουν το στήθος μου. Αμέσως κι οι δικές μου πετάχτηκαν να γίνουν ένα μ’ αυτές, πλημμυρίζοντας πια τη γούβα στο στέρνο μου. Αμέσως σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει τα ρούχα του στο σκοτάδι. Σηκώθηκα και ντύθηκα κι εγώ. Δεν έλεγε τίποτα.
- Πού είσαι;
Σήκωσα πάλι τα χέρια να βρω το κεφάλι του. Το τράβηξα πάνω μου. Σίγουρα θα είχε την έκφραση έφηβου που για πρώτη φορά βλέπει το σπέρμα του. Τα χείλια του μείναν ακίνητα, ήταν όμως ζεστά και φιλικά. Πριν βγει, αισθάνθηκα την παλάμη του να τρίβει το κεφάλι μου. Έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Εγώ στηρίχτηκα πάνω της κι άρχισα να σέρνομαι προς το πάτωμα. Κάθισα κάτω. Ήθελα να του φυλάω τα όνειρα. Έβαλα τα χέρια πάνω ακριβώς από το στέρνο που κολυμπούσε στο σπέρμα και πίεσα τη φόρμα δυνατά να κολλήσει στο στήθος μου. Κι έμεινα έτσι.
Πρόδρομος Σαββίδης: Το σπέρμα (Κέδρος, 1981)
Πω-πω, έχω και εγώ κάτι φοβερές ιστορίες από στρατό. Βέβαια δεν προχώρησα πολύ, αλλά τις επιτυχίες μου τις είχα :P
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλωσόρισες στην παρέα μας, keimgreek!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι, να ξέρεις, δεν αμφιβάλλω καθόλου για τις φοβερές ιστορίες σου από τον στρατό. Όλοι μας θα είχαμε πολλά να διηγηθούμε, έτσι δεν είναι; :)