Γυρνούσαμε πάντα σαν οι πιο αχώριστοι φίλοι, μα τα βράδια, όταν μας δινόταν η ευκαιρία να κοιμηθούμε σε ίδιο κρεβάτι, συνήθως εκτός στρατού, τότε γινόμασταν οι καλοί παλιοί εραστές. Αγκαλιάζαμε τα νεαρά μας σώματα με τους τρόπους που είχαμε μάθει από μικροί στο χειμωνιάτικο Σουφλί και παραδινόμασταν στην ηδονή μας. Μέσα στη νύχτα αφήναμε τις ψυχές μας να συναντηθούν με πάθος. Ήμασταν δυο άνδρες ωραίοι και ζούσαμε τις ευαισθησίες μας. Μόνο μέσα στα σκοτάδια. Μόνο εκεί μπορούσαμε να ήμαστε αληθινά ελεύθεροι.
Μάθαμε να περιορίζουμε τις ματιές και να μην προδίδουμε τα αμοιβαία αισθήματα μας. Μάθαμε για τις λέξεις «πούστης», «κολομπαράς» και «αδερφάρα», πότε, πού και για ποιον χρησιμοποιούνται και σαν ορολογίες, αλλά και σαν βρισιές.
Προσπαθούσαμε, όμως, τέτοιες λέξεις να μην ακουμπάνε τις καρδιές μας, εφόσον δε μας προσδιόριζαν.
Εμείς ούτε κουνιόμασταν, ούτε πουστρεύαμε. Για μας ήταν μια σχέση υπέροχη, υπεράνω της λογικής των άλλων και έτσι τη ζούσαμε, στα κρυφά, στα σκοτεινά, μα πάνω απ’ όλα αλήθινά. Δεν την ονομάσαμε ποτέ μας και ίσως γι’ αυτό δεν ταίριαζε με άλλες σχέσεις που γνωρίζαμε. Ήταν μια σχέση αβάφτιστη, μα ήταν όλο το είναι μας.
(…) Μέσα στη νύχτα ξυπνήσαμε πολλές φορές, γιατί η θέρμη κι η ανάγκη του άλλου μας έφερνε πιο κοντά και η γύμνια των κορμιών μάς ερέθιζε διαρκώς. Κάτω από το μαύρο πλατύ ουρανό, με τα τρέμουλα άστρα για στολίδι, βρέθηκα πάνω στο σώμα του που έκαιγε και έτρεμε να μου δοθεί ολοκληρωτικά. Μπήκα με σεβασμό και ευλάβεια μέσα του και χάθηκα στην εξουσία που μουέδινε το πάθος. Έλιωνε μέσα στην αγκαλιά μου σαν να ήτανε η πρώτη νιφάδα χιονιού που έπεφτε στην ανοιχτή παλάμη μου.
Λίγο αργότερα με έπαιρνε στα δυνατά χέρια του για να με κάνει δικό του με το ίδιο τρέμουλο και μια αισθητή λαχτάρα μη σπάσω και πονέσαω στα δάχτυλα, στους μυς και στοςυ χτύπους της καρδιάς του. Με αγάπησε, τον αγάπησα με όλη την ευαισθησία. Ο κατακτητής ήταν ταυτόχρονα και πορθημένος.
Ο κύκλος του έρωτα ολοκληρώθηκε.
(…) Ό,τι πολυτιμότερο είχα βρει στη ζωή μου αποκοιμήθηκε γλυκά στην αγκαλιά μου. Τον χάζεψα ώρες, καθώς παραδομένος επάνω μου απολάμβανε τη ζεστασιά μου. Δεν έκλεισα μάτι. Τον πρόσεχα, τον χάιδευα στα μαύρα μαλλιά, που είχανε επιτέλους μακρύνει μετά το τελευταίο κούρεμα στο στρατό και τον φιλούσα απαλά. Δεν ξέρω ακριβώς τι γινότανε εκείνο το βράδυ, αλλά δεν αισθανόμουνα κούραση. Ήμουν δυνατός, έπαιρνα συνέχεια ενέργεια από την απαλή, καυτή αφή του σώματός του. Είχα μια παράξενη όρεξη να τον κοιτώ και να τον φυλάω, λες και ήμουν εγώ ο άγγελος-φύλακας και ξαγρυπνούσα μέσα στη νύχτα. Χαϊδεύοντάς τον έκανα όνειρα και σχέδια για ένα μέλλον μακρινό, ευτυχισμένο. Αυτός, εγώ και η Γερμανία. Το μυαλό μου έτρεχε με χίλια πάνω στις κοιλάδες που είχανε πια πρασινίσει και η πλάση μοσχομύριζε λουλούδια.
.
.
Σεβαστός Σαμψούνης: Η επικίνδυνη συνήθεια να αισθάνομαι (Β. Κυριακίδης, 2005)
Εκτός του ότι είναι υπέροχο, το όνομα του συγγραφέα μου είναι ανατριχιαστικά γνωστό...Θραξ γαρ...
ΑπάντησηΔιαγραφή