ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΣ ΓΕΛΩ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΑΙ ΠΟΛΥ
«Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ»
είναι ο τίτλος της τρίτης ατομικής έκθεσης του γνωστού έλληνα
εικαστικού στην γκαλερί Bernier/Eliades στο Θησείο
tovima.gr,
28-1-2014
Επτά. Τόσοι είναι οι κύκλοι που κάνεις μέσα στην
Bernier/Eliades για να διαβάσεις το κείμενο του Καβάφη που διατρέχει με μεγάλα
γράμματα από βινύλιο τους τοίχους της γκαλερί. «Ο αστείος άνθρωπος
γενικώς περιφρονείται, τουλάχιστον δεν λαμβάνεται υπ' όψιν σημαντικά, δεν
εμπνέει πολλήν πεποίθησιν. Γι' αυτό κ' εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να
παρουσιάζω σοβαρήν όψι. Ηύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες
υποθέσεις μου. Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ». Αυτό είναι ένα
απόσπασμα από το κείμενο και η τελευταία πρόταση είναι και ο τίτλος της
έκθεσης, της τρίτης ατομικής έκθεσης του Νίκου Ναυρίδη στη γνωστή γκαλερί στο
Θησείο.
«Η σκέψη για αυτό το έργο είναι ότι οι σοφοί και οι ποιητές δεν φαίνονται ποτέ να χαμογελούν και έτσι καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι δεν το κάνουν κιόλας» εξηγεί ο Ναυρίδης καθώς επιμελείται τις τελευταίες λεπτομέρειες των έργων του λίγο πριν από τα εγκαίνια της Πέμπτης 23 Ιανουαρίου. Και όπως αγαπά να κάνει στη δουλειά του, π.χ. με το έργο «Αναπνοή» στην Μπιενάλε της Βενετίας, αντιστρέφει και σε αυτή την περίπτωση τις συμβάσεις. «Ενας λόγος κειμένου μεταφέρεται σε μια σύμβαση εικαστικής εγκατάστασης. Οπότε παύει η σχέση σου με το κείμενο να είναι μια οριζόντια, γραμμική ανάγνωση και γίνεται μια ανάγνωση που κάνεις με το σώμα σου»εξηγεί.
Ο Νίκος Ναυρίδης αγαπά τον λόγο αλλά δεν θέλει να γίνει ο άνθρωπος των αποφθεγμάτων. «Τα ίδια τα κείμενα έχουν μια βαρύτητα που καλό είναι να μην την πειράζουμε». Εν προκειμένω, το κείμενο από ταΑνέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Αισθητικής του Γ. Π. Σαββίδη, το οποίο από μόνο του «έρχεται να χλευάσει όλο αυτό που συμβαίνει στις ημέρες μας, τη σοβαροφάνεια που κανείς δεν χρειάζεται. Την υποκρισία που υιοθετεί κανείς στη ζωή του, μια δήθεν συμπεριφορά που γνωρίζει ότι είναι αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο και την εφαρμόζει στην καθημερινότητά του».
Στο πίσω μέρος της γκαλερί βρίσκεται ένα μικροσκοπικό έργο, μια μικρή εκτυπωτική πλάκα στερεωμένη ανάμεσα σε δύο σφιγκτήρες. Οι ανάγλυφοι χαρακτήρες της γράφουν: «Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άραγε; ή υπάρχει μόνον Νέον και Παλαιόν - και το Ψεύδος είναι απλώς το Γήρας της Αληθείας;».Πρόκειται για μια έμμεση αναφορά σε ένα πολύ πρόσφατο έργο του Ναυρίδη, τη βιντεοπροβολή «16.9.1902», που παρουσίασε στο Ιδρυμα Κακογιάννη. Εκεί ο Ναυρίδης είχε προβάλει το συγκεκριμένο χωρίο με μεγάλα κεφαλαία γράμματα χωρίς κενά ανάμεσα στις λέξεις, ακριβώς «όπως θα διάβαζε κανείς επιγραφές της εποχής των Πτολεμαίων, τους οποίους ο Καβάφης μνημονεύει διαρκώς», όπως εξηγεί. Η ιδέα για την εγκατάσταση που διατρέχει τους τοίχους της Bernier/Eliades γεννήθηκε τότε.
«Η σκέψη για αυτό το έργο είναι ότι οι σοφοί και οι ποιητές δεν φαίνονται ποτέ να χαμογελούν και έτσι καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι δεν το κάνουν κιόλας» εξηγεί ο Ναυρίδης καθώς επιμελείται τις τελευταίες λεπτομέρειες των έργων του λίγο πριν από τα εγκαίνια της Πέμπτης 23 Ιανουαρίου. Και όπως αγαπά να κάνει στη δουλειά του, π.χ. με το έργο «Αναπνοή» στην Μπιενάλε της Βενετίας, αντιστρέφει και σε αυτή την περίπτωση τις συμβάσεις. «Ενας λόγος κειμένου μεταφέρεται σε μια σύμβαση εικαστικής εγκατάστασης. Οπότε παύει η σχέση σου με το κείμενο να είναι μια οριζόντια, γραμμική ανάγνωση και γίνεται μια ανάγνωση που κάνεις με το σώμα σου»εξηγεί.
Ο Νίκος Ναυρίδης αγαπά τον λόγο αλλά δεν θέλει να γίνει ο άνθρωπος των αποφθεγμάτων. «Τα ίδια τα κείμενα έχουν μια βαρύτητα που καλό είναι να μην την πειράζουμε». Εν προκειμένω, το κείμενο από ταΑνέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Αισθητικής του Γ. Π. Σαββίδη, το οποίο από μόνο του «έρχεται να χλευάσει όλο αυτό που συμβαίνει στις ημέρες μας, τη σοβαροφάνεια που κανείς δεν χρειάζεται. Την υποκρισία που υιοθετεί κανείς στη ζωή του, μια δήθεν συμπεριφορά που γνωρίζει ότι είναι αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο και την εφαρμόζει στην καθημερινότητά του».
