6.2.06

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΠΑΡΤΧΑΪΝΤ 1: Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΗΣ

H Xριστίνα Nτουνιά φέρνει στο φως το πρώτο ευρωπαϊκό λεσβιακό μυθιστόρημα με αινιγματική υπογραφή
Γυναικείος ύμνος στην «ομοφυλόφιλη ευτυχία»
ENA AΞIΟΛΟΓΟTATΟ KAI EΠI 76 XPΟNIA ΛHΣMΟNHMENΟ MYΘIΣTΟPHMA ΦEPNEI ΞANA ΣTΟ ΠPΟΣKHNIΟ THN AΠΟΣIΩΠHΣH ΣTHN EΛΛHNIKH ΛΟΓΟTEXNIA TΟY AΠΟKΛINΟNTΟΣ EPΩTIΣMΟY
Του Ευριπίδη Γαραντούδη
.
H κοινότητα των φιλολόγων-νεοελληνιστών αναγνωρίζει τη Χριστίνα Ντουνιά ως συστηματική ερευνήτρια της μεσοπολεμικής λογοτεχνίας. Από εδώ και πέρα, οι ιστορικοί της νεοελληνικής λογοτεχνίας και οι σύγχρονοι αναγνώστες τής καλής λογοτεχνίας θα οφείλουν στην Ντουνιά ένα σπάνιο εύρημα, το βιβλίο της ψευδώνυμης Ντόρας Ρωζέττη, «H ερωμένη της». Αυτό το «ρομάντζο» εκδόθηκε το 1929, τότε μόνον ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το υποδέχθηκε με εγκωμιαστική βιβλιοκρισία, ενώ στη συνέχεια λησμονήθηκε εντελώς. H Ντουνιά, λοιπόν, έπειτα από πολύχρονη αναζήτηση, το εντόπισε και το επανεξέδωσε σε φιλολογικά επιμελημένη έκδοση, όπου αναδημοσιεύεται και το κείμενο του Ξενόπουλου. Ποιο είναι το στοιχείο-κλειδί του βιβλίου; Πρόκειται, όπως διαπιστώνεται από τη διεξοδική έρευνα της Ντουνιά, για το πρώτο ουσιαστικά ευρωπαϊκό λεσβιακό μυθιστόρημα, το οποίο «δεν μένει στη διεκδίκηση της ερωτικής ελευθερίας και την κατάφαση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, αλλά συγχρόνως θίγει ζητήματα ισότητας, διεκδίκησης δικαιωμάτων και μιλά ξεκάθαρα για το φεμινιστικό κίνημα» (σ. 229).
Στο επίμετρό της, «H περιπέτεια ενός ρομάντσου», η Ντουνιά συνδέει το βιβλίο τής Ρωζέττη με την ομοιόθεμή του ευρωπαϊκή λογοτεχνία, το εντάσσει στο πνευματικό κλίμα της ελληνικής μεσοπολεμικής περιόδου, το συσχετίζει με τα ελληνικά ημερολογιακά μυθιστορήματα της ίδιας περιόδου και με την «Αργώ» (1933) του Θεοτοκά, φωτίζει τις γλωσσικές αδυναμίες αλλά και τις υφολογικές αρετές του και, τέλος, σχολιάζει το ζήτημα της πραγματικής ταυτότητας της Ρωζέττη, ζήτημα που, με τα μέχρι τώρα στοιχεία της έρευνάς της, παραμένει ανοικτό.