Στο πίσω μέρος της γκαλερί βρίσκεται ένα μικροσκοπικό έργο, μια μικρή εκτυπωτική πλάκα στερεωμένη ανάμεσα σε δύο σφιγκτήρες. Οι ανάγλυφοι χαρακτήρες της γράφουν: «Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άραγε; ή υπάρχει μόνον Νέον και Παλαιόν - και το Ψεύδος είναι απλώς το Γήρας της Αληθείας;».Πρόκειται για μια έμμεση αναφορά σε ένα πολύ πρόσφατο έργο του Ναυρίδη, τη βιντεοπροβολή «16.9.1902», που παρουσίασε στο Ιδρυμα Κακογιάννη. Εκεί ο Ναυρίδης είχε προβάλει το συγκεκριμένο χωρίο με μεγάλα κεφαλαία γράμματα χωρίς κενά ανάμεσα στις λέξεις, ακριβώς «όπως θα διάβαζε κανείς επιγραφές της εποχής των Πτολεμαίων, τους οποίους ο Καβάφης μνημονεύει διαρκώς», όπως εξηγεί. Η ιδέα για την εγκατάσταση που διατρέχει τους τοίχους της Bernier/Eliades γεννήθηκε τότε.
ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΠΑΜΠΑ, ΑΠΟΔΕΞΟΥ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΛΕΣΒΙΑ
tanea.gr, 29/1/2014
Η ομοφυλόφιλη θυγατέρα ενός πάμπλουτου επιχειρηματία
του Χονγκ Κονγκ, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες έφθασε να υποσχεθεί σχεδόν
100 εκατ. ευρώ στον άνδρα που θα καταφέρει να τη γοητεύσει και να της αλλάξει
σεξουαλικές προτιμήσεις, παρακάλεσε την Τετάρτη τον πατέρα της να αποδεχθεί την
επιλογή της, καθώς και τη σύντροφό της.
Στην επιστολή αυτή που αρχίζει με την προσφώνηση «Αγαπητέ μπαμπά», η 33χρονη Τζίτζι Τσάο ζητεί από τον πατέρα της, τον Σέσιλ, ο οποίος είναι επικεφαλής μιας αυτοκρατορίας ακινήτων, να θεωρήσει τη σύντροφό της, την Σον Ιβ, «ένα φυσιολογικό και αξιοπρεπές ανθρώπινο ον».
Η Τζίτζι και η Σον είναι μαζί εδώ και εννέα χρόνια και φέρεται ότι παντρεύτηκαν το 2012 στη Γαλλία.
«Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να καταλάβεις πώς μπορώ να έχω αισθήματα για μια γυναίκα. Δυσκολεύομαι αληθινά να το εξηγήσω και η ίδια. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, αυτό είναι όλο, αργά και ήσυχα», γράφει στη μεγάλη αγγλόφωνη εφημερίδα του Χονγκ Κονγκ, τη South China Morning Post.
Η νεαρή γυναίκα διατυπώνει την παράκλησή της αφού ο 77χρονος Σέσιλ Τσάο διπλασίασε πρόσφατα την «προίκα γάμου» της σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια Χονγκ Κονγκ (σχεδόν 95 εκατ. ευρώ), τα οποία υποσχέθηκε να δώσει σε όποιον άνδρα δεχόταν εκείνη να παντρευτεί.
Η πρώτη προσφορά είχε προσελκύσει όχι λιγότερους από 20.000 υποψήφιους και είχε προβληθεί από τα μέσα ενημέρωσης και ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης σ' όλο τον κόσμο.
Στην επιστολή της, η Τζίτζι λέει ότι συγχωρεί τον πατέρα της γι' αυτή την ταπείνωση επειδή πιστεύει ότι ενήργησε καλή τη πίστει και εκφράζει τη λύπη της επειδή μπορεί να τον άφησε να πιστέψει ότι υπάρχει περίπτωση να συνταχθεί με την άποψή του.
«Υπάρχουν πολλοί καλοί άνδρες. Όμως δεν είναι για εμένα», απάντησε. «Γι' αυτά που λυπάμαι είναι ότι αγνοείς πόσο ευτυχισμένη και ικανοποιημένη από τη ζωή μου είμαι και ότι υπάρχουν πλευρές της ζωής μου που δεν μοιράζεσαι μαζί μου».
Ο Σέσιλ Τσάο, προσωπικότητα της ελίτ του Χονγκ Κονγκ, εμφανίζεται συχνά δημοσίως συνοδευόμενος από τις τελευταίες -νεαρές- κατακτήσεις του και είχε κάποτε υποστηρίξει πως έχει γνωρίσει, με τη βιβλική σημασία της λέξης, 10.000 γυναίκες.
Οι πολιτικές ενώσεις μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου δεν επιτρέπονται στο Χονγκ Κόνγκ, καθώς ο πληθυσμός αυτού του εδάφους της νότιας Κίνας παραμένει συντηρητικός στα θέματα της κοινωνίας παρά τη φήμη του Χονγκ Κονγκ ως μιας σύγχρονης, κοσμοπολίτικης και ανεκτικής μεγαλούπολης.
Η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε στο Χονγκ Κονγκ μόλις το 1991.
Στην επιστολή αυτή που αρχίζει με την προσφώνηση «Αγαπητέ μπαμπά», η 33χρονη Τζίτζι Τσάο ζητεί από τον πατέρα της, τον Σέσιλ, ο οποίος είναι επικεφαλής μιας αυτοκρατορίας ακινήτων, να θεωρήσει τη σύντροφό της, την Σον Ιβ, «ένα φυσιολογικό και αξιοπρεπές ανθρώπινο ον».
Η Τζίτζι και η Σον είναι μαζί εδώ και εννέα χρόνια και φέρεται ότι παντρεύτηκαν το 2012 στη Γαλλία.
«Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να καταλάβεις πώς μπορώ να έχω αισθήματα για μια γυναίκα. Δυσκολεύομαι αληθινά να το εξηγήσω και η ίδια. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, αυτό είναι όλο, αργά και ήσυχα», γράφει στη μεγάλη αγγλόφωνη εφημερίδα του Χονγκ Κονγκ, τη South China Morning Post.
Η νεαρή γυναίκα διατυπώνει την παράκλησή της αφού ο 77χρονος Σέσιλ Τσάο διπλασίασε πρόσφατα την «προίκα γάμου» της σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια Χονγκ Κονγκ (σχεδόν 95 εκατ. ευρώ), τα οποία υποσχέθηκε να δώσει σε όποιον άνδρα δεχόταν εκείνη να παντρευτεί.
Η πρώτη προσφορά είχε προσελκύσει όχι λιγότερους από 20.000 υποψήφιους και είχε προβληθεί από τα μέσα ενημέρωσης και ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης σ' όλο τον κόσμο.
Στην επιστολή της, η Τζίτζι λέει ότι συγχωρεί τον πατέρα της γι' αυτή την ταπείνωση επειδή πιστεύει ότι ενήργησε καλή τη πίστει και εκφράζει τη λύπη της επειδή μπορεί να τον άφησε να πιστέψει ότι υπάρχει περίπτωση να συνταχθεί με την άποψή του.
«Υπάρχουν πολλοί καλοί άνδρες. Όμως δεν είναι για εμένα», απάντησε. «Γι' αυτά που λυπάμαι είναι ότι αγνοείς πόσο ευτυχισμένη και ικανοποιημένη από τη ζωή μου είμαι και ότι υπάρχουν πλευρές της ζωής μου που δεν μοιράζεσαι μαζί μου».
Ο Σέσιλ Τσάο, προσωπικότητα της ελίτ του Χονγκ Κονγκ, εμφανίζεται συχνά δημοσίως συνοδευόμενος από τις τελευταίες -νεαρές- κατακτήσεις του και είχε κάποτε υποστηρίξει πως έχει γνωρίσει, με τη βιβλική σημασία της λέξης, 10.000 γυναίκες.
Οι πολιτικές ενώσεις μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου δεν επιτρέπονται στο Χονγκ Κόνγκ, καθώς ο πληθυσμός αυτού του εδάφους της νότιας Κίνας παραμένει συντηρητικός στα θέματα της κοινωνίας παρά τη φήμη του Χονγκ Κονγκ ως μιας σύγχρονης, κοσμοπολίτικης και ανεκτικής μεγαλούπολης.
Η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε στο Χονγκ Κονγκ μόλις το 1991.
ΓΕΝΣ ΛΕΜΑΝ: ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΔΡΙΚΟ ΣΠΟΡ
Ο ΛΕΜΑΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟΥΣ
ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΥΣ
«Το ποδόσφαιρο είναι ανδρικό
σπορ»
tanea.gr, 29-1-2014
«Να κάνεις ντους στα αποδυτήρια με έναν ομοφυλόφιλο
συμπαίκτη σου; Ηλίθια ιδέα» λέει ο βετεράνος γερμανός τερματοφύλακας Γενς
Λέμαν και προτρέπει τους γκέι ποδοσφαιριστές να μη δηλώνουν τις σεξουαλικές
προτιμήσεις τους.
Οι απόψεις του Λέμαν προκάλεσαν την έντονη
αντίδραση της Ενωσης ομοφυλοφίλων στη Γερμανία (LSVD). «Πίστευα πως ο κ. Λέμαν
είναι έξυπνος άνθρωπος, αλλά τώρα έχω υποστεί σοκ» δήλωσε η εκπρόσωπος της LSVD
Ρενάτε Ραμπφ.
Ενας από τους παλιούς συμπαίκτες του Λέμαν στη
Στουτγάρδη και στην Εθνική Γερμανίας, ο Τόμας Χιτσλσπέργκερ δήλωσε πρόσφατα
αμέσως μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα ότι είναι γκέι. Αν το γνώριζε ο
Λέμαν από τότε που μοιράζονταν τα αποδυτήρια, «θα υπήρχαν στιγμές που θα ήταν
δύσκολα» λέει ο 44χρονος Γερμανός και θεωρεί αναπόφευκτο να θυματοποιηθεί ένας
παίκτης που δηλώνει γκέι.
«Είμαι βέβαιος πως θα υπήρχαν παίκτες, είτε αντίπαλοι
είτε στα αποδυτήρια, που θα έκαναν μόνιμα αστεία. Δεν πρόκειται για 25
διανοούμενους που συζητούν αν κάποιος είναι ομοφυλόφιλος. Το ποδόσφαιρο είναι ανδρικό
σπορ και δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πολύ. Επίσης δεν μπορείς να ελέγξεις τους
φιλάθλους στις εξέδρες. Μπορεί ένας γκέι παίκτης να τα αντιμετωπίσει όλα
αυτά;».
Ο γερμανικός Τύπος σχολίασε πως οι θέσεις του Λέμαν
δεν ανταποκρίνονται στο δημόσιο αίσθημα, ενώ η Ραμπφ μίλησε για την προκατάληψη
εναντίον των γκέι. «Υπάρχει υπερβολικός σεξισμός κατά των ομοφυλοφίλων εδώ»,
πρόσθεσε η εκπρόσωπος της LSVD.
ΧΑΡΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΗ ΖΩΗ
Ειλικρινής, αληθινός, ώριμος, με συναίσθημα και ουσία, ο Χάρης Ρώμας στην πιο εξομολογητική συνέντευξή του -στο περιοδικό ΕΓΩ! και τον Γιάννη Βίτσα- μιλά για την πολυκύμαντη ζωή και πορεία του, τολμώντας να υπερασπίζεται με σθένος κάθε επιλογή του.