Περιγραφική τόλμη
Θα εστιάσω την προσοχή μου στο, κατά τη γνώμη μου, πιο ενδιαφέρον και σχεδόν απροσδόκητο γνώρισμα αυτού του, ημερολογιακού στη δομή του, μυθιστορήματος. Το γνώρισμα αυτό είναι ότι η ηρωίδα και αφηγήτρια Ντόρα, νεαρή φοιτήτρια της Χημείας και κατά συνείδηση λεσβία, με ομοφυλοφιλικές σχέσεις και στο παρελθόν, βιώνει και καταγράφει στο ημερολόγιο-μυθιστόρημά της τον παράφορο έρωτά της για την, ηλικιακά λίγο μεγαλύτερή της, Λίζα, την «ερωμένη της», χωρίς το παραμικρό ίχνος ενοχής. Έτσι, η αρκετά στάσιμη πλοκή τού μυθιστορήματος ακολουθεί γραμμικά τις πάμπολλες μεταπτώσεις της σχέσης των δύο γυναικών στη διάρκεια τρεισήμισι σχεδόν χρόνων. Το αρκετά αναληθοφανές happy end βρίσκει την Ντόρα και τη Λίζα να έχουν αποδεσμευτεί πλήρως από το οικογενειακό περιβάλλον τους και να αναχωρούν για την Ιταλία, όπου θα ζήσουν ανεμπόδιστα τον έρωτά τους. Σ' όλη τη διάρκεια της σχέσης (και της ημερολογιακής καταγραφής της) το ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος ταλαντώνεται ανάμεσα στον ακραίο συναισθηματισμό και τον «χτηνώδικο» σωματικό έρωτα. H περιγραφική τόλμη των πολλών ερωτικών σκηνών (βλ., π.χ., τις σ. 37-40) ανακαλεί στοιχεία από το ευρωπαϊκό αισθητιστικό μυθιστόρημα του Ουάιλντ ή του Ντανούντσιο, ωστόσο η απόλυτη άφεση των δύο γυναικών στην ερωτική παραφορά δεν βιώνεται ως εκδήλωση νοσηρότητας, αλλά αποτυπώνεται ως αγωνία της Ντόρας να βυθομετρήσει το συναισθηματικό υπόβαθρο της σεξουαλικής μανίας της για τη Λίζα. Με άλλα λόγια, η Ντόρα όχι μόνο περιγράφει - πράγμα βεβαίως ευκολότερο, αφού πρόκειται για πεζογράφημα - ό,τι ο Καβάφης επέλεξε να αποσιωπήσει στα ερωτικά του ποιήματα (ο Καβάφης, εξάλλου, είναι ο μοναδικός νεοέλληνας ποιητής που ονομάζεται ρητά στο μυθιστόρημα), αλλά και συνειδητοποιεί την ψυχική γνησιότητα κι επομένως τη φυσικότητα της αποκλίνουσας, για τον ευρύ κοινωνικό περίγυρο, ερωτικής συμπεριφοράς (της).
Με την πρόοδο της σχέσης και της ημερολογιακής καταγραφής της, η Ντόρα τελικώς αναγνωρίζει την ψυχοσυναισθηματική - ερωτική ταυτότητά της (είναι αυτή που αγαπά τη Λίζα) και, σε συνδυασμό με την κοινωνική χειραφέτησή της, φτάνει στο σημείο να προβάλλει όχι μόνο τη διαφορετικότητα αλλά και την ουσιαστική υπεροχή κατ' εξοχήν του λεσβιακού και γενικότερα του ομοφυλοφιλικού έρωτα σε σύγκριση με τους έρωτες της ρουτίνας.
H αξία του βιβλίου τής Ρωζέττη δεν έγκειται μόνο στον πρωτοποριακό συνδυασμό της ερωτικής του τόλμης με τον φεμινισμό και την κοινωνική χειραφέτηση της γυναίκας ή στην πιστή αντανάκλαση της πνευματικής και ηθικής στάσης των νέων μιας εποχής. H Ερωμένη της είναι ένα βιβλίο που δεν προσθέτει απλώς μία σημαντική λησμονημένη ψηφίδα σ' ένα ιστορικό μωσαϊκό λογοτεχνικών κειμένων. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που, παρά τις αρκετές γλωσσικές αστοχίες της νεαρότατης συγγραφέως του, διαβάζεται σήμερα ως σύγχρονο, λόγω της βαθιά θεμελιωμένης ειλικρίνειας και της γνησιότητας του ψυχοσυναισθηματικού φορτίου της ηρωίδας-αφηγήτριας. Ανεξάρτητα από το αν είναι το πρωτόλειο μιας αργότερα καταξιωμένης πεζογράφου (πράγμα για το οποίο η έρευνα μένει να αποφανθεί), η «Ερωμένη της» έχει αυτόνομη αξία. Συγκρινόμενο μάλιστα με πολλά άλλα σύγχρονά του ή και μεταγενέστερα ελληνικά μυθιστορήματα, πολύ πιο καλοδουλεμένα γλωσσικά ή και με πιο ενδιαφέρουσα πλοκή, αλλά ξεπερασμένα από τον χρόνο, διαβάζεται σήμερα ως ένα πολύ πιο σύγχρονο βιβλίο.