- Πατώντας το όνομά σας στο Google, ένα από τα πρώτα αποτελέσματα είναι το «Χάρης Ρώμας γκέι». Μάλιστα, υπάρχει ένα κατάπτυστο δημοσίευμα εναντίον σας σε κάποιο blog, που βασίζεται σ” αυτόν τον ερωτικό προσανατολισμό. Σας ενόχλησε, σας πίεσε, σκεφτήκατε να κινηθείτε δικαστικά;
- Είναι κάτι το οποίο δεν με απασχολεί καθόλου. Έχω κάνει μια συνθέτη ζωη. Έχω περάσει από όλες τις ερωτικες φάσεις. Δεν το κρύβω. Το θεωρώ τιμή μου και καμάρι μου. Κατέληξα στις επιλογές που με ικανοποιούν και τις υπερασπίζω με μεγάλο σθένος. Δεν αναφέρομαι σε αυτά τα θέματα, γιατί δε θέλω να ορίζουν την καλλιτεχνική μου προσωπικότητα…
Από εκεί και πέρα θεωρώ, εφόσον αναφέρεσαι σε κατάπτυστο δημοσίευμα που έχει να κάνει με αυτό το θέμα, ότι αυτός που το γράφει δεν είναι πιο άνδρας απο εμένα. Το λέω με πλήρη συνείδηση. Εγώ αισθάνομαι 100% άνδρας, ξέρω τι είδους επιλογή έχω κάνει και την υποστηρίζω με σθένος. Ποτέ δεν ένιωσα όμως κάτι διαφορετικό. Πάντα αισθανόμουν άνδρας…
Έχω ζήσει και με γυναίκες και με χιλόπιτες και με το αντίστροφο βέβαια, με το να αποχώρω απο σχέσεις, γιατί πιθανώς έψαχνα κατι άλλο και το κατάλαβα πολύ αργότερα.
- Σε συνέντευξή σας σε κυριακάτικη εφημερίδα αναφερθήκατε σε ένα «μαύρο» δημοσίευμα, που ισχυριζόταν ότι έχετε AIDS. Αισθανθήκατε «κακοποίηση» τότε;
- Είναι ένα θέμα που ανακυκλώνεται. Ξέρω ότι τραβά το ενδιαφέρον. Εγώ το θεωρώ λήξαν και δεν θέλω να το επαναφέρω, όχι γιατί φοβάμαι κάτι, αλλά επειδή θεωρώ ότι είναι εύκολη τροφή για λαϊκισμό. Συμβαίνει σε ανθρώπους που είναι «προβεβλημένοι» και «επώνυμοι» να τους …χρεώνουν διάφορα πράγματα. Εγώ αντιμετώπισα το παραπάνω θέμα δικαστικά πρώτα απ” όλα, αλλά και οπλίζοντας τον εαυτό μου με μια περαιτέρω δύναμη. τελικά μου έκανε καλό και αυτό. Έκανε πιο ισχυρό τον έρωτα που ζω. Δυνάμωσε τη σχέση μου. Δεν έχει νόημα να το αναμασώ προς τέρψιν του σαρκοβόρου κοινού…
Έχω οικογένεια. Επηρεάζει τη μητέρα μου, τη σχέση μου, τη ζωή μου. Δεν με ορίζει ούτε με καθορίζει. ήταν συγκεκριμένοι οι λόγοι για τους οποίους μου το είχαν προσάψει. βρισκόμουν στο απόγειο μιας καριέρας. Το «Καφέ της Χαράς» σημείωνε μεγάλη επιτυχία. Ήμουν από όλες τις μεριές προβεβλημένος, αλλά και ευάλωτος. Γνώρισα το φθόνο, την κακία, το κιτρινισμό και αυτά τα θεωρώ παρελκόμενα μιας καριέρας. (fimes.gr)
ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΚΥΠΡΟΥ. ΑΠΟΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ
Το Κατεχόμενα αποποινικοποιούν την ομοφυλοφιλία
Το «κοινοβούλιο» ψήφισε υπέρ της κατάργησης του νόμου
tanea.gr, 28/1/2014
Το «κοινοβούλιο» ψήφισε υπέρ της κατάργησης του νόμου
tanea.gr, 28/1/2014
Το κατεχόμενο τμήμα της
Κύπρου έγινε η τελευταία περιοχή της Ευρώπης που ψήφισε νομοσχέδιο για την
αποποινικοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ συναινούντων ομοφυλοφίλων.
Το «κοινοβούλιο» του
ψευδοκράτους ψήφισε υπέρ της κατάργησης του νόμου που προβλέπει μέχρι και πέντε
χρόνια φυλάκιση για τους ομοφυλόφιλους άνδρες. Ο νόμος δεν περιελάμβανε
πρόβλεψη για τις ομοφυλόφιλες γυναίκες. «Αποποινικοποιήσαμε την ομοφυλοφιλία
αλλά επίσης εκσυγχρονίσαμε τους νόμους που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα»
δήλωσε η «βουλευτής» Ντογούς Ντεριά από το κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας.
Ο τουρκοκύπριος ηγέτης, Ντερβίς
Έρογλου, τώρα θα πρέπει μέσα σε 15 ημέρες να εγκρίνει το νομοσχέδιο. «Είχε
καθυστερήσει πολύ και χαίρομαι που έπειτα από συνομιλίες με τον Ντερβίς Έρογλου
συμφώνησε να υπογράψει το νομοσχέδιο» είπε η Μαρίνα Γιαννακουδάκη,
βρετανίδα ευρωβουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος με καταγωγή από την
κατεχόμενη Κύπρο.
Σύμφωνα με το γραφείο
της ίδιας, η τελευταία φορά που συνελήφθη κάποιος για ομοφυλοφιλικές σχέσεις
στο ψευδοκράτος, ήταν τον Φεβρουάριο του 2012. Το κυπριακό κράτος
αποποινικοποίησε την ομοφυλοφιλία τη δεκαετία του 1990, έπειτα από πιέσεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Χαιρετίζουμε την απόφαση αυτή και επιτέλους μπορούμε να
μιλάμε για μία ελεύθερη από νόμους που ποινικοποιούν την ομοφυλοφιλία,
ευρωπαϊκή ήπειρο» δήλωσε ο Πάουλο Κόρτε Ρεάλ της Διεθνούς Ένωσης Λεσβιών,
Ομοφυλόφιλων, Αμφιφυλόφιλων και Διεμφυλικών Ατόμων (ILGA).
ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ - 2
[Κορμός και μηροί αγάλματος
ανδρικής μορφής.
Η θέση των χεριών είναι τυπική των γυναικείων ειδωλίων του κανονικού τύπου.
Ασυνήθιστο είναι ότι οι πήχεις δεν βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους.
Ολόγλυφα, με τάση φυσιοκρατικής απόδοσης, παριστάνονται τα γεννητικά όργανα.
Μοναδικό ως προς την απόδοση της ανδρικής μορφής σε μνημειώδεις διαστάσεις.
Κανονικός τύπος, παραλλαγή Σπεδού.
Αποδίδεται στον «Καλλιτέχνη Γουλανδρή».
ΠΚ ΙΙΙ, φάση Σύρου (2800-2300 π.Χ.)]
Η θέση των χεριών είναι τυπική των γυναικείων ειδωλίων του κανονικού τύπου.
Ασυνήθιστο είναι ότι οι πήχεις δεν βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους.
Ολόγλυφα, με τάση φυσιοκρατικής απόδοσης, παριστάνονται τα γεννητικά όργανα.
Μοναδικό ως προς την απόδοση της ανδρικής μορφής σε μνημειώδεις διαστάσεις.
Κανονικός τύπος, παραλλαγή Σπεδού.
Αποδίδεται στον «Καλλιτέχνη Γουλανδρή».
ΠΚ ΙΙΙ, φάση Σύρου (2800-2300 π.Χ.)]
"ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ", ΛΕΕΙ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΣΟΤΣΙ
tanea.gr, 27/1/2014
Δέκα ημέρες πριν από την τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι, ο δήμαρχος της ρωσικής πόλης της Μαύρης Θάλασσας, προχώρησε σε μια νέα πρόκληση κατά των ομοφυλόφιλων - η μη ανοχή απέναντι στους οποίους στη Ρωσία έχει αποτελέσει σημείο τριβής και έχει στιγματίσει τις προετοιμασίες της μεγάλης αθλητικής διοργάνωσης.
Μιλώντας στην εκπομπή του BBC «Panorama» ο Ανατόλι Παχόμοφ, δήμαρχος του Σότσι, επέμεινε ότι «η ομοφυλοφιλία δεν είναι αποδεκτή στην περιοχή του Καυκάσου».
Προσέθεσε πάντως ότι οι ομοφυλόφιλοι επισκέπτες θα είναι ευπρόσδεκτοι στους Αγώνες εάν σεβαστούν τους ρωσικούς νόμους.
«Λέμε ότι είναι δικό τους θέμα, είναι δική τους η ζωή. Όμως, αυτό δεν είναι αποδεκτό στον Καύκασο όπου ζούμε εμείς. Δεν έχουμε (ομοφυλόφιλους) στην πόλη μας», υποστήριξε ο Παχόμοφ, στην εκπομπή που προγραμματίστηκε να προβληθεί τη Δευτέρα.
Ακολουθώντας τη «γραμμή» του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος μετά τις διεθνείς αντιδράσεις, πιέστηκε να δηλώσει ότι οι γκέι είναι ευπρόσδεκτοι στους Ολυμπιακούς Αγώνες - για να σημειώσει χαρακτηριστικά: «αρκεί να μην πλησιάσουν τα παιδιά» -, ο δήμαρχος του Σότσι είπε: «Η φιλοξενία μας θα επεκταθεί σε όλους όσοι σέβονται τους ρωσικούς νόμους και δεν επιβάλλουν τις συνήθειές τους σε άλλους».
Οπως σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο Σότσι υπάρχουν ορισμένα γκέι κλαμπ, αλλά σύμφωνα με μέλη της κοινότητας των ομοφυλοφίλων και των αμφιφυλοφίλων της πόλης, το φαινόμενο βαίνει φθίνον.
Οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκινούν στις 7 Φεβρουαρίου.
"TOP2BOTTOM" GAY CARD GAME
26.1.14
ΟΙ ΓΚΕΪ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Οι gay προβληματίζουν τις εταιρείες αυτοκινήτων – Tα
μοντέλα που προτιμούν
(creteplus.gr,
25/11/2014)
Στην τελική ευθεία έχει μπει η ψηφοφορία
του βραβείου που έχει γίνει πλέον θεσμός, «Gay Αυτοκίνητο της Χρονιάς». Ο
διαγωνισμός διενεργείται από το 2005 από τη γαλλική ιστοσελίδα legorda.fr και
αποτελεί πονοκέφαλο για τα τμήματα μάρκετινγκ των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Από τη μία πλευρά εκφράζονται φόβοι ότι
η νίκη σε έναν τέτοιου είδους διαγωνισμό μπορεί να προκαλέσει αρνητική διάθεση
στο συντηρητικό αγοραστικό κοινό. Από την άλλη πλευρά οι ομοφυλόφιλοι είναι ένα
κοινό με μεγάλη αγοραστική δύναμη και με εισόδημα ανώτερο του μέσου όρου της
εκάστοτε κοινωνίας.
Τα μοντέλα που προηγούνται στην κατάταξη
για το «Gay Car of the Υear» είναι τα MINI Cabriolet, Peugeot RCZ, Citroen DS4,
Fiat 500. Οι νικητές των τελευταίων τριών ετών στο διαγωνισμό ήταν το Fiat 500
Cabrio (2010), Peugeot RCZ (2011), Citroen DS4 (2012).
25.1.14
24.1.14
ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ. ΠΡΟΙΚΑ 95 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΠΟΛΥΦΕΡΝΗ, ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΗ ΝΥΦΗ
Προίκα 95 εκατομμύρια ευρώ δίνει ο πολυεκατομμυριούχος Σεσίλ Τσάο Σε-Τσουνγκ σε όποιον νυμφευθεί την ομοφυλόφιλη κόρη του.
Ο μεγιστάνας από το Χονγκ Κονγκ έγινε πρωτοσέλιδο παγκοσμίως τον Σεπτέμβριο του 2012. Τότε είχε επίσης προσφέρει αμοιβή σε όποιον μπορούσε να πείσει την κόρη του Τζίτζι να τον παντρευτεί, παρά το γεγονός ότι η ίδια έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τη σύντροφό της τα τελευταία 9 χρόνια, την Σιν Έιν.
Ο 77χρονος μεγιστάνας, δήλωσε σε εφημερίδα της Μαλαισίας, πως σκοπεύει να αυξήσει το ποσό στα 95 εκατομμύρια ευρώ, αφού η πρώτη του προσφορά προσέλκυσε 20.000 ανεπιτυχείς απαντήσεις.
Επιμένει επίσης, πως «δεν είναι πολύ αργά» για να αλλάξει το μυαλό της κόρης του σχετικά με τη σεξουαλικότητά της, και δήλωσε ότι δεν θέλει να παρεμβαίνω στην ιδιωτική ζωή της κόρης του, αλλά ελπίζει να κάνει έναν καλό γάμο, να αποκτήσει παιδιά και να κληρονομήσει την περιουσία του. (euronews, 24/1/2014)
23.1.14
ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΕ ΝΙΡΟ, Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Before Robert De Niro the
famous actor there was Robert De Niro the famous artist.
By
Christopher Turner (telegraph.co.uk, 2009)
In SoHo, New York, there
is an artist's studio that has been kept almost exactly as its inhabitant left
it when he died 15 years ago. It is a time capsule of Fifties bohemia, a loft
space presided over by an ornate birdcage and antique ski machine, every inch
of wall covered in rugs, African masks, ex-votos, charcoal drawings and vibrant
watercolours. A corridor flanked by storage racks crammed with richly coloured
canvases leads into the studio itself (the space is two apartments knocked into
one), a huge, bright room with three easels, on one of which is a fauvist
landscape dated 1977. Tubes of coloured oil have exploded with age and ooze
over a painting table where an army of brushes stands neatly to attention.
This intriguing space
isn't a museum – as the studios of Pollock, Bacon and Brancusi now are – but a
private shrine to the painter, Robert De Niro, and maintained by his son, the
actor of the same name. 'I try to keep it as much as possible as it was when he
passed away,' De Niro jnr tells me when we meet at Ameringer Yohe Fine Art, the
midtown gallery that last autumn had an exhibition of his father's semiabstract
summer landscapes. (De Niro is just back from the Oscars, where he presented
the best actor award to Sean Penn.) 'I wanted to keep it for his grandchildren,
my kids. I wanted them to know what their grandfather did. I've taken pictures,
documented everything, but I just try and hold on to it, to preserve everything
as it was, as long as I can.' Even a worn down hairbrush, complete with the
artist's DNA, has been left in situ. The space is a kind of memorial that
freezes time: 'Sometimes I just go there and sit,' De Niro says.
As he speaks about his
father, De Niro often looks away from me, furrowing brow and tightening his
mouth in a gesture of concentration familiar to anyone who has seen him on
screen. De Niro is famously taciturn about his private life, yet his
admiration for his father leads him to want to keep alive a more public memory
of the painter's work – and perhaps to immerse himself in it in ways that he
didn't when his father was alive. 'I wish I understood,' he tells me when I ask
him about his father's working methods. 'I never asked him and he never
explained it to me. I wish at the time I'd been a little more curious.'
De Niro sr, whose
temper, eccentricity and passion De Niro has said he shares (as well as 'a
strong connection to the smell of oil paints and cigarettes and musty old
sweaters') was one of America's most prominent figurative expressionists, a
handsome, curly-haired wunderkind who burst on the New York scene in 1946, aged
24, with his first solo show at Peggy Guggenheim's Art of This Century Gallery
on 57th Street. The eminent critic, Clement Greenberg, later Jackson Pollock's
kingmaker, praised De Niro's work in The Nation: 'The originality
and force of his temperament demonstrate themselves under an iron control of
the plastic elements such as is rarely seen in our time outside the painting of
the oldest surviving members of the school of Paris.' In 1955 the poet and
critic Frank O'Hara wrote that De Niro was 'one of the most original and powerful
younger painters showing today, and each show of his is an event'. De Niro jnr
was brought up surrounded by artistic celebrities – Pollock, Willem de Kooning,
Anaïs Nin, Henry Miller and Tennessee Williams. 'My parents both moved in
bohemian circles,' he says with modest understatement.
De Niro snr's paintings
are collected in the vaults of MoMA, the Met, the Hirshhorn and the Whitney,
but they are most prominently on display in De Niro jnr's Tribeca Grill
restaurant and in his recently opened Greenwich Hotel. (De Niro is
understandably protective of his father's work – an impulse that has recently
led to a legal dispute. After his father's death, De Niro jnr and his mother
organised a retrospective of his work at the Salander-O'Reilly gallery, and
when Larry Salander declared himself bankrupt last year, he gave his creditors
five paintings by De Niro snr to help pay his debts. De Niro jnr is now
fighting to get those paintings back.)
'He hung those
paintings,' De Niro says proudly of the three big canvases that adorn the back
wall of the Grill, two of which depict an orientalist harem of Moroccan women
(after Delacroix) and another a scene from Garbo's Anna Christie.
De Niro recalls how nervous he'd been when he'd first suggested the idea
because his father 'was very touchy' when it came to giving away his work.
('You give it to someone, they put it in a closet,' De Niro snr told his son
when he asked if he could give Francis Ford Coppola two canvases for his 50th
birthday.) He was thrilled to hear that De Niro snr, who also designed the
artwork on the menu, would sometimes go in and enjoy dinner or a drink as he
admired his creations. After his father's death, De Niro hung his final
painting, an enormous and dynamic still life on which he had worked for almost
a decade, in a private dining area.
In De Niro snr's bedroom
is a browning copy of the Christian Science Monitor by the
bed, which records the last day he spent in it. Andre Breton described his 1933
visit to Picasso's work space as an initiation into 'the studio's secrets of
the boudoir'. What clues to Robert De Niro snr's life and times does his
fossilised apartment and studio contain? And what does it say about his son's
idolising relationship with him that he's kept it intact?
Robert De Niro snr was born
in 1922 in Syracuse, upstate New York, to an Irish mother and an Italian father
who worked as a health inspector. He knew he wanted to be a painter from the
age of five and was so precociously accomplished that at 12 he was given a
private studio at the Syracuse museum, where he took painting classes. In 1939,
he won a full scholarship to the legendarily avant-garde Black Mountain College
in North Carolina to study with the former Bauhaus colour theorist, Josef
Albers. De Niro found Albers dogmatic and excessively scientific in his
approach to colour; Albers found De Niro too expressionistic and emotional.
However, Albers recognised De Niro's obvious talent, comparing the 17 year-old
to Mondigliani and Grunewald and, when he went to Mexico on sabbatical, Albers
allowed De Niro to take over his own studio, hoping that his star pupil would
still be there when he returned. De Niro, however, had taken a class the
preceding summer with another German émigrée, Hans Hofmann, whose teaching
style he preferred. In 1941 he left Black Mountain to join Hofmann's New York
school on 8th Street, whose alumni include Lee Krasner, Helen Frankenthaler and
Ray Eames.
'He was handsome, very
elegant,' the painter Albert Kresch, who was also a Hofmann student in 1941,
tells me of De Niro. 'Better looking than his son, a couple of inches taller
and his hair was fairer. He was poetic in the Byronic sense.' De Niro fell in
love with one of his colleagues, an attractive blonde with a fabulous name:
Virginia Admiral. They were married in December 1941. Admiral was seven years
older than De Niro and also an accomplished painter; she and De Niro were
Hofmann's favourites students (Kresch describes the couple as 'super confident'
when it came to painting). She'd been a radical student at Berkeley, where
she'd been a member of the Trotskyite Young People's Socialist League and, with
the poet Robert Duncan, founded a literary magazine whose impressive
contributors became part of her circle of artistic and literary friends.
If Hofmann played the
role of paterfamilias, Anaïs Nin was the bad mother to Admiral and De Niro's
group. Nin referred to Admiral and Duncan as 'children' and compared them to
Cocteau's Les Enfants Terribles. In her diary, Nin described
Admiral's artist's garret above a hamburger shop and shoe store as a cold, bare
loft with floor-to-ceiling windows that overlooked Union Square: 'There is a
lavatory outside, running water and washstand inside, and that is all. On
weekends, the heat is turned off. The enormous windows which give on to the
deafening traffic noise of 14th Street have to be kept closed. There are nails
on the walls for clothes, a Sterno burner for making coffee. We drink sour wine
out of paper cups.' It was a mini-salon; Duncan referred to it as 'our last
nursery'.
To earn money to support
her painting, Admiral worked for Nin one evening a week as a typist,
transcribing her notoriously decadent diaries for 10 cents a page. Nin, who
lived in Greenwich Village with a pet monkey, was hired by a 'collector'-
described by his emissary as an 'old millionaire down south' – to write
erotica; she was paid $1 a page and was ordered to churn out a minimum of a
hundred pages per month. Admiral would type those pages up, too. Nin prided
herself as a corruptor of youth and saw Admiral's secretarial job as part of
that project; she claimed that Admiral had been 'liberated by my writing and
our talks'.
The 'collector' soon
tired of Nin's poetic descriptions and requested she send only sex scenes,
omitting the wasteful narratives that linked them. Hard pornography soon
became, in Nin's description, 'hard labour' and in 1942 she recruited her young
proteges to help. Nin referred to herself as 'The madam of this literary,
snobbish house of prostitution-writing'. 'I gather poets around me and we all
write erotica,' Nin boasted of the 'epidemic of journal writing' she'd started.
De Niro, a lapsed Catholic, wasn't a particularly skilled or prolific member of
this bookish vice ring and soon gave up the task. 'It was very hard work,' he
recalled.
During the summer, De
Niro and Admiral's bohemian circle would decamp to the New England coastal
village of Provincetown, where the painters would enrol in Hofmann's summer
school and experiment with landscape painting. Provincetown had a Portuguese
fishing population and in the summer the small cottages that were used to store
fishing nets were leased to visitors; some artists, called 'washashores' by the
locals, set up camp in the dunes. 'The whole lunatic fringe of Manhattan is
already here,' wrote Tennessee Williams, who waited tables with De Niro at the
beatnik resort. 'Such a collection could not be found outside of Bellevue or
the old English Bedlam.' For some, the scene was more social than productive;
one year, Lee Krasner complained that the roll of canvas that she and Pollock
had sent on ahead of them remained unpacked for the whole summer. De Niro, less
well off than most, sometimes worked at a factory cleaning fish to pay his way.
'There are shoals and
shoals of homosexuals here and no one for me,' Nin complained in 1942 to
Duncan, who was in military prison after having declared himself homosexual to
evade the draft. ('I am an officially certified fag now,' Duncan joked.)
According to Deirdre Blair, in her biography of Nin, Duncan seduced both
Admiral and De Niro, and bragged about each conquest to the other. In the
summer of 1942, De Niro and Admiral were sharing a studio inland, a shack on
Provincetown's backstreet with very thin walls. Nin writes in her diary that
they were overheard by a neighbour arguing over Duncan: '"I have been
listening to you," the neighbour shouted back, "I have been weighing
all your arguments. I think that Virginia is absolutely fair and right, and the
behaviour of Bob and Robert treacherous and ugly".'
Nin goes on to write
that De Niro, horrified at having been inadvertently outed, knocked on the door
hoping to be able to explain himself. Three painters lived there, but no one
answered. De Niro wandered the town, peering into people's faces, wondering if
they were the ones who had accused him. 'He walked with shoulders bowed. He was
silent. Haunted.'
The close-knit group of
the 'last nursery' disintegrated. 'Among my friends, love is a great sorrow,'
Duncan wrote in a poem published before he left for California, where he became
a leading luminary in the San Francisco renaissance. 'It has become a daily
burden, a feast / A gluttony for fools, a heart's famine.'
Robert De Niro jnr,
called 'Bobby' by his family, was born in August 1943. The De Niros moved
to a building in Greenwich Village that was big enough to accommodate two
studios. De Niro snr had a part-time job as a guard at the Museum of
Non-Objective Art (which became the Guggenheim Museum), where he worked
alongside his friend Jackson Pollock. His relationship with Admiral ended soon
afterwards, before his son was two and despite the interventions of a Freudian
analyst. He never remarried.
De Niro and Admiral's
amiable separation corresponded with the couple's first painterly success. In
1942 Admiral exhibited work at The Art of This Century gallery and sold a
painting to the Museum of Modern Art for a princely $100, way before any of her
peers were accepted by the institution (Pollock sold his first canvas to MoMA
two years later). De Niro snr's debut solo show followed in 1946. And in the
early Fifties the fruits of his labours, bright French colours in the Hofmann
style with thick, wavy brushstrokes, were shown at the Charles Egan gallery
alongside artists such as Willem de Kooning and Franz Kline.
'As a kid I remember I'd
visit him at his studio,' Robert De Niro now says of his father. 'We weren't
living together, I was living with my mother, and it was nothing like his
studio as you see it now. It was like a real studio, a total mess, and it stank
of paint and turpentine.' He describes his father as 'affectionate… always
touching and hugging', and when he was growing up they'd see each other every
few days, visit museums or go to movies, or just hang out in Washington Square
Park. Once or twice his father would try and get him to pose for him, but De
Niro says that he was a bad subject, unable to sit still.
His father was a loner;
he lived, his son recalls, in 'dank lofts… at a time when nobody wanted to live
in those areas. Often, he was the only tenant in the building'. De Niro snr led
an itinerant existence, moving from studio to studio around SoHo and the Lower
East Side (one of these burned down in 1949, destroying a swathe of his early
work), and his son admits to having been embarrassed by him when he was young.
'Most people I knew didn't have "creative" parents who lived in kind
of grungy places and did odd jobs when they had to.'
According to De Niro
snr's good friend, the painter Paul Resika, who I met at his own studio on the
Upper West Side (where Edward Hopper had once trained), back then De Niro 'was
the poorest of the poor', and totally committed to his work. An article written
for Artnews later that decade depicts De Niro snr in one of
his bare, paint-spattered studios, sitting on a mattress on the floor and
contemplating a painting of a crucifixion. The subject absorbed him from
1953-57, but always seemed to elude his perfectionist standards, and most of
his canvases and numerous studies were rubbed out or destroyed. As the Artnews writer
put it, he seemed to make 'slow progress against his own devils'.
By that time, figurative
expressionism was falling out of fashion. Abstract expressionism and then pop
art ruled. De Niro snr never compromised his method to accommodate artistic
fashion. The original artwork on the wall of his last studio spans four decades
and is remarkably consistent. As Paul Resika puts it, De Niro snr found his way
very young. 'Even Morandi changed more than Bob.'
In the early Sixties De
Niro left for France in disgust at his exclusion from the new commercial scene.
He was prone to bouts of depression ('Since I was a child,' De Niro snr once
said, 'I have felt in my heart two contradictory feelings, the horror of life
and the ecstasy of life'), and one of his son's biographers has De Niro jnr
bringing his father back to New York in 1965 after he suffered some kind of
bipolar breakdown.
There are times during
my interview with De Niro when I feel like Billy Crystal's character in Analyse
This, prodding him for Oedipal information about his father. When I bring
up the question of the artist's depression he clams up: 'I don't know enough
about it, he wouldn't tell me. He wouldn't share that with me. I heard a little
about that, yeah, but I'm not sure – it's very possible.' One of De Niro snr's
friends described him as 'a lonely soul' with an 'elegant mind'.
In the late Sixties and
Seventies, De Niro snr exhibited at regular intervals but his early success was
never repeated, and he taught at Cooper Union, the School of Visual Arts, and
at the University of Buffalo to make ends meet. 'De Niro is trapped on the dark
side of the success machine,' one art critic observed in an article that
juxtaposed Warhol's 'glittering career' with 'the aristocratic artist' De Niro,
whose 'passionate works aim for elevated levels of historical discourse'. His son
remembers how his father detested dealers, whom he considered to be parasites,
and recalls how one gallerist gave his father a gift of a cardboard box of
dried soup. 'That's what they gave him for Christmas – and it wasn't even
wrapped!'
Admiral gave up painting.
Inspired by her work for Nin and needing to take care of her son, she started a
typing and editing service called Academy. One of her clients was the theatre
teacher Maria Piscator, who invited De Niro jnr to attend the Dramatic Workshop
she ran at the New School of Social Research, which he attended on Saturdays
from the age of 10. Admiral, who expanded into real estate, found her
ex-husband cheap studios in which to work and helped him financially, as did
friends like the de Koonings. In his memoir, the painter Larry Rivers describes
how De Niro snr would ring up at two in the morning 'asking for cash (he'd take
a cheque) so that he could continue working on his art uninterrupted by the
time it took to make a living'. He adds, 'These were more demands than
requests.'
When his son became
famous in the mid-Seventies he also helped out. 'He was proud of me, but in
some ways it must have been hard for him,' De Niro jnr once wrote in a tribute
to his father, 'although he had a lot of respect among his peers, he didn't
have a certain world recognition… He liked my celebrity but was also sort of
resigned to it – our name was the same, but it wasn't he who was making it
known.' In the early Eighties, De Niro snr moved into this final studio, a
space that he inherited from Admiral. There are no family photographs on
display there – just postcards of work by artists he admired (Bonnard, Ingres,
Matisse) – but in the bedroom there is a file of press clippings marked
'Bobby'.
When De Niro snr became
ill he moved back in with his ex-wife. He died of cancer in 1993, aged 71. That
year De Niro jnr dedicated his directorial debut, A Bronx Tale, to
his father. De Niro has decorated his own nearby apartment with his father's
paintings, and has an almost worshipful relationship to his father's talent. 'I
only keep his works, I don't have anything else,' he says with a mischievous
smile, 'I'm very partial to say the least.'