...Κι έπειτα ήρθε ο συντηρητισμός
H απενοχοποιημένη στάση της Ρωζέττη έναντι της ομοφυλοφιλίας αντανακλά στο κοινωνικό περιβάλλον και στα ήθη των φοιτητικών συντροφιών και των νεαρών λογοτεχνών και διανοούμενων της δεκαετίας του 1920 παρατηρεί εύστοχα η Ντουνιά. Πρόκειται για το περιβάλλον εκείνων των νέων ανθρώπων που η Ντόρα περιγράφει ως τον άμεσο κοινωνικό της περίγυρο: οικειώνονται και προβάλλουν την καβαφική ποίηση, αποδεσμεύονται από κάθε είδους περιορισμούς, ζουν απελευθερωμένα τον κάθε μορφής έρωτα, μερικοί δεν διστάζουν να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Λίγα χρόνια μετά, το πνευματικό και ιδεολογικό κλίμα θα αλλάξει ριζικά. H στροφή προς τη συντηρητική αστική ηθική, που θα παγιωθεί με τη δικτατορία του Μεταξά, θα χαρακτηρίσει τον κυρίαρχο πυρήνα της γενιάς του 1930. Για να φανεί το μέγεθος της μεταστροφής θα παραθέσω δύο χωρία, τόσο εύγλωττα που δεν χρειάζονται σχολιασμό. Από τη μια, ένα χωρίο επιστολής, στις 31/10/1931, του Θεοτοκά προς τον Σεφέρη: «Δε σου χρησιμεύει σε τίποτα να συνεχίσεις την πολιτική της tour d'ivoire [ελεφάντινου πύργου], του détachement [απομάκρυνσης], της bouteille la mer [μποτίλιας στο πέλαγο], που δεν ταιριάζει σε ανθρώπους ρωμαλέους και καλοφαγάδες και καλογαμιάδες σαν κι εμάς, αλλά μονάχα σε ασθενικούς ονειροπόλους και σε πουσταρέλια σαν το σιχαμένο Μαρσέλ Προυστ (τον ξανακοίταξα τώρα τελευταία και μου ήρθε να ξεράσω με τη νοσηρότητα, την αηδιαστική sensiblerie, την ψυχική σαπίλα κι αποσύνθεση αυτού του οικτρού υποκειμένου)» (Θεοτοκάς & Σεφέρης, Αλληλογραφία, 1981, σ. 56). Από την άλλη, η, επί 76 χρόνια λησμονημένη, φωνή της Ντόρας (Ρωζέττη): «Μια φωνή φώναξε μέσα μου: Σοφοί τού κόσμου, ηθικολόγοι, ελάτε να με πείσετε πως δεν είναι έρωτας η ομοφυλόφιλη αυτή εκδήλωση, δεν είναι αγαλλίαση, φρενίτιδα, ευτυχία!..» (σ. 179).
ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗΣ
Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι σήμερα, την κυρίαρχη τάση της φιλολογικής και της λογοτεχνικής κριτικής διαμόρφωσαν «ρωμαλέοι» άνθρωποι όπως ο Θεοτοκάς. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της τάσης ήταν οι διάφορες, λιγότερο ή περισσότερο τολμηρές, ελληνικές λογοτεχνικές εκφράσεις του αποκλίνοντος ερωτισμού, κατά κανόνα να σκιαστούν (όταν δεν στιγματίζονταν άμεσα ή υπαινικτικά) πίσω από το πέπλο της υποκριτικής αποσιώπησης. (H ταχεία διάδοση και καταξίωση της καβαφικής ποίησης ήταν εξαίρεση, επειδή η μεγαλοσύνη της είναι τέτοια που τίποτε δεν μπορούσε να της σταθεί εμπόδιο). Όσοι πιστεύουν ότι η εικόνα που περιέγραψα είναι αναληθής, ας απαντήσουν στο ερώτημα: εξακολουθεί ή όχι να αποτελεί ταμπού για την κριτική η ομοφυλοφιλία του Γιάννη Ρίτσου, παρά μάλιστα το γεγονός ότι για τον ερωτικό ποιητή Ρίτσο η ομοφυλοφιλία δεν υπήρξε ταμπού, δεδομένου ότι η ομοφυλόφιλη ερωτική επιθυμία ομολογείται ρητά στην ποίησή του ήδη με το ποίημα «Ο ξένος», γραμμένο το καλοκαίρι του 1935 και δημοσιευμένο το 1943; Το βιβλίο τής Ρωζέττη συνιστά, λοιπόν, μια καλή ευκαιρία να αναρωτηθούμε αν ωρίμασαν οι συνθήκες για να εξετάσουμε την παλαιότερη και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία του αποκλίνοντος ερωτισμού, αποδεσμευμένοι από αποσιωπήσεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος.
.
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 04-02-2006)
.
Αλλά, για όνομα της Θεάς, τι ακριβώς σημαίνει ο όρος "αποκλίνων ερωτισμός";;;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου